Η κατανόηση της σχέσης Αθηνών – Λευκωσίας αποτελεί προϋπόθεση για την ακριβή αποτίμηση της παρουσίας του ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο. Η σχέση αυτή απέκτησε ακόμη πιο λεπτές πτυχές μετά την κυπριακή ανεξαρτησία, όταν έπρεπε να συντονιστούν δύο κρατικά κέντρα σε μια εποχή μεγάλων διεθνών κρίσεων και υπαρξιακών προκλήσεων.

Μετά το 1960, εμφανίστηκαν δύο, διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, στρατηγικές συλλήψεις. Η πρώτη ήταν το δόγμα του “εθνικού κέντρου”, που υποστήριζε τον συντονισμό των δύο συνιστωσών, υπό την κυριαρχική επιρροή της Αθήνας. Η αντίληψη αυτή συμβιβαζόταν με τη λογική της επιδίωξης της Ένωσης, στόχο παλαιό με βαθιές ιστορικές αναφορές. Ως εκ τούτου, πάντοτε παρουσιαζόταν ως μια ιδιαιτέρως εθνοπρεπής αντίληψη. Ωστόσο, θα υποστηριχθεί εδώ ότι επρόκειτο για μια θεμελιωδώς λανθασμένη, επικίνδυνη στρατηγική, βασισμένη σε έναν ανεδαφικό ελλαδικό μαξιμαλισμό. Η άλλη στρατηγική ήταν η θεωρία των “δύο ανεξάρτητων κρατών”. Αυτή προσπαθούσε να εκσυγχρονίσει τη σχέση των δύο κέντρων και να την προσαρμόσει στις νέες συνθήκες που η κυπριακή ανεξαρτησία είχε δημιουργήσει για τη λειτουργία του ελληνισμού στο διεθνές σύστημα. Πολύ πιο περίπλοκη και δύσκολη στην εφαρμογή της –καθώς απαιτούσε εκλεπτυσμένους χειρισμούς και συνεχή προσπάθεια συντονισμού– η στρατηγική αυτή κυριάρχησε μάλλον αργά, δηλαδή μετά την τουρκική εισβολή. Ωστόσο, εδώ θα υποστηριχθεί επίσης ότι, ακόμη και μετά το 1974, είναι δυνατό να εντοπιστούν στιγμές κατά τις οποίες οι αντιλήψεις περί “εθνικού κέντρου” επανεμφανίστηκαν, αν και η επίσημη Αθήνα και η επίσημη Λευκωσία απέφυγαν προσεκτικά να τις ενστερνιστούν.

Θα πρέπει, επιπλέον, να συνεκτιμηθεί το μεγάλο ιστορικό βάθος της σχέσης Αθηνών-Λευκωσίας. Βασικό της χαρακτηριστικό ήταν η διαρκής αυτονόμηση της δεύτερης: ήδη πριν από το 1960, οι Έλληνες Κύπριοι δεν λειτουργούσαν ως “όργανα” του ελλαδικού κράτους –σε αντίθεση με τους Τούρκους Κυπρίους που υποτάσσονταν στην τουρκική πολιτική. Έχοντας απομείνει εθνικά ανολοκλήρωτος μετά τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, ο κυπριακός ελληνισμός ανέπτυξε τάσεις απεμπλοκής από μια Αθήνα που είχε πλέον εγκαταλείψει τη Μεγάλη Ιδέα και έδινε συχνά στους Έλληνες Κυπρίους την αίσθηση της εγκατάλειψής τους από το “κέντρο”. Αυτό εντάθηκε δραματικά μετά την αποδοκιμασία της εξέγερσης του 1931 από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που σόκαρε τους Έλληνες Κυπρίους. Η αδυναμία της Αθήνας να προβάλει τη διεκδίκηση της Κύπρου ακόμη και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –όταν οι Έλληνες Κύπριοι θεωρούσαν αυτονόητη την εκπλήρωση των εθνικών τους πόθων– άνοιξε τον δρόμο για την υιοθέτηση μιας πολύ πιο αυτόνομης ελληνικής κυπριακής πολιτικής μετά την άνοδο στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο του Μακαρίου Γ’ το 1950. Όσο και εάν η ελληνική Κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου –που τελικά έκαμε την προσφυγή στον ΟΗΕ το 1954– θεωρούσε αυτονόητο πως η ίδια θα χειριζόταν το Κυπριακό ως εθνικό κέντρο (αν και δεν χρησιμοποίησε αυτή τη φράση), η επόμενη Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό Εξωτερικών τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, αμέσως υιοθέτησε τη θέση ότι οι Έλληνες Κύπριοι είχαν το προβάδισμα στις υποθέσεις που τους αφορούσαν, ειδικά δε στο εσωτερικό καθεστώς της νήσου. Σε αυτό το σημείο εγκαθιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία, το 1960.

Δύο ανεξάρτητα κράτη, 1960-1963

Το 1960-63, η Κυβέρνηση Καραμανλή ακολούθησε τη θεωρία των δύο ανεξάρτητων κρατών. Η Αθήνα πρέσβευε ότι η διευθέτηση του 1959 εντασσόταν σε μια συνολική αντίληψη για την πορεία του έθνους –δηλαδή και των δύο κρατών– στον μεταπολεμικό κόσμο. Υποστήριζε την εφαρμογή των συμφωνιών, η οποία θα άφηνε ελεύθερο το πεδίο στις δημιουργικές δυνάμεις του κυπριακού ελληνισμού να αναπτυχθούν. Αντίθετα, θεωρούσε ότι μια νέα κρίση θα μεγιστοποιούσε εκ νέου την επιρροή των εξωκυπριακών παραγόντων, Τουρκίας και Μεγάλων Δυνάμεων, και θα λειτουργούσε επιβαρυντικά για τον ελληνισμό, ιδιαίτερα τον κυπριακό. 

Στο πλαίσιο αυτό, η Κυβέρνηση Καραμανλή θεωρούσε ότι το κυπριακό κράτος όφειλε να ακολουθήσει πολιτική όμοια με της Ελλάδας και να ενταχθεί στη Δύση εισερχόμενο στο ΝΑΤΟ και συνδεόμενο (όπως και η Ελλάδα) με την ΕΟΚ. Ωστόσο, οι επιλογές της Λευκωσίας ήταν διαφορετικές: καθώς δεν υπήρξε ιδιαίτερος ενθουσιασμός στο ΝΑΤΟ για εισδοχή της, η Δημοκρατία εισήλθε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Στο πεδίο της ΕΟΚ, η Κύπρος ακολούθησε μάλλον τη βρετανική πλευρά παρά την ελλαδική: επιζήτησε τη σύνδεση με την Κοινότητα όσο η Βρετανία προωθούσε τη δική της ένταξη (αυτό θα επέτρεπε τη διατήρηση του εμπορίου με το Λονδίνο και τις δυνατότητες μετανάστευσης Κυπρίων εκεί), αλλά όταν ο Πρόεδρος Ντε Γκολ άσκησε βέτο στη βρετανική ένταξη, και το κυπριακό ενδιαφέρον εξανεμίστηκε. Παρ’ όλο που, ακόμη και σε τόσο σοβαρά ζητήματα, η Δημοκρατία δεν αποδέχθηκε τις εισηγήσεις της Αθήνας, η δεύτερη δεν αμφισβήτησε ότι  οι αποφάσεις στα πεδία αυτά ανήκαν στη Λευκωσία. 

Πολύ πιο λεπτή έγινε η κατάσταση στις αρχές του 1963, όταν ο Μακάριος, απογοητευμένος από την τουρκική και την τουρκική κυπριακή στάση, προσανατολίστηκε πλέον στην αναθεώρηση του Συντάγματος και ζήτησε τη γνώμη της Αθήνας για τούτο. Σε μια επιστολή που έχει δημοσιευθεί, ο Αβέρωφ εξέφρασε τις διαφωνίες της ελληνικής Κυβέρνησης, τονίζοντας παράλληλα ότι οι αποφάσεις ανήκαν στη Λευκωσία. Εάν όμως, συνέχισε, μια τέτοια επιλογή της Λευκωσίας προκαλούσε διεθνή κρίση, η Αθήνα επιφυλασσόταν του δικαιώματός της να ασκήσει τη δική της πολιτική και να μην ακολουθήσει τον Μακάριο. Αυτή ήταν η πιο ενδεικτική εφαρμογή της θεωρίας των δύο ανεξάρτητων κρατών. Παρά το ότι η γραμμή Αβέρωφ μπορεί να σκανδαλίζει πολλούς, εμπεριείχε την αναγνώριση του προβαδίσματος της Λευκωσίας στις αποφάσεις που την αφορούσαν. Είναι δε ενδεικτικό ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν προχώρησε, μετά από αυτή την απάντηση, σε πρόταση αναθεώρησης –αν και επίσης μπορεί να αντιταχθεί ότι το έκανε λίγους μήνες μετά (όταν είχε πέσει η Κυβέρνηση Καραμανλή), οπότε η “αποτρεπτική” λειτουργία της τακτικής αυτής δεν μπορεί να βεβαιωθεί με σιγουριά. Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί ότι οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας υπό τους Καραμανλή και Μακάριο ποτέ δεν έφθασαν στο κακό επίπεδο της περιόδου 1963-74, ακριβώς επειδή η Αθήνα αναγνώριζε την αυτοτέλεια της Λευκωσίας.

 

 

 

Η εποχή του δόγματος του “εθνικού κέντρου”, 1963-1974

Η έκρηξη της νέας κυπριακής κρίσης στα τέλη του 1963, η επακόλουθη στρατιωτικοποίηση του Κυπριακού, η άνοδος στην Αθήνα μιας νέας Κυβέρνησης –της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου– έφεραν μια νέα εποχή στην πολιτική της Αθήνας και στις σχέσεις των δύο κέντρων. Η περίοδος που ξεκινούσε τώρα χαρακτηρίστηκε από την υιοθέτηση του δόγματος του “εθνικού κέντρου”, σύμφωνα με το οποίο η Κύπρος ήταν μεν ανεξάρτητο κράτος, αλλά σε περίπτωση πολεμικής κρίσης οι αποφάσεις θα λαμβάνονταν από την Αθήνα. Το δόγμα διατυπώθηκε σε δύο επιστολές του Γ. Παπανδρέου προς τον Μακάριο τον Φεβρουάριο και τον Αύγουστο του 1964. Εδώ θα εξεταστεί η λειτουργία και οι μετεξελίξεις του δόγματος, στο πολιτικό και το στρατιωτικό πεδίο. Πρέπει πάντως να λαμβάνεται υπόψη ότι οι δύο πτυχές, στρατιωτική και πολιτική, της πολιτικής του “εθνικού κέντρου” δεν ήταν χωρισμένες με στεγανά: αποτελούσαν όψεις του ίδιου νομίσματος, συνυπήρχαν και διαδρούσαν μεταξύ τους. Επιπλέον, θα τονιστεί ότι το δόγμα αυτό εφαρμόστηκε από τις δημοκρατικές Κυβερνήσεις της Αθήνας μέσα σε κάποια αυτονόητα όρια, αλλά η ακραία εκδοχή του, που γινόταν αποδεκτή από την ελλαδική χούντα το 1967-74, οδήγησε σε πλήρη διάσπαση του εθνικού μετώπου. Η τραγωδία του 1974 ήταν, μεταξύ άλλων, απόρροια της εφαρμογής μιας τέτοιας ακραίας και τυχοδιωκτικής εκδοχής του δόγματος του “εθνικού κέντρου”.

Οπωσδήποτε, εδώ δεν θα γίνει κάποια προσπάθεια κατανομής “ευθυνών” μεταξύ της δημοκρατικής Αθήνας του 1963-67 και του Μακαρίου. Λάθη και κακοί υπολογισμοί έγιναν κατά συρροήν, επαλλήλως και εκατέρωθεν, αλλά πρέπει να συνεκτιμάται η επιβαρυμένη κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τα Χριστούγεννα του 1963 και η αίσθηση τεράστιας πίεσης προς τους δρώντες. Οι εξελίξεις δημιουργούσαν τη δική τους δυναμική, στην οποία η νηφάλια στρατηγική ανάλυση γινόταν δύσκολη εκ των πραγμάτων. Και τελικά, η κατάρρευση της “Ζυρίχης” λόγω ενεργειών και του Μακαρίου (την πρόταση Δεκατριών Σημείων) και της Αθήνας (τη διάθεση του Γ. Παπανδρέου να την καταγγέλει ως προδοτική –μαζί με τον Μακάριο που την υπέγραψε) άφηνε και την Αθήνα και τη Λευκωσία χωρίς ξεκάθαρη εναλλακτική λύση, σε συνθήκες μιας μεγάλης κρίσης στην πιο ταραγμένη περιοχή της υφηλίου.

Το 1964, το δόγμα του “εθνικού κέντρου” ήταν μια απόπειρα της ελληνικής Κυβέρνησης να επιβάλει κάποιον “έλεγχο” επί του Μακαρίου, ο οποίος είχε αναλάβει πρωτοβουλίες (π.χ. την πρόταση των Δεκατριών Σημείων) χωρίς πρότερη διαβούλευση με την Αθήνα. Παράλληλα, ο Γ. Παπανδρέου ήθελε να εφαρμόσει μια πολιτική που θα κατέτεινε στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, θα αποτελούσε ορατή εναλλακτική λύση έναντι της “προδοτικής Ζυρίχης” και θα γινόταν ενθουσιωδώς αποδεκτή από την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται η μεγάλη δυσπιστία, αν όχι και εχθρότητα, που έτρεφαν οι ελλαδικές κεντρώες πολιτικές δυνάμεις για τον Μακάριο που τις είχε τόσο σκληρά καταγγείλει το 1952 λόγω της απροθυμίας των Ν. Πλαστήρα και Σ. Βενιζέλου να προσφύγουν στον ΟΗΕ για το Κυπριακό. Το Κέντρο της δεκαετίας του 1960 δεν έβλεπε τον Μακάριο ως μια πολιτικά “φίλια” δύναμη –αντίθετα πάντοτε αισθανόταν πιο κοντά στον Γεώργιο Γρίβα ο οποίος εξέφραζε την αντιπαλότητα προς τη Ζυρίχη και προς τον Μακάριο, ενώ είχε προσπαθήσει να αναδειχθεί ως κεντρώος πολιτικός ηγέτης το 1960-61. Ήταν επομένως μια πολιτική που, έστω και εάν είχε μια φαινομενική δικαιολόγηση υπό τις περιστάσεις, ασκήθηκε και με το βλέμμα στην εσωτερική κοινή γνώμη, στη “γαλαρία”, δηλαδή με όρους λαϊκιστικούς. Ως εκ τούτου έφερε από την αρχή μαζί της τους σπόρους της αποτυχίας ή και χειρότερα.

Στην πράξη, η πολιτική του εθνικού κέντρου ήταν μια αναποτελεσματική και επικίνδυνη πολιτική. Πρώτον, η διακήρυξη ότι το κυπριακό κράτος θα υπαγόταν στο ελλαδικό σε περίπτωση πολέμου μείωνε την εικόνα της κυπριακής ανεξαρτησίας. Έτσι το δόγμα υπέσκαπτε την κυπριακή ανεξαρτησία, σε μια εποχή κατά την οποία αυτή ήταν το κύριο έρεισμα της ελληνικής πλευράς καθώς εκδηλώνονταν αλλεπάλληλες τουρκικές απειλές για εισβολή. 

Δεύτερον, η μαξιμαλιστική ρητορεία του δόγματος απλώς συγκάλυπτε, αλλά δεν επέλυε, το μείζον πρόβλημα της έλλειψης συνεννόησης Αθήνας και Λευκωσίας, που έγινε εξαιρετικά πιεστικό ακριβώς τότε, μέσα σε αλλεπάλληλες κρίσεις. Αντίθετα, το δόγμα του “εθνικού κέντρου” προκάλεσε έναν εντεινόμενο διχασμό μεταξύ τους. Για την Κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, που θεωρούσε την λύση του 1959 εθνικά μεμπτή και προέκρινε την Ένωση, δεν φαινόταν να υπάρχει πρόβλημα να υποβαθμίσει την κυπριακή ανεξαρτησία. Αλλά δεν είχε συνεννοηθεί πλήρως με τον Μακάριο –κυρίως για τις προϋποθέσεις με τις οποίες αυτή η Ένωση θα επερχόταν, δηλαδή με ανταλλάγματα ή χωρίς και αν ναι, πού. Αυτό φάνηκε κατ’ εξοχήν στην περίπτωση του σχεδίου Άτσεσον, το οποίο ο Γ. Παπανδρέου ήθελε να δεχθεί, αλλά αντιλήφθηκε ότι χωρίς τη συναίνεση του Μακαρίου θα του ήταν αδύνατον να το κάμει. Τα “ανοίγματα” του Μακαρίου προς τη Σοβιετική Ένωση ενοχλούσαν πάντοτε τον αντικομμουνιστή και μέτοχο του Ψυχρού Πολέμου Παπανδρέου –και τελικά δεν επέφεραν αποτέλεσμα καθώς η Μόσχα από τα τέλη του 1964 μετακινήθηκε σε θέσεις φιλικές προς την Άγκυρα. Η μονομερής κυπριακή προσπάθεια προμήθειας σοβιετικών αντιαεροπορικών πυραύλων την άνοιξη του 1965 επίσης έφερε σε δύσκολη θέση την Αθήνα καθώς προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Αμερικανών που επισήμαναν τον κίνδυνο “καταστροφής” της Ελλάδας. Δεν ήταν όμως μόνον κυπριακές πρωτοβουλίες, αλλά και ελλαδικές που δημιουργούσαν πρόβλημα συντονισμού, τελικά και καχυποψίας μεταξύ των δύο πλευρών. Την άνοιξη του 1964, η Αθήνα όρισε τον Στρατηγό ε.α. Γεώργιο Γρίβα ως υπεύθυνο του (αθηναϊκού) επιτελείου του αρμόδιου για την Κύπρο, και έτσι τον ενέπλεξε εκ νέου στο Κυπριακό. Τον Ιούνιο του 1964, ο Γρίβας επέμεινε να μεταβεί στην Κύπρο και από εκεί αρνήθηκε να υπακούσει διαταγές του Γ. Παπανδρέου να επιστρέψει. Η Αθήνα υποχώρησε και τον άφησε να μείνει –αλλά ήταν ένα περίεργο “εθνικό κέντρο” αυτό που δεν μπορούσε να επιβληθεί σε έναν τοπικό διοικητή των δυνάμεών του. Πολύ περισσότερο, το όνομα του Γρίβα είχε ήδη αναφερθεί ως πιθανού αντιπάλου του Μακαρίου, με τη στήριξη της Ένωσης Κέντρου, σε ενδεχόμενες νέες προεδρικές εκλογές – δηλαδή ως αντιμακαριακού υποψηφίου. Ο Γρίβας είχε ήδη καταγγείλει τον Μακάριο για την “προδοσία” της Ζυρίχης, ενώ είχαν από το 1959 κυκλοφορήσει φήμες για δυναμική ενέργεια των οπαδών του εναντίον του Μακαρίου. Πώς, άραγε, νόμιζε η Αθήνα ότι θα αισθανόταν ο Μακάριος όταν του έστειλε τον Γρίβα να κρατά τα όπλα πίσω από την πλάτη του; 

Τέλος, μακράν του να ελέγξει τον Μακάριο, το δόγμα του “εθνικού κέντρου” καθιστούσε την Αθήνα όμηρό του. Ο Αρχιεπίσκοπος μπορούσε με ευκολία να το αποδέχεται ρητορικά, και να αναλαμβάνει όποιες πρωτοβουλίες ήθελε, δεσμεύοντας την Αθήνα. Σε περίπτωση σύγκρουσης, θα ήταν αδύνατο για μια Αθήνα που είχε ήδη επισήμως προβληθεί ως “εθνικό κέντρο” να απειλήσει με εγκατάλειψη τη Λευκωσία, όποια πρωτοβουλία και εάν έπαιρνε ο Μακάριος. Με άλλα λόγια, το δόγμα του “εθνικού κέντρου” απέτυχε να εκπληρώσει τους στόχους του. Αντίθετα, δημιούργησε καχυποψίες και δυνητικά διχασμό μεταξύ των δύο συνιστωσών της ελληνικής πλευράς –ακόμη και αδιέξοδα στον ορισμό και την εφαρμογή μιας συγκροτημένης πολιτικής.

