Στην εποχή της μεγάλης αβεβαιότητας στην οποία έχουμε εισέλθει, η πανδημία δεν αποδεικνύεται καταστροφική μόνο για την υγεία και την οικονομία, αλλά o τρόπος διαχείρισής της καθίσταται απειλητικός και για τη δημοκρατία, με τις αμφιβολίες για την επόμενη μέρα να είναι πολλές και ενίοτε βασανιστικές. Οι περιορισμοί, που επιβλήθηκαν από τις Αρχές, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης, θα μπορούσαν να παγιωθούν στη συνέχεια και να αποτελέσουν μέρος των αυστηρών μελλοντικών κανόνων κοινωνικής συνύπαρξης;

Aυτό είναι ένα από τα πολλά ερωτήματα, που γεννώνται και που θέσαμε προς απάντηση στον Αναπληρωτή Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Δικαίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Δρα Αριστοτέλη Κωνσταντινίδη. Ο ίδιος υπογραμμίζει πως διακυβέρνηση με διατάγματα μπορεί να υπάρξει μόνο στον βαθμό, που το έχει ήδη επιτρέψει η Βουλή με υφιστάμενο νόμο ή εάν ψηφιστεί νέος νόμος, που θα το επιτρέπει. Τονίζει ότι η νομοθετική εξουσία, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της, για να μην υπάρξει διολίσθηση σε διακυβέρνηση με διατάγματα, ενώ αντίστοιχα, η δικαστική εξουσία θα πρέπει να αντιδράσει σθεναρά στην περίπτωση δυσανάλογων και αθέμιτων περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων.

Υποστηρίζει ότι υπήρξαν παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων, ως συνέπεια των μέτρων που λήφθησαν με τα διατάγματα του Υπουργού Υγείας, κατά τη διάρκεια του lockdown την άνοιξη, ενώ υπογραμμίζει πως στην παρούσα συγκυρία εξίσου προβληματικές είναι ορισμένες πρόνοιες του διατάγματος, που επιβάλλει περιορισμούς στις διαδηλώσεις.

Ξεκαθαρίζει ακόμη ότι οι πρόνοιες ενός διατάγματος και ο τρόπος εφαρμογής του δεν μπορούν να συγκρούονται με τις πρόνοιες του Συντάγματος ή των διεθνών συμβάσεων, που προστατεύουν ανθρώπινα δικαιώματα και που είναι ιεραρχικά ανώτερες πηγές δικαίου σε σχέση με τα διατάγματα. Εκφράζει δε την θέση ότι η έλλειψη διαφάνειας και η απουσία κοινωνικού διαλόγου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων οδηγεί σε καταστάσεις που αποτελούν «συνταγή δημοκρατικής διολίσθησης».

-Λόγω του τρόπου διαχείρισης της πανδημίας, εδώ και αρκετούς μήνες έχουμε δει να λαμβάνονται πρωτοφανή περιοριστικά μέτρα και απαγορεύσεις μέσω διαταγμάτων, χωρίς εντούτοις να έχει κηρυχθεί η χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί η πολιτεία να λαμβάνει αποφάσεις μέσω διαταγμάτων;

– Τα διατάγματα εκδίδονται από όργανα της εκτελεστικής εξουσίας (Υπουργοί, Αστυνομία κλπ) και μπορούν να είναι πηγή δικαίου, δηλαδή κανόνων υποχρεωτικής εφαρμογής, εφόσον η εν λόγω δυνατότητα απορρέει από κάποιο νόμο που έχει ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Με άλλα λόγια, η Βουλή, μέσω ενός Νόμου, μπορεί να εξουσιοδοτεί όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να ρυθμίζουν συγκεκριμένα ζητήματα.

