Βρισκόμαστε στα μέσα Απριλίου, το καλοκαίρι πλησιάζει και ανά το παγκόσμιο καταλαμβάνει, κυρίως τον γυναικείο πληθυσμό η μανία απώλειας βάρους ενόψει παραλίας.

Τα τελευταία δύο χρόνια εισέβαλαν στη ζωή μας τα ενέσιμα σκευάσματα που βοηθούν στην απώλεια βάρους ωστόσο είναι φαρμακευτικά και απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες χρόνιων ασθενών για συγκεκριμένες παθήσεις, όπως είναι ο διαβήτης. Η χρήση τους από διάφορους celebrities ανά το παγκόσμιο οδήγησε πέρσι τέτοια εποχή κυριολεκτικά σε φρενίτιδα με αποτέλεσμα να αδειάσουν τα ράφια των φαρμακείων διεθνώς και να μείνουν οι πραγματικά ασθενείς χωρίς τα φάρμακα που χρειάζονταν για την υγεία τους.

Το φαινόμενο εμφανίστηκε, αναπόφευκτα και στην Κύπρο και πλέον, όπως διαπιστώνεται, έχει περάσει στη συνείδηση πολλών πολιτών, ότι με τα ενέσιμα αυτά σκευάσματα μπορούν να χάσουν τα λίγα περιττά κιλά που έβαλαν κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Μεταξύ των επιστημόνων διεθνώς επικρατούν δύο σχολές: αυτή που ανεπιφύλακτα συστήνει την χρήση των ενέσιμων φαρμάκων γενικά και εκείνη των επιστημόνων που παρουσιάζονται πιο επιφυλακτικοί.

Είναι λοιπόν τα ενέσιμα αυτά φάρμακα ευλογία ή κατάρα; Πανάκεια ή καταστροφή; Ενδείκνυται η χρήση τους από άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία και ποια τα δεδομένα για τον γενικό πληθυσμό;

Τρεις κύπριοι επιστήμονες: οι ειδικοί στην ενδοκρινολογία, διαβήτη και Μεταβολισμό, Άγγελος Κυριάκου και Μιχάλης Πίκολος και ο κλινικός διαιτολόγος και διατροφολόγος Αλέξης Κυριάκου, αναλύουν στον «Φ» όλα τα δεδομένα.

Αρχίζουν την ανάλυση τους, τονίζοντας και υπογραμμίζοντας ότι στην πρώτη γραμμή των επιλογών πρέπει να βρίσκεται πάντα ο σωστός τρόπος ζωής και συνεχίζοντας εξηγούν το τεράστιο ζήτημα της παχυσαρκίας. Επισημαίνουν μάλιστα ότι στις μέρες «η παχυσαρκία αποτελεί συχνό πρόβλημα υγείας σε βαθμό που μιλάμε για πανδημία (παχυσαρκίας)», επισημαίνοντας ότι η συχνότητα (επιπολασμός) της νόσους αυτής έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 ενώ η Κύπρος, φαίνεται να έχει ανησυχητικά ψηλά ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας.

Τι οδηγεί όμως στην παχυσαρκία;

«Τα αίτια εμφάνισης της παχυσαρκίας είναι πολυπαραγοντικά:

–          Φθηνή πρόσβαση σε φαγητά πλούσια σε θερμίδες,

–          Αλλαγή στις διατροφικές συνήθεις του πληθυσμού (δηλαδή: η μεταπήδησή από τη παραδοσιακή Μεσογειακή Διατροφή σε μια πιο «Δυτικοποιημένη» διατροφή)

–          Καθιστική ζωή (συμπεριλαμβανομένης και της εργασίας).

Άλλοι παράγοντες που έχουν μελετηθεί τα τελευταία χρόνια είναι τα ανθρωπογενή χημικά που χρησιμοποιούμε καθημερινά (οι ενδοκρινικοί διαταράκτες), ο αγχώδης τρόπος ζωής και η πολύωρη έκθεση σε οθόνες (υπολογιστής, έξυπνα τηλέφωνα κλπ)».

Όλα αυτά, «φαίνεται ότι δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για αύξηση των ποσοστών, αλλά και επιδείνωση της παχυσαρκίας (obesogenic environment)».  Παράλληλα, και σε ό,τι αφορά τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «και ο γενετικός παράγοντας. Δηλαδή τα γονίδια του καθενός μας».

Εμβαθύνοντας στην ανάλυση τους εξηγούν ότι όπως διαπιστώνεται, «για τον καθένα μας υπάρχει ένα «εγκατεστημένο» επίπεδο βάρους (set point) στο οποίο ο εγκέφαλος μας είναι ικανοποιημένος και το επίπεδο αυτό ίσως αυξάνεται σιγά-σιγά με την αύξηση της ηλικίας μέχρι τα 65 όπου και παρατηρούνται τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας».