Μετά τον Ιούλιο του 1965, οι Κυβερνήσεις των “αποστατών”, με κύριο εκφραστή τον υπουργό Συντονισμού Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, αποδέχονταν το δόγμα του εθνικού κέντρου αλλά εφάρμοσαν μια πολύ πιο συνετή και μετριοπαθή εκδοχή του: προσπάθησαν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση του Μακαρίου σε μια λύση Ένωσης, που θα συνοδευόταν με την παραχώρηση στην Τουρκία μιας από τις βρετανικές βάσεις στη νήσο. Ωστόσο, η Κυβέρνηση αυτή ήταν πάντοτε εσωτερικά αδύναμη ενώ ανατράπηκε τον Δεκέμβριο του 1966 πριν διαφανεί το κατά πόσο θα υπήρχε προοπτική επιτυχίας για μια τέτοια πολιτική. Ούτε και έλειψαν, ακόμη και τώρα, προκλητικές εκδοχές, έστω ρητορικές, του “εθνικού κέντρου”: παράδειγμα το άρθρο της κυβερνητικής εφημερίδας Ελευθερία του Πάνου Κόκκα τον Ιανουάριο του 1966, ότι “ο κ. Μακάριος θα εκτελεί εντολάς”. Ήταν, ασφαλώς, αδύνατο για τον Αρχιεπίσκοπο να αποδεχθεί παρόμοιες αντιλήψεις.

Μια τεράστια αλλαγή στην ελλαδική αντίληψη του “εθνικού κέντρου” έγινε με την άνοδο της χούντας στην εξουσία. Άνθρωποι ρηχοί και φανατικοί, έντονα αντίπαλοι προς τον Μακάριο και για πολιτικούς λόγους (καθώς είχε απομείνει ως ο τελευταίος δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης του ελληνισμού), οι δικτάτορες ανέπτυξαν μια πραγματικά φετιχιστική αντιπαλότητα προς το πρόσωπό του. Η μονομερής διάθεση των χουντικών να ακολουθήσουν μια ακραία εκδοχή του δόγματος του “εθνικού κέντρου” διεφάνη τόσο στους ανόητους χειρισμούς κατά την περιβόητη ελληνοτουρκική συνάντηση του Έβρου και στην επακόλουθη κρίση της Κοφίνου το φθινόπωρο του 1967, επεισόδια κατά τα οποία δεν υπήρξε σοβαρή διαβούλευση με τη Λευκωσία και τα οποία κατέληξαν στην ταπεινωτική απόσυρση της “μεραρχίας” από την Κύπρο.

Η πολιτική της χούντας εδραζόταν μεν στο δόγμα του “εθνικού κέντρου”, αλλά εκπροσωπούσε μια μεγάλη αλλαγή σε σύγκριση με αυτήν των προηγούμενων δημοκρατικών Κυβερνήσεων, σε σημείο ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για μια εντελώς διαφορετική υποπερίοδο, κυρίως επειδή αυτοί τόλμησαν να σηκώσουν χέρι εναντίον του ίδιου του Μακαρίου. Αυτό έγινε με την απόπειρα δολοφονίας του το 1970, με την ενθάρρυνση της δράσης της ΕΟΚΑ Β’, με την απόπειρα των τριών μητροπολιτών να εκθρονίσουν τον Μακάριο, και κορυφώθηκε, με τραγικές συνέπειες, από την πλέον ακραία εκδοχή της χούντας –αυτήν του Δημήτριου Ιωαννίδη– με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου τον Ιούλιο του 1974, που έδωσε το πρόσχημα για την τουρκική εισβολή. Η στάση των χουντικών, πάντως, συνδέεται και με τη στρατιωτική πτυχή του δόγματος του “εθνικού κέντρου”, στην οποία θα στραφούμε τώρα. 

Η παρουσία ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο, που είχε προβλεφθεί το 1959, δεν μπορούσε από μόνη της να επιτύχει το μείζον ζητούμενο, δηλαδή την αποκατάσταση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, από το 1961 η ελληνική κυπριακή πλευρά άρχισε να επιζητεί έναν εξοπλισμό που ήταν γνωστό πως ήδη συνέλεγε η τουρκική κυπριακή κοινότητα. Η Αθήνα, υπό τους Καραμανλή και Αβέρωφ, αρνήθηκε να προσφέρει στρατιωτικό υλικό στις ελληνικές κυπριακές ομάδες –ο Αβέρωφ το αρνήθηκε στον ίδιο τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη το 1961– αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι αρκετοί αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ πήραν επαφή με τέτοιες ομάδες χωρίς τη συναίνεση της Κυβέρνησης. 

Ήταν φανερό ότι η στρατιωτικοποίηση της κυπριακής κρίσης μετά το 1963 δεν ευνοούσε την ελληνική πλευρά, η οποία θα βρισκόταν σε μεγάλη αδυναμία σε περίπτωση πολέμου: η μικρή απόσταση της Κύπρου από τις τουρκικές ακτές και η μεγάλη από την Κρήτη σήμαιναν ότι η Τουρκία είχε τις δυνατότητες να ενεργήσει άμεσα στη νήσο, ενώ θα διέθετε εκεί και απόλυτη αεροπορική υπεροχή. Ωστόσο, η έκρηξη της νέας κρίσης, η στρατιωτικοποίησή της και η εμφάνιση του δόγματος του “εθνικού κέντρου” σήμαιναν ότι αυτό το “εθνικό κέντρο” όφειλε, εφόσον ήθελε να είναι τέτοιο, να αναλάβει και στρατιωτικές πρωτοβουλίες στη νήσο. Αυτές εκδηλώθηκαν σε δύο εκδοχές: τους ανυπόστατους και ρηχούς σχεδιασμούς ορισμένων Ελλαδιτών στρατιωτικών, και την πιο συγκροτημένη πρωτοβουλία του ελλαδικού κράτους με την αποστολή της “μεραρχίας”. Ωστόσο, ως η άλλη όψη του νομίσματος του “εθνικού κέντρου”, αυτή η αυξημένη ελλαδική στρατιωτικοποίηση του Κυπριακού δεν απέφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα (επειδή ακριβώς το δόγμα του “εθνικού κέντρου” υπέσκαπτε το εθνικό μέτωπο Ελλάδας-Κύπρου), και αντίθετα τελικά κατέληξε, στην ακραία εκδοχή της υπό τη χούντα, να φέρει καταστροφικά αποτελέσματα.

