Το ερώτημα πόσο σοφότερους μπορεί να μας έκανε ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ μπορεί να είναι ρητορικό, μπορεί όμως να είναι και ουσίας. Το μόνο σίγουρο από την κοινή τηλεοπτική εμφάνιση των τριών είναι ότι άνοιξαν μέτωπα που σίγουρα θα απασχολήσουν τον δημόσιο διάλογο της προεκλογικής. Σοφότεροι ίσως δεν έχουμε γίνει, όμως η κοινωνία έλαβε κάποια μηνύματα κυρίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θέλουν να κινηθούν οι τρεις κύριοι υποψήφιοι.

Το πρώτο ερώτημα βέβαια που θα πρέπει να απασχολεί τους υποψήφιους και τα επιτελεία τους είναι ο βαθμός ανταπόκρισης της κοινωνίας σε τέτοιου είδους τηλεοπτικές εκπομπές και συζητήσεις. Από τα στοιχεία τηλεθέασης φαίνεται ότι η εκμπομπή κατέγραψε, ένα σημαντικό μερίδιο της γενικής τηλεθέασης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, η τηλεθέαση ανέβηκε μετά το πρώτο τέταρτο της εκπομπής και κράτησε πολύ ψηλά ποσοστά μέχρι το τέλος της. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφηκαν, ενώ η προηγούμενη εκπομπή του κρατικού έκλεισε με ποσοστό 5,8, το ντιμπέιτ των υποψηφίων ξεκίνησε με ποσοστό 15,6 στο πρώτο τέταρτο ανέβηκε στο 17,8 και στη συνέχεια ξεπέρασε το 20 και έκλεισε με αυτά τα ποσοστά. Σε κάποια στιγμή μάλιστα είχε φτάσει μέχρι το 24,6%. Χωρίς ο γράφων να είναι ειδικός επί των αριθμών τηλεθέασης, φαίνεται όμως ότι η κοινή παρουσία των τριών είχε ένα ενδιαφέρον για το τηλεοπτικό κοινό για να την παρακολουθήσει. Λίγο το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που συναντιόντουσαν, λίγο ο τρόπος που εξελίχθηκε η συζήτηση, τράβηξε το ενδιαφέρον σημαντικού αριθμού τηλεθεατών. Και αυτό ασφαλώς έχει τη σημασία του. Το ποιο είναι το προφίλ αυτού του κοινού που κάθισε να παρακολουθήσει το ντιμπέιτ δεν το γνωρίζουμε. Σίγουρα ήταν άτομα των οποίων το πολιτικό τους ενδιαφέρον είναι ψηλό. Διότι δεν είναι εύκολο  άτομα που δεν ασχολούνται με την πολιτική να επιδείξουν ενδιαφέρον για να καθίσουν να παρακολουθήσουν μία τηλεοπτική συζήτηση υποψηφίων, ακόμα και εάν έχει μέσα το στοιχείο της ίντριγκας και της αντιπαράθεσης, όπως είναι ένα τηλεοππτικό ντιμπέιτ.

Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε στη συνέχεια το ποια θα είναι η ανταπόκριση του κοινού στα τηλεοπτικά ντιμπέιτ που προγραμματίζονται από τον Σεπτέμβριο με τη συμμετοχή εναλλάξ όλων των υποψηφίων, είτε ανά τριάδα, είτε ανά τετράδα. Διότι τότε θα είναι ίσως πιο ενδεικτικός ο βαθμός ενδιαφέροντος των πολιτών έναντι των τηλεοπτικών συζητήσεων. Εάν βέβαια ο βαθμός ενδιαφέροντος για μια τηλεοπτική εκπομπή αντανακλά και το βαθμό πολιτικού ενδιαφέροντος των πολιτών, δεν είναι καθόλου εύκολο να το απαντήσει με βεβαιότητα κάποιος. Αν το ζητούμενο όμως είναι η μεταφορά των μηνυμάτων των υποψηφίων προς τους πολιτικούς, σίγουρα αυτό είναι μια πολύ θετική ένδειξη.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα για τους πολιτικούς είναι να μπορέσουν αφενός να στείλουν τα μηνύματα τους προς την κοινωνία και αφετέρου να πείσουν για την αξιοπιστία του λόγου τους. Ούτε το ένα είναι εύκολο, ούτε το άλλο. Διότι η αντίδραση μεγάλου μέρους της κοινωνίας έναντι των πολιτικών, πηγάζει από την απογοήτευση που επικρατεί. Αυτή η απογοήτευση οδηγεί στην πολιτική αποστασιοποίηση και πολλές άλλες εκλογικές κυρίως συμπεριφορές, όπως η εκδικητική ψήφος ή επιλογή υποψηφίων διά της άτοπου απαγωγής ή ακόμα χειρότερα με την ψήφο σε ακραία κινήματα. 

Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημα μας, εάν ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ μας έκανε σοφότερους, η απάντηση είναι ότι κάθε μορφή δημόσιου πολιτικού διαλόγου, έχει να προσθέσει στην πολιτική αντίληψη της κοινωνίας και μπορεί να λειτουργήσει και ως μοχλός πίεσης προς τους ίδιους τους υποψήφιους. Οι τελευταίοι όμως, όπως και γενικότερα οι άνθρωποι της πολιτικής, θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο διάλογος με την κοινωνία των πολιτών οφείλει να είναι διαρκής…