Έτσι, «για οποιαδήποτε μεταβολή του βάρους, πάνω ή κάτω από το επιθυμητό επίπεδο, ο εγκέφαλος «αναλαμβάνει δράση» για να επαναφέρει το βάρος σε αυτό το set point· π.χ., σε απώλεια βάρους αυξάνει την όρεξη και μειώνει τον μεταβολισμό».

Που μπορεί να οδηγήσει η παχυσαρκία;

«Η παχυσαρκία έχει συσχετισθεί και ενοχοποιηθεί για την αύξηση κινδύνου για τουλάχιστον 200 άλλες παθήσεις όπως:

–          ο διαβήτης τύπου 2,

–          η υπέρταση (ψηλή πίεση),

–          η υπερλιπιδαιμία (ψηλή χοληστερόλη), 

–          η οστεοαρθρίτιδα,

–          το λιπώδες ήπαρ (λίπος στο σηκώτι που αυξάνει τον κίνδυνο για κίρρωση),

–          η υπνική άπνοια,

–          η κατάθλιψη αλλά και

–          για διάφορα είδη καρκίνου όπως ο καρκίνος του μαστού, της ουροδόχου κύστεως κ.α.

«Πρώτη γραμμή θεραπείας για την παχυσαρκία η αλλαγή στον τρόπο ζωής που συμπεριλαμβάνει την διατροφική αντιμετώπιση (δίαιτα) και την άσκηση. Η αλλαγή αυτή αφενός συστήνεται ανεπιφύλακτα, αφετέρου σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι αρκετή από μόνη της για να μειώσει το σωματικό βάρος στα επιθυμητά επίπεδα».

Για τον λόγο αυτό, «η εισαγωγή των ενέσιμων φαρμάκων για χάσιμο βάρος έχει αλλάξει τα δεδομένα. Από την μια, μία μερίδα των επαγγελματιών υγείας και των ασθενών, τα έχει αγκαλιάσει ανεπιφύλακτα ενώ από την άλλη, άλλοι επαγγελματίες υγείας και ασθενείς, έχουν έντονους ενδοιασμούς και ανησυχίες για την αυξανόμενη χρήση των φαρμάκων αυτών».

Στόχος τους, αναφέρουν οι τρεις επιστήμονες είναι να αναλυθούν «τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των σκευασμάτων αυτών με σκοπό να καταλήξουμε σε κάποια ισορροπημένα συμπεράσματα για το πως και πότε πρέπει να χρησιμοποιούνται» τα ενέσιμα φάρμακα.

«Θα ασχοληθούμε κυρίως με την οικογένεια φαρμάκων που έχουν σύσταση παρόμοια με, ή δρουν με το να αυξάνουν, την ορμόνη  GLP1, με περισσότερη έμφαση στο εβδομαδιαίο υποδόριο σκεύασμα σεμαγλουτίδης. Το εν λόγω σκεύασμα είναι διαθέσιμο με την εμπορική ονομασία ozempic στην Κύπρο. Η σεμαγλουτίδη έχει ένδειξη χρήσης στην παχυσαρκία και στον Διαβήτη τύπου 2, ενώ το ozempic έχει αδειοδότηση χρήσης μόνο στον Διαβήτη τύπου 2. Το wegovy αποτελεί μια άλλη εμπορική συσκευασία σεμαγλουτίδης, σε μεγαλύτερη δόση, που έχει αδειοδότηση και για τις δύο παθήσεις, αλλά δεν είναι διαθέσιμο στην Κύπρο». Το ozempic είναι βεβαίως γνωστό τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο αφού χρησιμοποιείται ήδη εκτός ενδείξεως και για την παχυσαρκία.

Πως λειτουργεί η ουσία σεμαγλουτίδη;

«Τα φάρμακα αυτά δρουν κεντρικά στον εγκέφαλο και μειώνουν την όρεξη και (σε λιγότερο βαθμό) αυξάνουν τον μεταβολισμό. Ελαττώνουν δηλαδή αυτό το set point βάρους. Παράλληλα δρουν στο πεπτικό σύστημα και μειώνουν την κινητικότητα του στομάχου και του εντέρου, με αποτέλεσμα την αύξηση του αισθήματος κορεσμού μετά την κατανάλωση τροφής. Επιπλέον δρουν στο πάγκρεας, όπου αυξάνουν την μετα-γευματική έκκριση ινσουλίνης, με αποτέλεσμα την μείωση της γλυκόζης (σακχάρου).

