Η Κύπρος είναι «πατωμένη» με καρκινογόνο αμίαντο αν ληφθεί υπόψη ότι μέχρι το 2019 αφαιρέθηκαν 22.602 κυβικά μέτρα και απομένουν προς απομάκρυνση άλλα περίπου 80.000 κυβικά μέτρα αμιάντου με διαδικασίες πολύπλοκες και δαπανηρές.

Όπως ανέφερε ο συντονιστής των εργασιών ενταφιασμού του αμιάντου κ. Χριστόδουλος Χατζηγεωργίου, τα υλικά που προκύπτουν από το ξήλωμα οικοδομών και άλλων εγκαταστάσεων τυγχάνουν διαχείρισης (ενταφιάζονται) στο μεταλλείο αμιάντου που βρίσκεται στην κοινότητα Αμιάντου.

Συνεπεία της διαχρονικής λειτουργίας του μεταλλείου προέκυψαν μπάζα 130 εκατομμυρίων τόνων και παρήχθησαν 1 εκατομμύριο τόνοι αμιάντου.Όταν το μεταλλείο τερμάτισε οριστικά τις εργασίες του, το ανέλαβε η Μητρόπολη Λεμεσού η οποία στη συνέχεια ξελασπώνοντας την εταιρεία το φόρτωσε στο δημόσιο, δηλαδή στους φορολογούμενους και μέχρι σήμερα έχουν δαπανηθεί περίπου €13.330.000 για αποκατάσταση του χώρου και εκτιμάται πως ίσως απαιτηθούν άλλα τόσα μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως ο χώρος, αφού η αποκατάσταση έφτασε περίπου στο 50% της συνολικής έκτασης του μεταλλείου. Τα €3 εκατ. προήλθαν από χορηγίες της ΕΕ.

Ο κ. Χατζηγεωργίου αναφέρει, πως περί το 1995 όταν ανέστειλε τις εργασίες του το μεταλλείο και άρχισε η αποκατάσταση του περιβάλλοντος, κάποια υλικά που βρίσκονταν εγκαταλελειμμένα  εντός του μεταλλείου ενταφιάστηκαν στον χώρο που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για ενταφιασμό αμιαντούχων υλικών. Ο όγκος των υλικών αυτών δεν είναι γνωστός. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι τα μπάζα από τα πετρώματα περιέχουν ίνες αμιάντου σε ποσοστό περίπου 10%.Η πρώτη οργανωμένη εκστρατεία του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, σε συνεργασία με την κοινότητα Αμιάντου, έγινε το 2003.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Θα αγγίξει τα €20 εκατ. η «λυπητερή» για μεταλλείο Αμιάντου

Όπως εξηγεί ο λειτουργός του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, θεωρητικά σε κυβερνητικά κτήρια υπήρχαν περίπου 3.000 κυβικά μέτρα αμιάντου αλλά το 2003 παραδόθηκαν περίπου 500 κυβικά και στη συνέχεια παραδόθηκε περίπου η μισή ποσότητα από τα 3.000 κυβικά μέτρα. Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως οι διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες δήλωσαν περισσότερες ποσότητες από αυτές που  τελικά παρέδωσαν.

Την περίοδο  2003-2009 παρατηρήθηκε κάποιο κενό στην παράδοση υλικών αμιάντου, οπόταν διεξήχθησαν διαβουλεύσεις με την κοινότητα Αμιάντου αφού οι προσπάθειες που καταβάλλονταν τότε, να εξευρεθεί και άλλος χώρος διαχείρισης/ενταφιασμού των αμιαντούχων υλικών, δεν καρποφόρησαν. Η κοινότητα πήρε ως αντιστάθμισμα €540.000.

Τότε ήταν που εκπονήθηκε μελέτη από το Τμήμα Περιβάλλοντος που υπολόγιζε τις ποσότητες που υπήρχαν (εκτός μεταλλείου) στις 100.000 κυβικά μέτρα αμιάντου και από αυτές τις ποσότητες, οι περισσότερες βρίσκονταν και βρίσκονται σε περιουσίες ιδιωτών. Αμιαντούχα υλικά βρίσκονται σε στρατόπεδα, παλιές βιομηχανικές περιοχές, σε προσφυγικούς συνοικισμούς, σε παλιά τουρκοκυπρικά σπίτια, σε υποσταθμούς της ΑΗΚ κ.α.

Οι συστηματικοί ενταφιασμοί άρχισαν το 2010 και συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Από το 2012 είχε αποφασιστεί να επιβληθεί τέλος ενταφιασμού για τη χρήση της δασικής γης στην οποίαν βρίσκεται το πρώην μεταλλείο αμιάντου.

Το κόστος αφαίρεσης είναι πολύ περισσότερο από το κόστος ενταφιασμού, διότι απαιτούνται  προσεκτικές διαδικασίες, εκπαίδευση προσωπικού κ.λπ. Το περισσότερο κόστος ενταφιασμού αφορά την μεταφορά χώματος που προκύπτει από την υλοποίηση έργων στην περιοχή, αλλά τα μεν έργα δεν είναι πολλά, τα δε μεταφορικά πανάκριβα.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο συντονιστής των εργασιών ενταφιασμού του αμιάντου, αναφέρει πως αν ήμασταν υποχρεωμένοι να εξάγουμε αυτά τα υλικά (όπως έγινε με τον ηλεκτροπαγαγωγό σταθμό στη Δεκέλεια) το συνολικό κόστος θα ανερχόταν για το κράτος σε €7,7 εκατ. Σε αυτά δεν περιλαμβάνεται το κόστος αφαίρεσης. Αναφέρει επίσης πως αυτή τη στιγμή το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με την ΑΗΚ για αποξήλωση του ηλετροπαραγωγού σταθμού της Μονής και τα αμιαντούχα υλικά υπολογίζονται στα 1.100 κυβικά μέτρα. Η αποξήλωση αναμένεται να αρχίσει τέλος του 2020.

Απαντώντας σε άλλη ερώτηση ο κ. Χατζηγεωργίου ανέφερε, πως η αφαίρεση των αμιαντούχων υλικών από τον οικισμό Βερεγγάρια στη Λεμεσό που κυμαινόταν σε 3.000 κυβικά μέτρα ολοκληρώθηκε το 2019.

Κληθείς να σχολιάσει πληροφορίες ότι κάποιοι απορρίπτουν όπου φτάσουν υλικά αμιάντου, ανέφερε πως κατά καιρούς κάποιοι απέρριψαν αμιαντούχα υλικά μαζί με υλικά ανακύκλωσης αλλά όπως διευκρίνισε, αυτό κατά βάση δεν γίνεται από αδειούχους, αφού δεν διακινδυνεύουν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη δουλειά τους.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ο κούκος αηδόνι το Μεταλλείο Αμιάντου

Ενταφιασμός 1-2 φορές το χρόνο

Ο διευθυντής του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης κ. Κώστας Κωνσταντίνου ανέφερε στον «Φ» πως ο χώρος ενταφιασμού αμιαντούχων υλικών ανοίγει οργανωμένα 1-2 φορές τον χρόνο και οι επαγγελματίες πρέπει το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου να αποθηκεύουν τα υλικά σε δικά τους υποστατικά.

Οι αδειούχοι τοποθετούν τα υλικά που αποσυναρμολογούν σε παλέτα τα οποία τυλίγονται  με νάιλον, μέχρι να ανοίξει ο χώρος διάθεσης των υλικών. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Κωνσταντίνου ανέφερε πως η λογική του ενταφιασμού στο μεταλλείο αμιάντου ήταν τα απόβλητα να επιστρέψουν στην πηγή τους. Παράλληλα, η συγκεκριμένη επιλογή οδήγησε στην εξοικονόμηση χρημάτων για το δημόσιο.

Το μεγαλύτερο στην Ευρώπη

Το μεταλλείο του αμιάντου είναι το μεγαλύτερο σε αποθέματα χρυσοτιλικού αμιάντου στην Ευρώπη και έχει έκταση 13 km2. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Αμίαντος σε υψόμετρο γύρω στα 1.500 μέτρα πάνω από τη μέση στάθμη της θάλασσας.