Πρώτες εμφανίστηκαν οι πιο ανεύθυνες και δυνητικά καταστροφικές εκδοχές. Οι δυσμενείς στρατηγικοί συσχετισμοί ώθησαν το 1963-64 μια μερίδα Ελλαδιτών αξιωματικών, ακόμη και ανώτατων, να προσπαθήσουν να επινοήσουν μια άλλου τύπου δράση –ένα “χειρουργικό πλήγμα”, αιφνιδιαστικού και μάλλον καταδρομικού χαρακτήρα, που θα αποσκοπούσε στην ανατροπή των εξ ορισμού δυσμενών στρατιωτικών δεδομένων στο μελλοντικό κυπριακό πεδίο μάχης. Το καλοκαίρι του 1963 (δηλαδή αμέσως μόλις έπεσε η Κυβέρνηση Καραμανλή), το ΓΕΕΘΑ με δική του πρωτοβουλία  απέστειλε όπλα στην Κύπρο και ενθάρρυνε τις ελληνοκυπριακές άτακτες ομάδες. Τον Δεκέμβριο του 1963, το ΓΕΕΘΑ υπέβαλε στην Κυβέρνηση Παπανδρέου σχέδια εμπλοκής στην Κύπρο, με σκοπό τη γρήγορη επικράτηση των ελληνικών δυνάμεων (βλ. Σπύρος Παπαγεωργίου, επιμ., Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα του Κυπριακού, 1959-1967, τόμος Β’, Αθήνα, Λαδιάς, 1983, σσ. 83-87 και 259-272). Το ΓΕΕΘΑ όμως δεν ήταν επιχειρησιακά αρμόδιο επιτελείο –απλώς διοικούσε την ΕΛΔΥΚ ως μονάδα που βρισκόταν στο εξωτερικό. Τα αρμόδια επιτελεία, ΓΕΣ, ΓΕΝ και ΓΕΑ, δεν είχαν ερωτηθεί και διαφωνούσαν, τονίζοντας την ανεδαφικότητα παρόμοιων στρατιωτικών σχεδιασμών. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον Ιανουάριο του 1964, τόνισε ότι “διαπράττουν σφάλμα ανεύθυνοι στρατιωτικοί ενθαρρύνοντες Κυπρίους ότι δυνάμεθα βοηθήσωμεν αυτούς αποτελεσματικώς” (Παύλος Πετρίδης, επιμ., Ο Γεώργιος Παπανδρέου και το κυπριακό ζήτημα, 1954-1965: ντοκουμέντα, Θεσσαλονίκη, 1998, σ.σ. 274-281). Αλλά στη χαοτική Αθήνα του 1963-64, μεταξύ δύο εκλογών, δεν υπήρξαν επιπτώσεις για τέτοιους ανεύθυνους σχεδιασμούς, και σε συνδυασμό με την καταστροφική εμπλοκή του ασυγκράτητου Γρίβα λίγο αργότερα, ο έλεγχος της στρατιωτικής κατάστασης δεν ήταν ποτέ ικανοποιητικός. 

Αυτή η σκέψη να “κλαπεί” η στρατιωτική υπεροχή με κάποιο τυχοδιωκτικό τέχνασμα πραξικοπηματικού χαρακτήρα και σε συνθήκες που δεν δικαιολογούσαν παρόμοιες φιλοδοξίες ήταν ένα μεγάλο στρατηγικό λάθος. Δεν μπορούσε να αναιρέσει τις δυνατότητες των Τούρκων για μια επιχείρηση ή για εξασφάλιση της κρίσιμης αεροπορικής υπεροχής επί του κυπριακού πεδίου μάχης, ενώ δεν συνυπολόγιζε (ούτε και το 1974 συνυπολόγισε) το γεγονός ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, δίπλα στην Τουρκία, ήταν ανοχύρωτα. Αλλά παρέμεινε στο μυαλό πολλών Ελλαδιτών στρατιωτικών, και εφαρμόστηκε με τον πιο καταστρεπτικό τρόπο από τον Ιωαννίδη, άνθρωπο που δεν μπορούσε να συλλάβει τις τρομερές στρατηγικές επιπτώσεις μιας τέτοιας ενέργειας. 

Άλλης τάξης ήταν η πιο οργανωμένη στρατιωτική πτυχή του δόγματος του “εθνικού κέντρου”, δηλαδή η αποστολή της λεγόμενης μεραρχίας στην Κύπρο, την άνοιξη και τον Ιούνιο του 1964. Η αποστολή αυτού του σχηματισμού αποφασίστηκε ενόψει των διαδοχικών τουρκικών απειλών για απόβαση, καθώς, λόγω απόστασης, θα ήταν αδύνατη η αποστολή δυνάμεων μετά την εκδήλωση τουρκικής επίθεσης. Η “μεραρχία” εστάλη ώστε να προλάβει να οργανωθεί επιχειρησιακά η νεότευκτη, τότε ακριβώς, Εθνική Φρουρά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παρουσία της μεραρχίας, σε συνδυασμό με την ΕΛΔΥΚ και την ΕΦ, αύξανε σοβαρά τις δυνατότητες της Κύπρου για άμυνα. Ωστόσο, και αυτή ακόμη η επιλογή είχε σοβαρά προβλήματα, επιχειρησιακά και άλλα. Η “μεραρχία” δεν είχε αεροπορική κάλυψη, κάτι μείζον στις συνθήκες του σύγχρονου πολέμου. Η αποστολή της έγινε αποδεκτή από τους Αμερικανούς και ως μια ελλαδική πρωτοβουλία που θα κρατούσε τον Μακάριο “υπό έλεγχο” (δηλαδή μια διάσταση που έτεινε να εντείνει την καχυποψία μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, ενώ δεν κατάφερε ποτέ να πετύχει τον στόχο του “ελέγχου” του Μακαρίου). Οι τριβές μεταξύ των Ελλαδιτών της “μεραρχίας” και των Ελλαδιτών αξιωματικών της ΕΦ –που έκαναν συχνά στους Έλληνες Κυπρίους στρατευσίμους προπαγάνδα εναντίον του “ανθενωτικού” Μακαρίου– στην πράξη διέχυσαν τις καχυποψίες μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας προς τα “κάτω”, δηλαδή στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Και η ταπεινωτική απόσυρση της μεραρχίας μετά την κρίση της Κοφίνου του 1967, λόγω της εμφανούς στρατιωτικής αδυναμίας της χούντας, είχε ακόμη πιο αποσαθρωτικές επιπτώσεις στην κυπριακή άμυνα. 