Τα υπέρ:

«Με τη σεμαγλουτίδη παρατηρείται σημαντική απώλεια βάρους της τάξης του 8-15%, ενώ 86% των ασθενών αυτών αναμένεται να χάσουν τουλάχιστον 5% του βάρους τους. Σε μία συγκριτική έρευνα, η σεμαγλουτίδη έδειξε ανωτερότητα όσον αφορά το χάσιμο βάρους σε σχέση με ένα άλλο ανάλογο GLP1, τη λιραγλουτίδη. Επιπλέον, οι ενδοκρινολόγοι και άλλοι γιατροί με ειδικό ενδιαφέρον στον Διαβήτη, διαθέτουν μεγάλη εμπειρία στη χρήση της σεμαγλουτίδης στα πλαίσια του Διαβήτη τύπου 2 όπου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στη μείωση της γλυκόζης στο αίμα».

Όταν δίνεται σε άτομα με Διαβήτη τύπου 2, «συμβάλει σε σημαντική μείωση του ρίσκου εμφάνισης καρδιοαγγειακών νοσημάτων και (σε πιο μικρό βαθμό) νεφροπαθειών, αλλά και μείωση της ψηλής αρτηριακής πίεσης».

Επιπλέον, η σεμαγλουτίδη φαίνεται να βελτιώνει την ποιότητα ζωής, είτε συνταγογραφείται για θεραπεία του Διαβήτη είτε για θεραπεία της παχυσαρκίας».

Τα κατά:

«Το φάρμακο δίνεται ενέσιμα με υποδόρια ένεση, αλλά μόνο μια φορά την εβδομάδα. Είναι σχετικά ακριβό σκεύασμα. Σε μια μειοψηφία ασθενών μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές, ειδικά ναυτία, δυσκοιλιότητα και ευκοιλιότητα. Η χρήση σεμαγλουτίδης έχει συνδεθεί με μικρή αύξηση του ρίσκου για χολoλιθίαση.  Επιπλέον, υπάρχει ένα αμφιλεγόμενο αυξημένο ρίσκο για παγκρεατίτιδα και μυελοειδή καρκίνο του θυρεοειδoύς֗ για αυτό και  προληπτικά, καλό είναι, να αποφεύγεται η χρήση του φαρμάκου σε άτομα με προηγούμενο ιστορικό των παθήσεων αυτών».

Αποτελέσματα:

«Σημαντικό ζήτημα αποτελεί η αύξηση του βάρους που παρατηρείται με την διακοπή της σεμαγλουτίδης. Η πλειοψηφία των ατόμων που θα διακόψουν το φάρμακο θα ανακτήσουν το μεγαλύτερο ποσοστό του βάρους που έχουν χάσει».

Ειδικότερα για τον συγκεκριμένο λόγο, τονίζεται στους ασθενείς που το χρησιμοποιούν ότι πρέπει να καταβάλουν σημαντικές προσπάθειες για αλλαγή στο τρόπο ζωής (και ειδικότερα στην διατροφή) ώστε να αποφευχθεί (ή τουλάχιστο να μειωθεί) αυτή η αύξηση που παρατηρείται με την διακοπή της σεμαγλουτίδης».

Παράλληλα υπάρχει και «η συζήτηση στους ιατρικού κύκλους για το βέλτιστο χρονικό διάστημα που πρέπει να δίνεται για την περίπτωση του βάρους. Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι αφού η παχυσαρκία θεωρείται πλέον χρόνια ασθένεια, όπως η υπέρταση και η υπερλιπιδαιμία στις οποίες η αγωγή είναι εφ’ όρου  ζωής, έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται και η παχυσαρκία. Επίσης να αναφέρουμε πως τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται προβλήματα διαθεσιμότητας του φαρμάκου στην αγορά λόγω υπερβολικής ζήτησης, και σε αρκετές περιπτώσεις κατάχρησης. Τέλος, η επίσημη αδειοδότηση του ozempic στην Κύπρο είναι στα πλαίσια του Διαβήτη τύπου 2, έτσι η χορήγηση του φαρμάκου σε ασθενείς με παχυσαρκία (χωρίς Διαβήτη) εκτός ενδείξεων.

Υπάρχουν εναλλακτικές θεραπείες:

Η Ορλιστάτη μειώνει την απορρόφηση λίπους από το έντερο και έχει αδειοδότηση χρήσης στην παχυσαρκία. Όμως, είναι συγκριτικά λιγότερο αποτελεσματική για χάσιμο βάρους με συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες στο γαστρεντερικό σύστημα, ειδικά όταν δεν ακολουθείται μια διατροφή χαμηλή σε λιπαρά.

Η οικογένεια φαρμάκων καταστολέων SGLT2 προκαλεί ήπιο χάσιμο βάρους σε ασθενείς με Διαβήτη τύπου 2 και γι’ αυτό αποτελεί μια καλή επιλογή για υπέρβαρους (και παχύσαρκους) ασθενείς με Διαβήτη τύπου 2 που χρειάζονται ρύθμιση του σακχάρου τους.

«Οι βαριατρικές επεμβάσεις προσφέρουν τη πιο αποτελεσματική μέθοδο για χάσιμο βάρους. Το πλεονέκτημα των επεμβάσεων αυτών είναι ότι συνδέονται με ψηλό ποσοστό ύφεσης του Διαβήτη τύπου 2 και μείωση της, καρδιοαγγειακής, και ολικής, θνητότητας. Παρόλα ταύτα, αποτελούν χειρουργικές επεμβάσεις με πιθανές επιπλοκές, είτε από το χειρουργείο, είτε από τη χρήση του γενικού αναισθητικού».

Το πόρισμα:

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Η δίαιτα, η καλή διατροφή, η άσκηση και γενικά ο καλός τρόπος ζωής, είναι επιβεβλημένα είτε λαμβάνει κάποιος/α φάρμακα (απώλειας βάρους) είτε όχι. Αν το βάρος είναι λίγο περισσότερο από το επιθυμητό (υπέρβαρος/η) είναι προτιμότερο να εντατικοποιήσουμε τα διατροφικά μέτρα για χάσιμο βάρους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές. Αν υπάρχει δυσκολία στο να πετύχουμε τους στόχους μας τότε μπορούμε να σκεφτούμε τη χρήση «ήπιων» φαρμάκων, όπως της ορλιστάτης.

Η σεμαγλουτίδη (ozempic, wegovy) είναι όντως μια καλή επιλογή εκεί όπου υπάρχει παχυσαρκία και η διατροφική αντιμετώπιση δεν έχει επιφέρει ικανοποιητική επίτευξη των στόχων μας, καθώς και στις περιπτώσεις που συνδυάζεται με άλλες παθήσεις που δυνατόν να βοηθηθούν όπως Σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπνική άπνοια, οστεοαρθρίτιδα κλπ» 

Σημαντικές είναι και «οι σωστές συμβουλευτικές υπηρεσίες για να κατευθύνουν τον/την ασθενή κατά πόσο θα προχωρήσει με την θεραπεία και για να αποφεύγεται το φάρμακο αν υπάρχουν αντενδείξεις. Εν αντιθέσει, στην νοσογόνο παχυσαρκία πρέπει να δίνεται περισσότερη έμφαση στις βαριατρικές επεμβάσεις».

Στον ορίζοντα νέα φάρμακα

Καινοτόμα φάρμακα είναι στον ορίζοντα:

–          Το Tirzepatide, το οποίο δρα στους υποδοχείς δύο ορμονών (GLP1 και GIP) φαίνεται να προκαλεί σημαντική απώλεια βάρους της τάξης του 15-21%, και έχει πάρει αδειοδότηση στην Ευρώπη και στην Αμερική για χρήση στην παχυσαρκία.

–          Άλλοι συνδυασμοί ορμονών για χάσιμο βάρους εξετάζονται και είναι πολύ πιθανό να είναι διαθέσιμοι στο εγγύς μέλλον.

Η συμβουλή:

«Η πρόληψη είναι σίγουρα καλύτερη από την θεραπεία.  Δυστυχώς παρατηρούμε πως δίνεται  λιγότερη έμφαση στην πρόληψη. Εκστρατείες προώθησης της σωστής και ισορροπημένης διατροφής, όπως της παραδοσιακής Μεσογειακής διατροφής, ευαισθητοποίησης του κοινού και της πολιτείας σχετικά με τους ενδοκρινικούς διαταράκτες, εντατικοποίησης σχολικών προγραμμάτων που στόχο έχουν την προώθηση υγιεινής διατροφής και τρόπου ζωής, αλλαγές στην δομή των πόλεων με σκοπό την προώθηση της άσκησης και άλλα προγράμματα θα μπορούσαν να μειώσουν το αυξανόμενο κύμα της παχυσαρκίας».

*Άγγελος Κυριάκου (MBChB, CCT (Endocrinology & Diabetes), FRCP(UK), MA (Clin Ed) Ειδικός στην Ενδοκρινολογία, Διαβήτη & Μεταβολισμό, Μιχάλης Πίκολος (MD, AmBC, EuBC), Ειδικός στην Ενδοκρινολογία, Διαβήτη & Μεταβολισμό, Αλέξης Κυριάκου (BSc, MSc, PhD (UK), RD) Κλινικός Διαιτολόγος & Διατροφολόγος.