Σε ένα κράτος δικαίου, η εξουσιοδότηση αυτή θα πρέπει να είναι σαφής και να προδιαγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορεί να ‘νομοθετήσει’ το εξουσιοδοτούμενο όργανο, ώστε να αποφεύγονται τυχόν αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας. Επαναλαμβάνω ότι τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας έχουν δικαίωμα να νομοθετούν μέσω διαταγμάτων μόνο εάν – και στον βαθμό που – η νομοθετική εξουσία (Βουλή) έχει δώσει σχετική εξουσία μέσω νόμου. Επακόλουθο τούτων είναι ότι οι πρόνοιες ενός διατάγματος και ο τρόπος εφαρμογής του δεν μπορούν να συγκρούονται με τις πρόνοιες του εξουσιοδοτικού νόμου, ούτε φυσικά του Συντάγματος ή των διεθνών συμβάσεων που προστατεύουν ανθρώπινα δικαιώματα, που είναι ιεραρχικά ανώτερες πηγές δικαίου σε σχέση με τα διατάγματα.

– Υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών από ορισμένες παρεμβάσεις;

– Σε ένα κράτος δικαίου, η κρίση περί παραβιάσεων ανήκει στα δικαστήρια (με τελικό κριτή στην Κύπρο το Ανώτατο Δικαστήριο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το ΕΔΑΔ), αλλά προφανώς οι επιστήμονες που διδάσκουμε και μελετούμε συστηματικά το δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουμε – και οφείλουμε να έχουμε – άποψη.

Κατά τη γνώμη μου, υπήρξαν παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων ως συνέπεια των μέτρων που ελήφθησαν με τα διατάγματα του Υπουργού Υγείας, κατά τη διάρκεια του lockdown την άνοιξη. Αυτές προέκυψαν από την αυστηρή (και συχνά τυφλή) εφαρμογή ορισμένων δυσανάλογα υπέρμετρων περιοριστικών μέτρων σε ανοιχτούς χώρους, που ήταν προφανώς απρόσφορα, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και την κοινή λογική, για την επίτευξη του σκοπού της προστασίας της δημόσιας υγείας.

Οι πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν τα πρόστιμα για κολύμπι ή ηλιοθεραπεία εφόσον δεν υπήρχε συνωστισμός, ο περιορισμός της επιτρεπόμενης μετακίνησης για σκοπούς άθλησης στο οικοδομικό τετράγωνο του χώρου διαμονής, η απαγόρευση κυκλοφορίας σε μεγάλους ανοιχτούς χώρους (π.χ., πάρκα) ενόσω υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι η παραμονή και ολιγόλεπτη συνομιλία σε κλειστούς χώρους δεν ενείχε υψηλό κίνδυνο, ενώ ας μην ξεχνάμε και την απαράδεκτη επιβολή ποινής φυλάκισης σε πολίτη για κυκλοφορία λίγη ώρα μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας, η οποία, κατά την άποψη μου, ήταν επίσης αμφιλεγόμενη και σε κάθε περίπτωση διήρκεσε υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Στην παρούσα συγκυρία, εξίσου προβληματικές είναι ορισμένες πρόνοιες του διατάγματος που επιβάλλει περιορισμούς στις διαδηλώσεις. Αναφέρομαι ιδίως στην αντικειμενική ευθύνη του/των υπεύθυνου/ων της διαδήλωσης για την ενδεχόμενη παραβατική συμπεριφορά των ανθρώπων που συμμετέχουν στη διαμαρτυρία (ωσάν να πρόκειται για βοσκούς που φέρουν ευθύνη για το κοπάδι τους), και τους οποίους πιθανόν να μην γνωρίζουν καν οι υπεύθυνοι ή για την καταγραφή της διαμαρτυρίας με drones για σκοπό διακρίβωσης της τήρησης του διατάγματος. Αναρωτιέμαι εάν η λογική αυτή θα οδηγήσει στη χρήση drones σε κάθε ανοιχτό ή και κλειστό χώρο που εκ των πραγμάτων υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων. Θεωρώ ότι η επιλογή των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας (που συνιστά άσκηση συνταγματικού δικαιώματος που είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία) για να γίνει τέτοιου είδους χρήση της τεχνολογίας αποτελεί δημοκρατική διολίσθηση και θα πρέπει να τερματιστεί.