Τέλος, η στάση της πλειονότητας των Ελλαδιτών αξιωματικών της ΕΦ στα χρόνια της δικτατορίας ακολούθησε την άφρονα πολιτική της χουντικής Αθήνας. Τέτοιοι αξιωματικοί ενεπλάκησαν σε δολοπλοκίες εναντίον του Μακαρίου, ενώ βοήθησαν τη δράση της ΕΟΚΑ Β’. Η ανασφάλεια του Μακαρίου έναντι αυτών διαφάνηκε το 1966 και το 1972 όταν προσπάθησε να αγοράσει τσεχοσλοβακικά όπλα για να εξοπλίσει τμήματα πιστά στον ίδιο –ενδείξεις, όλα αυτά, της καταστροφικής διάσπασης του εθνικού μετώπου. Ο ρόλος των αξιωματικών αυτών, υπό τις εντολές της χούντας στο πραξικόπημα του Ιουλίου 1974, υπήρξε κατά γενική ομολογία καταστροφικός. Η νοοτροπία της χούντας, ειδικά της ιωαννιδικής, κατέτεινε σε μια ακραία εκδοχή της έτσι και αλλιώς λανθασμένης αντίληψης του “εθνικού κέντρου” και του ελλαδικού ηγεμονισμού έναντι της Κύπρου. Ειδικά στο στρατιωτικό πεδίο, η αντίληψη της χούντας, η διάθεσή της να ασκήσει βία εναντίον του Μακαρίου και η στρατηγική ανεπάρκεια των δικτατόρων εμπεριείχαν την ύβριν που άνοιξε την Κερκόπορτα.

Η Ελλάδα και η τουρκική εισβολή, 1974

Το καλοκαίρι του 1974, όλες οι στρατηγικές ανευθυνότητες, οι παραχωρήσεις στον μαξιμαλισμό και τον τυχοδιωκτισμό ενός “χειρουργικού” πλήγματος συναντήθηκαν με τη στρατηγική ανεπάρκεια του καθεστώτος Ιωαννίδη, που με το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα για την εισβολή, ενώ παράλληλα αποδιοργάνωσε πλήρως την άμυνα της Κύπρου. Οι μονάδες που ήταν επιφορτισμένες με την απόκρουση μιας τουρκικής ενέργειας στην Κερήνεια δεν βρίσκονταν στις θέσεις τους την 20ή Ιουλίου, επειδή κυνηγούσαν τον “Μούσκο”, του οποίου το “κεφάλι” είχε ζητήσει ο δικτάτορας. Ο Ιωαννίδης φαινόταν να πιστεύει ότι η Τουρκία δεν θα επενέβαινε, ενώ η αμερικανική πλευρά, στην οποία βασιζόταν για να ανασχέσει τους Τούρκους, καμία επίσημη διαβεβαίωση δεν του είχε δώσει προς τούτο. Το καθεστώς Ιωαννίδη είχε προσεκτικά σχεδιάσει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, αλλά δεν είχε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο τουρκικής απόβασης. Η ελλαδική στρατιωτική κατάσταση ήταν τραγική: το Ανατολικό Αιγαίο ήταν ανοχύρωτο και τα μισά τεθωρακισμένα βρίσκονταν όχι στο μέτωπο αλλά στην Αθήνα για να την κρατούν υποταγμένη. Η “γενική” επιστράτευση που κήρυξε το καθεστώς στις 20 Ιουλίου οδήγησε στην κατάρρευση των υποδομών του στρατού και στην ουσιαστική έκλειψή του ως συγκροτημένης μάχιμης δύναμης. Τα σύγχρονα υποβρύχια της χώρας βρίσκονταν, στις 20 Ιουλίου, στο Αιγαίο και θα χρειάζονταν πλεύση σε κατάδυση δύο ημερών για να φτάσουν στην περιοχή των επιχειρήσεων –δηλαδή θα έφθαναν μετά την τουρκική απόβαση και τη δημιουργία του τουρκικού προγεφυρώματος. Τα λίγα “Φάντομ” της Πολεμικής Αεροπορίας μετακινήθηκαν στην Κρήτη στις 22 Ιουλίου, δηλαδή όταν η μάχη είχε κριθεί. Και κρίθηκε το βράδυ της 20ής – 21ής Ιουλίου, όταν οι Τούρκοι, αφού πάτησαν στην ακτή, κατάφεραν να αποκρούσουν την ελληνική αντεπίθεση, να διασφαλίσουν το προγεφύρωμά τους και να το ανεφοδιάζουν. Στις 21 Ιουλίου, ο πόλεμος είχε χαθεί. Στις 22 Ιουλίου, οι Αμερικανοί δεν έβρισκαν ούτε καν ένα υφυπουργό στο γραφείο του –η Κυβέρνηση είχε διαλυθεί– και για αυτό την ανακωχή συνήψε ο Αρχηγός του Ναυτικού. Ποτέ πριν η Ελλάδα δεν μπήκε σε μια σύγκρουση τόσο απομονωμένη τόσο απροετοίμαστη τακτικά και στρατηγικά, επιδεικνύοντας τέτοια ανικανότητα σε τόσο πολλά επίπεδα. 

Έστω υπό δικτατορική κυβέρνηση, όμως, η Αθήνα έδωσε το πρόσχημα και την ευκαιρία στην Άγκυρα για την εισβολή. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολογία για τούτο. Η γενναιότητα και η αυτοθυσία των Ελλήνων Κυπρίων και των Ελλαδιτών μαχητών δεν αρκούσαν για να ανατρέψουν τις τόσο συντριπτικές και αντικειμενικές ανισομέρειες της κρίσιμης σύγκρουσης.

Η Τουρκία δεν κατάφερε να επιτύχει τους αντικειμενικούς της στόχους έως τις 22 Ιουλίου. Αλλά είχε εξασφαλίσει το συντριπτικό πλεονέκτημα στο στρατηγικό πεδίο με την εγκαθίδρυση του προγεφυρώματός της. Και τους αντικειμενικούς της στόχους, δηλαδή τον έλεγχο της μισής σχεδόν νήσου, τους επέτυχε στις 14-16 Αυγούστου, στον Αττίλα ΙΙ. Και εκεί, κατά μείζονα λόγο σε σύγκριση με τον πρώτο Αττίλα, η στρατιωτική αδυναμία της Ελλάδας ήταν απόλυτη. Και εκεί, όμως, δεν υπήρξε και δεν μπορούσε να υπάρξει δικαιολογία. Την επαύριον της εισβολής, η σχέση των δύο μερών έπρεπε να καθοριστεί εκ νέου.

Το δικαίωμα της απόφασης, η ευθύνη της συμπαράστασης, 1974-2020

Δεν ήταν μόνον η επιστροφή του επιτελείου Καραμανλή στην εξουσία μετά το 1974, δηλαδή ανθρώπων που απεχθάνονταν τους ανεδαφικούς μαξιμαλισμούς του “εθνικού κέντρου” και πάντοτε εφάρμοζαν μια πολιτική σεβασμού της ελληνικής κυπριακής αυτοτέλειας. Ήταν, πάνω από όλα, το γεγονός ότι το 1974 είχαν κορυφωθεί –και είχε αποκαλυφθεί η ανεπάρκειά τους– όλες οι στρατηγικές ρηχότητες, τα λάθη και οι καταστροφικές συνέπειες του ελλαδικού ηγεμονισμού, του ψευδολεονταρισμού και των τυχοδιωκτισμών των “χειρουργικών πληγμάτων”, που, αντί να φέρουν την Ένωση, είχαν αποδειχθεί πλήγματα πάνω στο σώμα του κυπριακού ελληνισμού. Από το 1974, προωθήθηκε μια πολύ πιο συνετή και προσεγμένη πολιτική. 

Κατά την περίοδο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας υπό τους Καραμανλή και Γεώργιο Ράλλη (1974-81) η νέα πολιτική συνοψίσθηκε με τη φράση “η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται”. Το προβάδισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις αποφάσεις που την αφορούσαν διαφάνηκε στις κρίσιμες συσκέψεις για τον καθορισμό της στρατηγικής της ελληνικής πλευράς τον Νοέμβριο του 1974 στην Αθήνα, όταν οι Ελλαδίτες ιθύνοντες τόνισαν ότι στον Μακάριο εναπόκειτο να ορίσει τους στόχους και τα μέσα για την επίτευξή τους –πρώτιστος στόχος, ασφαλώς, η επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού στην εστία του μετά το πλήγμα της εισβολής και της κατοχής. Διαφάνηκε στο γεγονός ότι η Λευκωσία αποφάσισε την απόρριψη του αμερικανοβρετανοκαναδικού σχεδίου το 1978 με την Αθήνα να διαφωνεί αλλά να αποδέχεται την κυπριακή απόφαση. Διαφάνηκε επίσης με την εμφανή αρμοδιότητα της Λευκωσίας στη λήψη των αποφάσεων που οδήγησαν στις συμφωνίες του 1977 και του 1979 για την επιδίωξη της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας. Πλήγμα τεράστιο υπήρξε η πρόωρη απώλεια του Αρχιεπισκόπου το 1977, που καλούσε σε ακόμη πιο συστηματικές προσπάθειες συντονισμού των δύο κέντρων.

Στην επόμενη περίοδο, της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, έγιναν πολλά για την αποκατάσταση της σχέσης. Η Αθήνα τόνιζε ότι “συμπαραστέκεται” στη Λευκωσία (μια λεκτική προσαρμογή της προηγούμενης πολιτικής διατηρώντας την ουσία της), ενώ η επίσκεψη του Α. Παπανδρέου στην Κύπρο το 1982 συνέβαλε καθοριστικά στην αποκατάσταση των δεσμών τόσο από “πάνω” όσο και από “κάτω”, μετά την τραυματική εμπειρία της εισβολής, κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. Ωστόσο, ο Α. Παπανδρέου έδειξε και κάποια δείγματα ελλαδικού ηγεμονισμού για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. 

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα ένθερμα –πρώτα με την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και κατόπιν με τις Κυβερνήσεις Α. Παπανδρέου και Κ. Σημίτη– βοήθησε καθοριστικά την κυπριακή ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Αυτή επιτεύχθηκε πρωτίστως χάρη στις μεγάλες προσπάθειες της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, διπλωματίας και της δημόσιας διοίκησης, αλλά και χάρη στην αποφασιστική αρωγή της ελλαδικής Κυβέρνησης υπό τον Κώστα Σημίτη. Καίριος ήταν επίσης ο ρόλος –έως τον πρώιμο χαμό του το 1999– του κυπριακής καταγωγής υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιάννου Κρανιδιώτη. Το 2004, στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν, η Κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή άφησε εμφατικά τη λήψη της απόφασης στην αρμοδιότητα της κυπριακής Κυβέρνησης του Τάσσου Παπαδόπουλου και των Ελλήνων Κυπρίων στο δημοψήφισμα. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αποτέλεσε καμπή στην ιστορία της σχέσης των δύο κέντρων, που άρχισαν πλέον να συντονίζονται σε ένα πολύ πιο συγκροτημένο πεδίο – από την προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της απόρριψης του σχεδίου Ανάν έως την ανάγκη να προωθηθούν κοινές με όλον τον ευρωπαϊκό Νότο επιδιώξεις, ιδίως στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης του στη δεκαετία του 2010. Η Κύπρος ανέπτυξε μια πολιτική πολύ πιο προωθημένη και αποτελεσματική από αυτήν της Ελλάδας στο πεδίο των θαλάσσιων ζωνών, με τις συμφωνίες της περί της οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τον Λίβανο στη δεκαετία του 2000. Υπήρξε, επιπλέον, μια από τις ευρωπαϊκές χώρες που στήριξαν την προσπάθεια παραμονής της Ελλάδας στην ΕΕ το κρίσιμο και δυνητικά καταστροφικό καλοκαίρι του 2015. Έτσι, η αποδοχή, σαφώς πλέον, της θεωρίας των δύο ανεξάρτητων κρατών και η ένταξη της Κύπρου, επιτέλους, στον σκληρό πυρήνα της Δύσης βοήθησαν στην ανάδυση μιας περισσότερο ισόρροπης σχέσης μεταξύ των δύο πλευρών. 

Πάντως, και μετά το 1974 δεν έλειψαν οι περιπτώσεις εκδήλωσης κάποιας μορφής ηγεμονισμού από πλευράς των Αθηνών, ειδικά υπό τις Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, που αποτελούσε τη μετεξέλιξη και της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου με τη ροπή της προς έναν τέτοιο ηγεμονισμό. Ο Α. Παπανδρέου ακολούθησε, ασφαλώς, τη νέα πολιτική αναγνώρισης του κυπριακού προβαδίσματος, αλλά σε διάφορες χρονικές στιγμές τη δεκαετία του 1980 φάνηκε να επιχειρεί να υπαγορεύσει πολιτική στη Λευκωσία, ακόμη και για ζητήματα εσωτερικής πολιτικής (π.χ. τις σχέσεις ΔΗΚΟ και ΑΚΕΛ), αναγκάζοντας τον Πρόεδρο της Κύπρου, Σπύρο Κυπριανού, να επιζητήσει την κατευναστική παρέμβαση του Ελλαδίτη ομολόγου του, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ήταν πάντοτε λίγο ειρωνικό ότι ο Α. Παπανδρέου θεωρείτο πιο “εθνικά” αξιόπιστος από τον Καραμανλή, αλλά η Λευκωσία βασιζόταν στον δεύτερο, ως βασικό εκφραστή της θεωρίας των δύο ανεξάρτητων κρατών, όσον αφορά στη σχέση Αθηνών-Λευκωσίας.

