Αυτές τις μέρες τα παιδιά που θα σπουδάσουν στην Ελλάδα ζουν έναν αυγουστιάτικο μαραθώνιο, στους 40 βαθμούς ζέστη και 80-90 υγρασία, για να αντεπεξέλθουν στη γραφειοκρατία της συγκέντρωσης ενός πακέτου δικαιολογητικών.
Αντιλαμβάνομαι την αναγκαιότητα της πιστοποίησης Apostille (Σύμβαση της Χάγης) για τη γνησιότητα των προσωπικών στοιχείων, για την οποία θα αποφανθεί ένα ΚΕΠ (συν 5 ευρώ χαρτόσημο για το καθένα), και μάλιστα στην εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Στα πλαίσια της οποίας το έγγραφο απόλυσης και τη βεβαίωση ότι ο υποψήφιος φοίτησε τις δύο τελευταίες τάξεις σε κυπριακό σχολείο, τα οποία τους παρέδωσε το Λύκειό τους, πρέπει να τα πάνε στο υπουργείο Παιδείας – γιατί; Για να πιστοποιήσει κάποιος αρμόδιος… το γνήσιο της υπογραφής του διευθυντή τους!
«Τα απαιτεί η Ελλάδα», ήταν η απάντηση στην απορία μας. Και τι σχέση έχει η Ελλάδα με τη διαδικασία; Ο υπεύθυνος –που χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για μια σφραγίδα και τη δική του υπογραφή– γνωρίζει σίγουρα αν η υπογραφή του τάδε διευθυντή είναι όντως αυθεντική; Γιατί να τρέχουν τόσοι άνθρωποι –στην εποχή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ξαναλέω– για κάποιες τυπικότητες που μπορούσε να διευθετηθούν από πριν;
Χ.Αρ.