Αλλάζει ριζικά η νομοθεσία για τη βία στην οικογένεια αφού εισάγονται πλέον πρόνοιες που προστατεύουν ακόμη περισσότερο το θύμα έστω και αν δεν συζεί με τον θύτη, φεύγει η ευθύνη από τους ώμους του κακοποιημένου για απομάκρυνση του θύτη από την οικογενειακή στέγη, ακόμη και στην περίπτωση που αυτή του ανήκει.

Ιδιαίτερα όταν το θύμα είναι παιδί, πλέον την υποχρέωση για απομάκρυνση του θύτη, αναλαμβάνει και η Αστυνομία καθώς και άλλες υπηρεσίες, ενώ ταυτόχρονα ως μέλη της οικογένειας περιλαμβάνονται και τα ομόφυλα ζευγάρια. Το σχετικό νομοσχέδιο συντάχθηκε από την Επίτροπο Νομοθεσίας Λουΐζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου σε συνεργασία με το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, κατόπιν των παρατηρήσεων της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης GREVIO, που είναι αρμόδια για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης της Δημοκρατίας με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό θα αναρτηθεί για δημόσια διαβούλευση από το Υφυπουργείο Πρόνοιας και μετά θα διαβιβαστεί στη Βουλή. Οι αλλαγές κρίθηκαν αναγκαίες επειδή παρατηρήθηκε κατά την αξιολόγηση, ότι δεν υπάρχει απόλυτη συμβατότητα του νόμου περί Βίας στην Οικογένεια, με τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας Κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας. Η Επίτροπος Νομοθεσίας, όπως δήλωσε στον «Φ», προέβη σε συγκριτική μελέτη των δύο νόμων σε συνεργασία με το Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας αλλά και τον Εθνικό Συντονιστικό Φορέα για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών. 

Η πρώτη σημαντική αλλαγή που επέρχεται στο κείμενο είναι στην ερμηνεία του «μέλους οικογένειας». Διευρύνεται η έννοια του θύματος μέλους οικογένειας, αφού δίδεται έμφαση στη συγγενική σχέση ακόμα και εάν αυτή έχει τελειώσει και επίσης ασχέτως εάν δεν υπάρχει πλέον συμβίωση στο ίδιο σπίτι. Στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» σημαίνει όλες τις πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα. Οι πρόνοιες αυτές εισάγονται και στον νόμο για τη βία στην οικογένεια.

Επίσης στον όρο «μέλος της οικογένειας» έχουν γίνει αλλαγές για να καλύπτει και τα ομόφυλα ζευγάρια, θέμα για το οποίο προέκυπτε κενό στη νομοθεσία ειδικά μετά και από την ψήφιση του περί Πολιτικής Συμβίωσης Νόμου του 2015.

Παράλληλα, τα διατάγματα αποκλεισμού, που αποτέλεσαν αντικείμενο εκτεταμένης συζήτησης με την GREVIO, έχουν εναρμονιστεί. Στις αλλαγές που επιφέρονται με πρόταση της Επιτρόπου Νομοθεσίας, είναι η αφαίρεση της προϋπόθεσης για έκδοση διατάγματος αποκλεισμού του δράστη από την οικογενειακή στέγη, σχετικά με το πού ανήκει το σπίτι, όπως και οι προηγούμενες καταδίκες που ήταν απαραίτητο να υπάρχουν για να εξασφαλιστεί το διάταγμα. Έχει προστεθεί πρόνοια, στην περίπτωση που παιδί είναι παρών κατά τη διάπραξη του αδικήματος, το διάταγμα του Δικαστηρίου να δύναται να περιλαμβάνει και την απομάκρυνση του παιδιού μαζί με το γονέα που είναι θύμα. Επίσης, στις τροποποιήσεις λήφθηκε υπόψη ο νόμος να μην εναποθέτει όλο το βάρος στο θύμα για να αιτηθεί το διάταγμα, από τη στιγμή που έχει δικαίωμα και η Αστυνομία όπως και άλλοι φορείς παράλληλα να  το αιτηθούν.