Το φθινόπωρο του 1983, οι σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας δοκιμάστηκαν. Στα τέλη Νοεμβρίου, υπό την πίεση της ανακήρυξης του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους, δηλώσεις του Κυπριανού από το Νέο Δελχί παρεξηγήθηκαν από τον Α. Παπανδρέου που θεώρησε ότι η Λευκωσία επιζητούσε τριμερή συνάντηση των εγγυητριών δυνάμεων. Από τη Βόννη και τη Ρώμη, ο Α. Παπανδρέου απάντησε έντονα, και μάλιστα κατόπιν φάνηκε να προσανατολίζεται στη σύγκληση υπό την προεδρία του σύσκεψης των αρχηγών των κυπριακών πολιτικών κομμάτων –μια ατυχής εκδήλωση ελλαδικού ηγεμονισμού που θα μείωνε σοβαρά τον Πρόεδρο της Κύπρου. Τη στιγμή εκείνη παρενέβη ο Καραμανλής, ζήτησε την παύση της δημόσιας αντιπαράθεσης και κάλεσε τους δύο ηγέτες σε σύσκεψη υπό τη δική του προεδρία, κάτι που εκτόνωσε την κατάσταση (Κ. Σβολόπουλος, γεν. επιμ., Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο, γεγονότα και κείμενα, τόμος 12, σσ. 340-344). Όταν το 1988, στο Νταβός, ο Α. Παπανδρέου συμφώνησε σε διαδικασία ελληνοτουρκικού διαλόγου συμφωνώντας να τεθεί το Κυπριακό “στο ράφι”, προκάλεσε την έντονη δυσφορία της ελληνικής κυπριακής πλευράς που για μια ακόμη φορά φοβήθηκε εγκατάλειψη από την Αθήνα με μονομερείς αποφάσεις της τελευταίας.

Τέλος, κατά την πορεία προς το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν το 2002-04 και ιδίως την άνοιξη του 2004, και παρά την προσεκτική στάση της Κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα εκφράστηκε –εμμέσως αλλά σαφώς– μια τάση των υποστηρικτών του σχεδίου να επικαλεστούν μια μορφή του δόγματος του “εθνικού κέντρου” προσπαθώντας να επηρεάσουν τις κυπριακές αποφάσεις. Και πάλι, όμως, τα φαινόμενα αυτά παρέμειναν υπό έλεγχο.

Στο στρατιωτικό πεδίο, μετά το 1974 οι καταστάσεις παρέμειναν αντικειμενικά δύσκολες. Η κυπριακή άμυνα έγινε εξόχως δυσχερής έναντι ενός παρόντος και τεράστιου τουρκικού στρατού κατοχής. Αυτός, πάντως, ο τομέας της ασφάλειας ήταν ένα πεδίο στο οποίο είχε κατ’ εξοχήν αρμοδιότητες και η Αθήνα, ως εγγυήτρια δύναμη της Δημοκρατίας. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) που υιοθετήθηκε στα τέλη του 1993 προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στρατιωτικής –ειδικά δε της αεροπορικής– αδυναμίας της Ελλάδας να εμπλακεί στην Κύπρο, με τη συγκρότηση αεροπορικής βάσης στην Πάφο και την ενίσχυση της αντιαεροπορικής αμύνης της Δημοκρατίας. Το τελευταίο ζητούμενο, πάντως, οδήγησε σε σημαντική κρίση το 1997, με αφορμή την αγορά από την Κύπρο των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-300. Η Τουρκία αντέδρασε έντονα και απείλησε με ανάληψη “προληπτικής” στρατιωτικής δράσης, οι ΗΠΑ δυσανασχέτησαν για την προμήθεια ενός τόσο εξελιγμένου ρωσικού συστήματος, ενώ και άλλες χώρες της περιοχής δυσφόρησαν, κυρίως λόγω των μεγάλων δυνατοτήτων του ραντάρ του. Για μια ακόμη φορά, μετά τη δεκαετία του 1960, γινόταν σαφές ότι η μεταφορά των εντάσεων του Κυπριακού στο αμιγώς στρατιωτικό πεδίο δεν δημιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ελληνική πλευρά. Ήταν σαφές ότι η στρατιωτική αποτροπή ήταν αναγκαία, αλλά η δραματική αγορά των πυραύλων οδήγησε σε αδιέξοδο και τελικά αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Όπως είχε συχνά συμβεί στην ιστορία του Κυπριακού, όταν οι εντάσεις μετακινούνταν στο αμιγώς στρατιωτικό πεδίο, ήταν πολύ πιο εύκολο και για τους Τούρκους (αλλά και για τους Δυτικούς) να μεταφέρουν την πίεση στην πλέον αδύναμη πλευρά, την ελληνική. Από την άλλη πλευρά, το επεισόδιο ανέδειξε ακόμη περισσότερο τη σημασία της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Η ένταξη μπορεί να μην προσέφερε μια “στενή” στρατιωτική ασφάλεια στη Δημοκρατία, έδωσε όμως πολύ διαφορετικούς και αποτελεσματικούς μοχλούς για την πολιτική σταθεροποίηση της πάντοτε επισφαλούς στρατηγικής κατάστασης. Ήταν η νέα στρατηγική του ελληνισμού στον 21ο αιώνα.

Συμπεράσματα

Η διαμόρφωση της σχέσης Αθηνών-Λευκωσίας ήταν μια δύσκολη υπόθεση για πολλούς λόγους. Η παραμονή της Κύπρου εκτός των οριστικών εθνικών διευθετήσεων του 1923 άνοιξε τον δρόμο για την ανάληψη από τη Λευκωσία ενός ρόλου αυτόνομου από την Αθήνα, τον οποίο διατηρεί έως και σήμερα, ως ανεξάρτητο κράτος. Η ανάδυση του Κυπριακού ως του μείζονος εθνικού θέματος στη μεταπολεμική εποχή συνοδεύθηκε από την εμπλοκή του στις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες και την κυριαρχία του λαϊκισμού στην περίοδο 1963-74, όταν μεσουράνησε το δόγμα του “εθνικού κέντρου” στις διάφορες εκδοχές του, συνοδευόμενο από εκδηλώσεις στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού και ρηχότητας. Μόνο μετά την τουρκική εισβολή επικράτησε οριστικά η πιο συγκροτημένη αντίληψη των δύο ανεξάρτητων κρατών, που απαιτεί υψηλής ποιότητας ηγεσία και προσεκτική πολιτική συναντίληψη. 

Η ένταξη της Κύπρου στον ανεπτυγμένο κόσμο και στην ευρωπαϊκή συνιστώσα του συγκροτεί τη σημαντικότερη προσαρμογή του ελληνισμού στα νέα διεθνή δεδομένα και του επιτρέπει να εξισορροπεί, έστω μερικώς, τις γιγάντιες γεωπολιτικές πιέσεις της περιοχής στην οποία ανήκει –της πιο ταραγμένης περιοχής της υφηλίου. Η επίλυση του Κυπριακού, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνον από τις αποφάσεις της ελληνικής πλευράς– ούτε καν, δυστυχώς, των Τούρκων Κυπρίων… Η μελλοντική επανένωση της νήσου θα καταστήσει πιο περίπλοκη τη σχέση Αθηνών-Λευκωσίας, αν και οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών καταδεικνύουν ότι η προσαρμογή της, ειδικά μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, θα είναι εφικτή, δημιουργική και αποτελεσματική. 

Του Ευάνθη Χατζηβασιλείου
(καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών)