Η αύξηση στον προϋπολογισμό του ΓεΣΥ μέχρι και το έτος 2031 χαρακτηρίζεται ως «λογική» και «δικαιολογημένη» στην πρώτη έκθεση αξιολόγησης που ετοίμασε ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας στο πλαίσιο των υποχρεώσεων του που απορρέουν από τη νομοθεσία λειτουργίας του.

Συγκεκριμένα και μέχρι το έτος 2031 ο προϋπολογισμός του ΓεΣΥ αναμένεται να φθάσει τα €2 δισ., με ταυτόχρονη, ωστόσο, αύξηση και του αριθμού των δικαιούχων του, σύμφωνα με την τελευταία αναλογιστική μελέτη.

Όπως εξηγεί στην έκθεση αξιολόγησης ο ΟΑΥ, η αυξητική τάση από μόνη της «δεν λέει κάτι ουσιαστικό, με δεδομένο ότι ο τομέας της υγείας αποτελεί ένα κομμάτι της συνολικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της, πέραν της περιόδου της πανδημίας, έχει μια σταθερή ανάπτυξη». Αύξηση, επισημαίνεται, παρατηρείται σε όλα τα εθνικά συστήματα υγείας, «αφού η γήρανση του πληθυσμού, οι νέες τεχνολογίες και οι αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού πιέζουν προς τα πάνω τις δαπάνες».

«Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΓεΣΥ ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν υψηλοί ρυθμοί αύξησης των δαπανών αφού υπήρξε η προσθήκη νέων υπηρεσιών (ενδονοσοκομειακά, αποκατάσταση, ανακουφιστική κτλ). Σταδιακά οι δαπάνες στις περισσότερες κατηγορίες άρχισαν να σταθεροποιούνται. Με την πλήρη ανάπτυξη των υπηρεσιών του συστήματος αναμένεται ότι η μέση ετήσια αύξηση των δαπανών από το 2024 μέχρι το 2031 θα σταθεροποιηθεί γύρω στο 4%. Ο ρυθμός αυτός κρίνεται λογικός λαμβάνοντας υπόψη την αυξητική τάση των δικαιούχων και τον αναμενόμενο ρυθμό αύξησης της οικονομίας».

Για την διαφορά που παρουσιάζεται μεταξύ της πραγματικής εικόνας του ΓεΣΥ και της μελέτης Mercer που διενεργήθηκε την προ ΓεΣΥ εποχή, στην έκθεση επισημαίνεται ότι «η συγκεκριμένη μελέτη έγινε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2013) με στοιχεία του 2010 και οι παράμετροι που επιβλήθηκαν από την Τρόικα όσον αφορά στην οικονομική ανάπτυξη ήταν πολύ συντηρητικοί. Τελικά η οικονομία αναπτύχθηκε με πολύ υψηλότερους ρυθμούς κάτι που, αναντίλεκτα, επηρέασε και τις δαπάνες στον τομέα της υγείας».

Όπως συμπεραίνεται στην έκθεση, «δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια βάσιμη ανησυχία με δεδομένο ότι παρά την αύξηση της δαπάνης, τα ποσοστά εισφοράς που καθορίστηκαν, ενώ παραμένουν σταθερά, χρηματοδοτούν με επάρκεια το σύστημα, όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα της αναλογιστικής μελέτης».

«Συνεπώς σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις, τα έσοδα καθώς και οι δαπάνες του ΓεΣΥ είχαν υποεκτιμηθεί σχετικά ομοιόμορφα. Μάλιστα τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ καλύτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει δημιουργηθεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου €500εκατ». Για το ύψος των εισφορών στο Ταμείο του ΓεΣΥ, στην έκθεση σημειώνεται ότι τα ποσοστά εισφοράς του ΓεΣΥ συγκαταλέγονται από τα χαμηλότερα στην ΕΕ» και δίνεται ως παράδειγμα, το σύστημα της Γερμανίας στο οποίο οι εισφορές ξεπερνούν το 14% του εισοδήματος των μισθωτών (στο ΓεΣΥ βρίσκονται γύρω στο 10% συνολικά).