Η μακρόχρονη λειτουργία του μεταλλείου με τη μέθοδο της επιφανειακής εκμετάλλευσης επηρέασε το φυσικό περιβάλλον της περιοχής και είχε άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο ευρύτερο περιβάλλον, όπως διαπιστώνει και το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης. Τα κύρια περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν είναι ο τεράστιος κρατήρας εξόρυξης, οι εκτεταμένοι σωροί στείρων (μπάζων) με απότομα πρανή που καταλαμβάνουν μερικώς τη γύρω κοιλάδα, η ολοκληρωτική καταστροφή του φυσικού πευκοδάσους της περιοχής, όπως και η ρύπανση από την παρουσία ινών αμιάντου στην ατμόσφαιρα (αέρα), στα επιφανειακά νερά, στους υδατοφράκτες κατάντη του ποταμού «Λούματα τους Αετούς», με πιθανές συνέπειες στην ασφάλεια και στην υγεία των ανθρώπων που κατοικούν στα γύρω χωριά.

Τι υπήρχε στα στρατόπεδα

Το 2011 στα στρατόπεδα της Εθνικής, σύμφωνα με καταγραφή του ΓΕΕΦ, οι αμιαντολαμαρίνες ανέρχονταν σε 45.113 μ2, με εκτιμώμενο κόστος αφαίρεσης και αποκατάστασης τα €6 εκατ. Κατά το 2012 έγινε αφαίρεση 4.213 μ2 από το Τμήμα Δημοσίων Έργων, ενώ για το 2013 είχε προγραμματιστεί η αφαίρεση άλλων 1.200 τετραγωνικών μέτρων.

Οι κατά καιρούς προτάσεις αξιοποίησης

Ιδέες που διατυπώθηκαν στο παρελθόν για αξιοποίηση και χρήση:

  • Η πιο βασική ιδέα που έχει διατυπωθεί κατά καιρούς από διάφορους (χωρίς να σημαίνει ότι είναι η καλύτερη) είναι η κατασκευή τελεφερίκ είτε με αφετηρία την Κοινότητα Αμιάντου είτε το Μεταλλείο προς σημείο κοντά στην Πλατεία Τροόδους. Στην αρχή της κατασκευής, αλλά και σε ενδιάμεσο σταθμό (π.χ. στο Μεταλλείο) και στο τέρμα, μπορεί να υπάρχουν διάφορες διευκολύνσεις όπως αναψυκτήρια, καταστήματα με σουβενίρ, σημεία ενοικίασης ποδηλάτων ή αλόγων κτλ.
  • Η δημιουργία δικτύου ποδηλατικών διαδρομών/μονοπατιών που θα οδηγούν στις υποδομές, σε σημεία θέας και άλλα σημεία ενδιαφέροντος.
  • Η χρήση αριθμού κατοικιών από οργανώσεις ή/και την Κοινότητα Αμιάντου για αξιοποίηση/ χρήση/ κατασκήνωση.
  • Η δημιουργία μουσείων, εκθεσιακών χώρων και διαδρόμων συναφών με το μεταλλείο (ιστορία της εταιρείας, ιστορία των εργαζομένων, ατομικές ιστορίες, κ.λπ.).

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ: Μας φόρτωσαν τεράστιες ποσότητες αμιάντου οι Βρετανοί

Φυτεύτηκαν 12,5 τόνοι σπόρων μέχρι το 2014

Μετά τον τερματισμό των μεταλλευτικών εργασιών και της μεταλλευτικής μίσθωσης το 1992, το Κράτος ανέλαβε το έργο της αποκατάστασης. Στο πλαίσιο αποκατάστασης του περιβάλλοντος προγραμματίστηκε και η φύτευση 150.000 δέντρων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, πως μέχρι το 2014 φυτεύθηκαν περίπου 12,5 τόνοι σπόρων 20 διαφορετικών ειδών.

Περίπου 42 κατοικίες από τα συνολικά 60 υποστατικά που υπήρχαν στο μεταλλείο (και τα οποία αγόρασε το κράτος)  κατείχοντο παράνομα από πρώην εργαζόμενους μετά το κλείσιμο του μεταλλείου και το Τμήμα Δασών σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία ανέκτησε κάποια από αυτά, ενώ 26 παρέμεναν κατειλημμένες από ιδιώτες που τις χρησιμοποιούσαν ή και χρησιμοποιούν κυρίως ως εξοχικές κατοικίες. Με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα κινήθηκαν δικαστικές διαδικασίες για ανάκτηση όλων των κατοικιών.

Από τις αρχαιότερες πηγές αμιάντου η Κύπρος

Η Κύπρος θεωρείται ως μια από τις πιο αρχαίες πηγές αμιάντου. Στην αρχαία εποχή, ιδιαίτερα κατά την Κλασική και Ρωμαϊκή περίοδο, χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σεντονιών αποτέφρωσης των νεκρών, υποδημάτων και θρυαλλίδων για τις λυχνίες.

Εκμετάλλευση από το 1904

Η νεότερη ιστορία εκμετάλλευσης του αμιάντου αρχίζει στις αρχές του 20ού αιώνα όταν ο χρυσοτιλικός τύπος αμιάντου άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία. Το ενδιαφέρον για εκμετάλλευση του αμιάντου μετατοπίσθηκε στην περιοχή του ανατολικού Τροόδους, όπου εντοπίσθηκαν πλούσιες φλέβες χρυσοτιλικού αμιάντου κατάλληλου για οικονομική εκμετάλλευση. Ακολούθησε σειρά μεταβιβάσεων του δικαιώματος εκμετάλλευσης σε διάφορες ξένες εταιρείες και τελικά περιήλθε στην κυριότητα της εταιρείας «Κυπριακά Aμιαντωρυχεία Λτδ», στην οποία παραχωρήθηκε το 1934 μεταλλευτική μίσθωση διάρκειας 99 χρόνων.

Η παραγωγή αμιάντου πάνω σε οργανωμένη κλίμακα άρχισε το 1904 στον σημερινό χώρο του μεταλλείου. Από τότε μέχρι το κλείσιμο του μεταλλείου το 1988 υπολογίζεται ότι παρήχθησαν ένα εκατομμύριο τόνοι ινών αμιάντου και εξορύχτηκαν 130 εκατομμύρια τόνοι πετρώματος. Μέχρι το 1950 η εξόρυξη του μεταλλεύματος γινόταν χειρονακτικά και συνεπώς είχε σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από την απασχόληση μεγάλου αριθμού εργατών (υπολογίζονται στους 5.700), ενώ η επεξεργασία (διαχωρισμός των ινών αμιάντου από το πέτρωμα) γινόταν σε μια σειρά από μύλους, χωρίς τη λήψη αυστηρών μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους διέμεναν σε πρόχειρα ή προσωρινά καταλύματα γύρω από τον χώρο του μεταλλείου, που σταδιακά μετεξελίχθηκαν σε μόνιμες κατοικίες.

Εναέρια γραμμή μεταφοράς στη Λεμεσό

Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του μεταλλείου, το επεξεργασμένο μετάλλευμα μεταφερόταν στη Λεμεσό με εναέρια γραμμή μήκους 30 χιλιομέτρων. Αργότερα, με τη βελτίωση του οδικού δικτύου, η μεταφορά γινόταν με φορτηγά οχήματα. Μετά το 1950 άρχισε η μηχανοποίηση του μεταλλείου με τη χρήση μεγάλων μηχανημάτων εξόρυξης, ενώ από το 1963 λειτουργούσε το εννιαώροφο εργοστάσιο εμπλουτισμού. Αυτό είχε ως επακόλουθο τη μείωση του εργατικού δυναμικού και τη σταδιακή εγκατάλειψη και ερήμωση της κοινότητας, που είχε αναπτυχθεί στον ευρύτερο χώρο του μεταλλείου.
  
Αποκατάσταση του μεταλλείου

Το Μεταλλείο Αμιάντου καλύπτει έκταση 320 εκταρίων (3,2 km2) και βρίσκεται εξ ολοκλήρου μέσα σε κρατική δασική γη η οποία είναι τμήμα του Εθνικού Δασικού Πάρκου και της περιοχής Natura 2000 Τροόδους. Λειτούργησε την περίοδο 1904-1988 και έκλεισε λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του το 1992 (και 1994) διόρισε εξ Υπουργών Επιτροπή με όρους εντολής: 
α) Σταθεροποίηση / διαμόρφωση των στείρων και αποκατάσταση του Μεταλλείου. 
β) Παρακολούθηση και επίλυση των προβλημάτων και 
γ) Επεξεργασία προτάσεων για αξιοποίηση των κατοικιών και άλλων στοιχείων του Μεταλλείου. 
Επίσης, διόρισε Τεχνική Επιτροπή υπό την προεδρία του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης (Τμήματα Δασών, Αναπτύξεως Υδάτων, Πολεοδομίας & Οικήσεως, Περιβάλλοντος, Επιθεώρησης).