– Όλο αυτό τον καιρό έχουμε δει να επιβάλλονται από την πολιτεία μέτρα χωρίς επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση και χωρίς κοινωνικό διάλογο. Ποιες είναι οι επιπτώσεις από την έλλειψη διαφάνειας και την απουσία κοινωνικού διαλόγου; Υπάρχει ο κίνδυνος να οδηγηθούμε στην απαξίωση της επιστήμης από τον τρόπο προβολής της ως «ιερή γραφή»;

– Αν αναφερόμαστε στα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι γνωστό ότι υπήρχε πολύ στενή συνεργασία με την ομάδα επιστημόνων του Υπουργείου Υγείας η οποία είχε έναν μάλλον καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Από την άλλη, ήταν έκδηλη και απογοητευτική η απουσία νομικών με γνώσεις συνταγματικών δικαιωμάτων. Η έγκαιρη και ορθή νομική συμβουλή θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τις παρεκτροπές. Η έλλειψη διαφάνειας και η απουσία κοινωνικού διαλόγου είναι συνέπεια της υιοθέτησης των μέτρων με διατάγματα από το Υπουργείο Υγείας και όχι μέσω της Βουλής των Αντιπροσώπων. Από την άλλη, το πλεονέκτημα των διαταγμάτων είναι η δυνατότητα ταχείας, ευέλικτης και λεπτομερούς ρύθμισης ζητημάτων, ιδίως τεχνικού χαρακτήρα.

Η έλλειψη διαφάνειας και η απουσία κοινωνικού διαλόγου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, που περιορίζουν συνταγματικά δικαιώματα, δημιουργούν συνθήκες αυθαιρεσίας, απονομιμοποιούν τα περιοριστικά μέτρα σε μερίδα τουλάχιστον της κοινωνίας, αυξάνοντας τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και απείθειας και αντίστοιχα την κρατική καταστολή. Πρόκειται για συνταγή δημοκρατικής διολίσθησης.

Κατά πόσον υπάρχει πιθανότητα ορισμένα μέτρα, που λήφθησαν με αφορμή την πανδημία, να συνεχίσουν να υφίστανταı και μετέπειτα; Υπάρχει ο κίνδυνος ο τρόπος διακυβέρνησης μέσω διαταγμάτων να διευρυνθεί, αλλά και το ενδεχόμενο να δούμε να επαναλαμβάνονται από τις κυβερνήσεις ακραία περιοριστικά μέτρα, όπως το lockdown και υπό άλλες περιστάσεις;

Τα μέτρα που λήφθησαν με διατάγματα, με αφορμή την πανδημία, βασίστηκαν στον (αποικιακό) περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο, που δίδει σχετική εξουσιοδότηση στο Υπουργικό Συμβούλιο και το οποίο εκχώρησε τη σχετική εξουσία στον Υπουργό Υγείας. Εάν αντιμετωπιστεί επιτυχώς και εκλείψει η πανδημία δεν θα έχει πλέον εφαρμογή ο περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμος και συνεπώς τα διατάγματα και τα περιοριστικά μέτρα θα στερούνται νομικής βάσης.

Διακυβέρνηση με διατάγματα μπορεί να υπάρξει μόνο στο βαθμό που το έχει ήδη επιτρέψει η Βουλή με υφιστάμενο νόμο ή εάν ψηφιστεί νέος νόμος που θα το επιτρέπει. Η Βουλή πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της για να μην υπάρξει διολίσθηση σε διακυβέρνηση με διατάγματα. Αντίστοιχα, η δικαστική εξουσία θα πρέπει να αντιδράσει σθεναρά στην περίπτωση δυσανάλογων και αθέμιτων περιορισμών των συνταγματικών δικαιωμάτων.

-Η περίπτωση της Ουγγαρίας και η συγκέντρωση υπερεξουσιών από τον Βίκτωρ Όρμπαν, με αφορμή τον κορωνοιό, πόσο πρέπει να μας ανησυχήσει;

Η περίπτωση της Ουγγαρίας, της πλέον χαρακτηριστικής ‘αυταρχικής δημοκρατίας’ στην Ευρώπη, προκαλεί έντονη ανησυχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καταδεικνύει τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη δημοκρατία από την ανορθολογική αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, όπως η πανδημία. Οι ‘αυταρχικές δημοκρατίες’ στην Ευρώπη είναι προς το παρόν λιγοστές. Ωστόσο, δυστυχώς δεν είναι λιγοστές οι περιπτώσεις αυταρχικών πρακτικών στις (κατ’ ουσία ή ενίοτε κατ’ όνομα) φιλελεύθερες δημοκρατίες στις οποίες πρέπει να παραμείνει η Κυπριακή Δημοκρατία.

-Η πανδημία και η συζήτηση για τις εφαρμογές καταγραφής επαφών επαναφέρει ζητήματα που ήταν ανοιχτά στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς οι ψηφιακές τεχνολογίες διαμόρφωσαν νέες δυνατότητες ως προς την επιτήρηση και τον έλεγχο των ανθρώπων. Πώς μπορούμε να διαφυλάξουμε το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα και τις ανθρώπινες ελευθερίες;

Εδώ και αρκετό καιρό η έννοια και τα όρια της ιδιωτικότητας είναι υπό διαρκή αναδιαμόρφωση σε συνάρτηση με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Έχουμε ήδη παραχωρήσει και παραχωρούμε καθημερινά, με τη (λιγότερο ή περισσότερο ενημερωμένη) συγκατάθεση μας, διάφορα προσωπικά δεδομένα είτε σε κρατικές υπηρεσίες είτε σε εταιρίες κινητής τηλεφωνίας και άλλες, προκειμένου να συμμετέχουμε στις νέες δυνατότητες επικοινωνίας που μας προσφέρει η τεχνολογία. Ο Κανονισμός GDPR της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το βασικότερο νομικό εργαλείο που διαθέτουν οι πολίτες στα κράτη μέλη της ΕΕ για να διαφυλαχθεί το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Οι κοινωνίες μας, ωστόσο, φαντάζουν μάλλον αδύναμες να αντιδράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά, διαφυλάσσοντας την ιδιωτικότητα μπροστά στις τεχνολογικές εξελίξεις. Η ιδιωτικότητα βαίνει προς διαρκή συρρίκνωση και το δίκαιο προσαρμόζεται σε αυτή την πραγματικότητα, διατηρώντας ωστόσο ένα σκληρό πυρήνα που και αυτός όμως δεν έχει μείνει αλώβητος.

Όσον αφορά το θέμα του εμβολιασμού για προστασία από τον Covid-19, έχει ήδη αρχίζει μια συζήτηση, για το αν θα είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, είτε με άμεσους είτε έμμεσους τρόπους επιβολής. Πώς μπορούν οι πολίτες να διαφυλάξουν το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής τους σε θέματα που αφορούν την υγεία τους;

-Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο εμβολιασμός είναι η σπουδαιότερη κατάκτηση της επιστήμης για την πρόληψη της μετάδοσης ασθενειών και καθημερινά σώζει χιλιάδες ζωές. Ωστόσο, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις που επικρατούν, τουλάχιστον στην Ευρώπη, περί ενημερωμένης συναίνεσης (informed consent) του ατόμου, για τη διενέργεια κάθε επεμβατικής ιατρικής πράξης, κατ’ αρχήν δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικός, υπό την έννοια ότι ένα άτομο δεν επιτρέπεται να εμβολιαστεί χωρίς τη θέληση του. Αυτό το ατομικό δικαίωμα δεν είναι όμως απόλυτο και μπορεί να περιοριστεί για την προστασία της δημόσιας υγείας, νοουμένου ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Πώς εφαρμόζεται αυτή η καθιερωμένη γενική αρχή στην περίπτωση του εμβολίου κατά της πανδημίας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη αυτή τη στιγμή, καθώς προϋποθέτει τη στάθμιση ορισμένων δεδομένων (π.χ. ασφάλεια του εμβολίου) που ακόμη δεν διαθέτουμε.

Σε κάθε περίπτωση, ως προς την ακολουθητέα διαδικασία, θεωρώ ότι η όποια ρύθμιση δεν θα πρέπει να προκύψει άνωθεν ως επιβολή αλλά να είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής δημόσιας διαβούλευσης, που θα πρέπει όμως να γίνει με την αντιπαραβολή επιστημονικών επιχειρημάτων και όχι με αφορισμούς και ασυναρτησίες.

Επί της ουσίας, δεν πρέπει να αποκλείεται ρύθμιση για υποχρεωτικό εμβολιασμό συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, που καθηκόντως έρχονται σε στενή επαφή με ευπαθείς ομάδες, π.χ., εργαζόμενοι σε υπηρεσίες υγείας.

Η επιβολή άμεσων ή έμμεσων κυρώσεων (π.χ. απαγόρευση επιβίβασης σε αεροπλάνο) σε όσα άτομα δεν εμβολιαστούν, θα οδηγήσει γρήγορα σε υποθέσεις ενώπιον δικαστηρίων και σε δικαστικές αποφάσεις ανά την Ευρώπη και το παγκόσμιο που θα καθορίσουν την τάση. Είναι πάντως αρκετά πιθανό να υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, τουλάχιστον στην αρχή, καθώς αυτά τα ζητήματα είναι σφόδρα αμφιλεγόμενα ακόμη και από νομικής άποψης.

Μη θεμιτός περιορισμός 

-Προσφάτως κατεγράφησαν αντιδράσεις για δύο γενικές απαγορεύσεις από το κράτος: Συγκεκριμένα, για την απαγόρευση διακίνησης οχημάτων σε δασικούς δρόμους, για σκοπούς προστασίας των δασών, αλλά και για την απαγόρευση κυκλοφορίας από μοτοσικλετιστές σε συγκεκριμένες οδούς, μέρες και ώρες για καταπολέμηση της ηχορύπανσης. Πώς το σχολιάζετε;

Ως γενική αρχή και τοποθέτηση, όσο μικρότερος είναι ο περιορισμός ενός δικαιώματος, με τα πλέον ήπια δυνατά μέσα, έχοντας εξαντλήσει τη διερεύνηση αποτελεσματικών εναλλακτικών, και όσο πιο προφανής και επιτακτικός ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που εξυπηρετεί, θα είναι θεμιτός και συνταγματικά επιτρεπτός σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Θεωρώ ότι η προσωρινή απαγόρευση διακίνησης οχημάτων σε δασικούς δρόμους, όταν υφίσταται υψηλός κίνδυνος πυρκαγιάς, για σκοπούς προστασίας των δασών, εφόσον επιτρέπονται εξαιρέσεις στο πλαίσιο της κοινής λογικής και για ανθρωπιστικούς σκοπούς, είναι ένας θεμιτός περιορισμός.

Αντιθέτως, η απαγόρευση κυκλοφορίας μοτοσικλετών σε συγκεκριμένες οδούς, μέρες και ώρες για καταπολέμηση της ηχορύπανσης, ιδίως όπως τέθηκε με το πρώτο σχετικό διάταγμα, ήταν ένας δυσανάλογος περιορισμός, καθώς ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσε να επιτευχθεί με καλύτερη και πιο αποτελεσματική αστυνόμευση και αυστηρότερη τιμωρία των παραβατών, παρά με μία απόλυτη απαγόρευση επί δικαίων και αδίκων.