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο νέο νομοσχέδιο, το διάταγμα απομάκρυνσης θύματος, μπορεί να ζητείται από το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση του θύματος, ή μέλους της οικογένειας, ή της αστυνομίας ή του κατηγόρου ή του Γενικού Εισαγγελέα ή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ή του Οικογενειακού Συμβούλου. Αυτό μπορεί να γίνεται κατά ή μετά την έναρξη διαδικασίας ή εκδίκαση υπόθεσης βίας. Όπου το θύμα είναι παιδί, ή αίτηση πέραν των πιο πάνω αναφερομένων, δύναται να υποβληθεί από Επίτροπο Προστασίας του Παιδιού.

Για το προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης θύματος, το νομοσχέδιο προβλέπει ότι το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, μέλους της οικογένειας, της Αστυνομίας, του κατηγόρου, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, του οικογενειακού συμβούλου να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης θύματος ή θυμάτων, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον υπόπτου ή κατηγορουμένου για αδίκημα βίας.

Σημαντική επίσης αλλαγή με το νομοσχέδιο είναι ότι το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή αίτηση του θύματος, ή αρμοδίων υπηρεσιών, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας.

Με το νέο άρθρο 23 του νομοσχεδίου, προβλέπεται το διάταγμα αποκλεισμού του κατηγορούμενου σε σχέση με ανήλικο θύμα. Το Δικαστήριο έπειτα από αίτηση του θύματος, ή αρμοδίων υπηρεσιών, μπορεί να εκδώσει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας στην οικογένεια, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους, που να απαγορεύει στον κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή στο σχολείο του ανήλικου θύματος ή σε άλλο χώρο τον οποίο θα αποφασίσει. Σημαντική είναι η ρητή πρόνοια στο νομοσχέδιο, ότι η εκτέλεση όλων των διαταγμάτων διενεργείται από την Αστυνομία με τη συμβολή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

Επίσης μπορεί να εκδοθεί και προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορούμενου πριν την εκδίκαση υπόθεσης εναντίον του για βία στην οικογένεια.

Στον ψυχίατρο για θεραπεία        

Σημαντική αλλαγή είναι η διαγραφή του άρθρου 24 που έθετε προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγμάτων αποκλεισμού του κατηγορούμενου από την οικογενειακή στέγη, όπως το αν η στέγη του ανήκει. Τώρα πλέον αυτό δεν θα λαμβάνεται υπόψη για προστασία του θύματος. 

Πολύ σημαντική αλλαγή είναι η εισαγωγή του άρθρου 25 όπου προβλέπει ότι το Δικαστήριο δύναται, κατά την επιβολή ποινής σε καταδικασθέντα και με τη συγκατάθεσή του, να διατάξει:

(α) Την υποβολή του σε διαγνωστική εξέταση ή θεραπεία από ψυχίατρο ή/και κλινικό ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας.

(β) Την παρακολούθηση του ώστε να καταστεί ικανός να υιοθετήσει συμπεριφορά, με στόχο την πρόληψη άσκησης βίας.

(γ) Την υποβολή του σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη αδικημάτων βίας στην οικογένεια.

Έχει επίσης γίνει προσθήκη της «οικονομικής βίας» για να συνάδει με τον ορισμό της Σύμβασης που περιλαμβάνει και την οικονομική βία που συμβαίνει εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα. Επίσης στην έννοια της «βίας» στο άρθρο 3 θα γίνεται τροποποίηση για να εμπίπτουν και τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 6-10Α του Νόμου 115(Ι)/2021 (νόμος βίας κατά των γυναικών) και ειδικότερα η άσκηση ψυχολογικής βίας, η σεξουαλική παρενόχληση, η οικονομική βία, η διάδοση υλικού πορνογραφικού ή σεξουαλικού περιεχομένου, η υποκίνηση παιδιού προς διάπραξη αδικήματος και η γυναικοκτονία.