Στη φυλακή θα παραμείνει για 20 χρόνια, πρόσωπο που βίαζε κατ’ επανάληψη δυο ανήλικα ξαδέλφια, το ένα μάλιστα ήταν βαφτιστικός του, με το δικαστήριο να χαρακτηρίζει την υπόθεση «ως μια από τις χειρότερες του είδους».

Το Εφετείο απέρριψε στην ολότητα την έφεσή του, που στρεφόταν κατά της καταδίκης και κατά της ποινής του, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς που υπέβαλε μέσω των δικηγόρων του, ότι οι καταγγελίες από τα θύματα έγιναν πολύ καθυστερημένα και αναιτιολόγητα και πως το έκαναν για περιουσιακούς λόγους.

Τα αδικήματα κατά του ενός ανήλικου διαπράχθηκαν τα έτη 2006-2009, ο οποίος τότε βρισκόταν σε ηλικία 6-9 ετών και τα αδικήματα κατά του άλλου παιδιού διαπράχτηκαν μεταξύ των ετών 1995-1997 όταν ήταν σε ηλικία 9-11 ετών. Κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων κατά του ενός παιδιού o εφεσείων ήταν 26-29 ετών, ενώ κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων κατά του άλλου ανήλικου ήταν σε ηλικία 13,5-15,5 ετών.

Συγκλονιστική είναι η καταγραφή του Εφετείου για το πώς δρούσε χωρίς αναστολές ο δράστης σε σχέση με το ένα θύμα: «Από εκείνη την ημέρα μέχρι το 2009, ο εφεσείων τον βίασε πολλές φορές χωρίς να είναι σε θέση να τις προσδιορίσει αριθμητικά.

Στους πρώτους βιασμούς του έδενε τα χέρια πισθάγκωνα ενώ του κρατούσε το στόμα κλειστό και τοποθετούσε μαξιλάρι στο πρόσωπο του για να μην ακούγονται οι φωνές του. Για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις και βιασμούς του από τον εφεσείοντα, δεν ανέφερε τίποτα σε κανένα γιατί πίστευε ότι θα έβρισκε τον μπελά του. Η σεξουαλική κακοποίηση σταμάτησε το 2009, όταν η αλλοδαπή σύζυγος του εφεσείοντος άρχισε να μένει μαζί του πιο συχνά στο σπίτι.

Περαιτέρω, λόγω διαφωνίας της μητέρας του με τον εφεσείοντα για κληρονομικά θέματα, δεν ήθελε πλέον ο γιος της να έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Ένεκα της σεξουαλικής κακοποίησης την οποία υπέστη, πάσχει από χρόνια κατάθλιψη από την ηλικία των 12 ετών, ενώ στην ηλικία των 14 ετών έκανε τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Διακατέχεται από βασανιστικά συναισθήματα ντροπής και ενοχής».

Σημειώνεται ότι οι καταγγελίες έγιναν μόλις τον Ιανουάριο του 2019, όταν πλέον ο ένας έμαθε από τον άλλο τι υπέφερε από τον εφεσίοντα.

Το Εφετείο στην απόφασή του διαπιστώνει ότι το Κακουργιοδικείο που εκδίκασε την υπόθεση, προέβη σε πολύ προσεκτική και σχολαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας χωρίς να παραγνωρίσει οτιδήποτε το σημαντικό, καταλήγοντας σε ορθά ευρήματα με πλήρη αιτιολόγηση. Στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας ελήφθη υπόψη η μαρτυρία και θέσεις του εφεσείοντος και της συζύγου του περί κατασκευασμένης καταγγελίας εμφορούμενης από εκδικητικά κίνητρα λόγω περιουσιακών διαφορών, η οποία πολύ ορθά εκρίθη ως καθόλα αναξιόπιστη και στερούμενη λογικής. Σημειώνουμε, ότι από τη μαρτυρία των παραπονούμενων δεν προκύπτει η εμπλοκή τους στις περιουσιακές διαφορές καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Οι δικαστές Χ. Β. Χαραλάμπους, Γ. Κυριακίδου και Μ. Γ. Πικής, τονίζουν στην απόφασή τους ότι ένεκα της έξαρσης που παρατηρείται σε αυτού του είδους τα αδικήματα εναντίον ανηλίκων προσώπων τα οποία έχουν καταστεί κοινωνική μάστιγα και της μεγάλης κοινωνικής απαξίας που τα χαρακτηρίζει, καθίσταται αναγκαία η επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.

Όπως τονίζεται στην απόφαση, οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων κατά του ενός παιδιού, ήταν άκρως επιβαρυντικές προκαλώντας αποστροφή και αποτροπιασμό. Ορθά παρατηρείται ότι η παρούσα υπόθεση είναι από τις χειρότερες του είδους. Η επιβληθείσα ποινή των 20 ετών φυλάκισης δεν είναι έκδηλα υπερβολική αλλά εντάσσεται εντός του ορθού νομικού πλαισίου. Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίπτεται.