Σοκ, τρόμος, αϋπνία, εφιάλτες, συναίσθημα απόλυτης ανασφάλειας, ένα αόρατο αλλά βαρύ πένθος. Θύμος.
«Όταν καίγεται ένα δάσος, δεν χάνεται μόνο η χλωρίδα και η πανίδα. Χάνεται ένα κομμάτι του εαυτού μας. Οι ρίζες, οι αναμνήσεις. Για κάποιους η απώλεια είναι κυριολεκτική. Άνθρωποι, σπίτια, ζώα και οι κόποι μιας ζωής γίνονται στάχτη μέσα σε λίγες ώρες. Για κάποιους άλλους είναι υπαρξιακή. Μια ξαφνική υπενθύμιση του πόσο εύθραυστος είναι ο κόσμος μας. Κανένας δεν έμεινε ανέπαφος από την καταστροφή», τόνισε μιλώντας στον «Φ» η ψυχολόγος Άνθια Χριστοδούλου Θεοφίλου, επισημαίνοντας ότι ο θυμός που όλοι νιώθουμε τις τελευταίες ημέρες είναι μια υγιής αντίδραση. Αρκεί, είπε, «να μην στρέφεται προς τα μέσα αλλά να κινητοποιεί».
Αν πρέπει να απαριθμήσουμε τις ψυχολογικές επιπτώσεις της φονικής πυρκαγιάς στους ανθρώπους που την έζησαν από κοντά, που είδαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους να χάνονται, που κινδύνευσαν στην προσπάθεια τους να περάσουν κυριολεκτικά μέσα από τη φωτιά, «θα μιλήσουμε για: Σοκ, τρόμο, αϋπνία, εφιάλτες, συναισθήματα απόλυτης ανασφάλειας, αποπροσανατολισμό, κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες και ένα αόρατο αλλά και βαρύ πένθος για όσα δεν θα ξαναγίνουν ποτέ όπως ήταν προηγουμένως. Τέλος ο θυμός. Θυμός προς όλους και προς όλα. Προς τη μοίρα, το κράτος, τον εαυτό τους».
«Κανένας όμως δεν έμεινε ανέπαφος από τη φωτιά. «Όλοι κουβαλάμε θλίψη, αίσθημα απώλειας ή και ενοχή. Και σίγουρα θυμό».
Θυμό για την πιθανή αμέλεια, την πιθανή αδιαφορία, την απουσία σοβαρού σχεδίου πρόληψης και διαχείρισης. Τα «γιατί;» είναι διαφορετικά και αφορούν πολλά ερωτήματα:
«Για τα δάση που δεν καθαρίστηκαν, τις πυροσβεστικές δυνάμεις που έμειναν αβοήθητες, τις πολιτικές που άλλα υπόσχονται κι άλλα εφαρμόζουν, για τους εμπρηστές, που είτε κινούνται από κερδοσκοπία είτε από εγκληματική αμέλεια, για την ευκολία με την οποία το κράτος υπόσχεται αποκατάσταση, αλλά, το τραύμα δεν αποκαθίσταται με μια προκαταβολή».
«Αυτός ο θυμός είναι υγιής, όταν δεν στρέφεται προς τα μέσα αλλά κινητοποιεί», ανέφερε η κ. Χριστοδούλου- Θεοφίλου προσθέτοντας: «Η ψυχική ανθεκτικότητα δεν είναι υποχρέωση των πολιτών. Είναι συλλογικό ζητούμενο. Και η πολιτεία έχει ευθύνη να τη στηρίζει με πράξεις. Όχι μόνο μετά την καταστροφή. Θα έπρεπε πολύ προηγουμένως».
Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με «την εκπαίδευση των πολιτών σε θέματα πρόληψης και διαχείρισης καταστροφών, με τον καθαρισμό και τη χαρτογράφηση των δασών και των αγροτικών περιοχών, με τον καταρτισμό ενός ολοκληρωμένου σχεδίου πολιτικής προστασίας με έμφαση την πρόληψη και όχι την διαχείριση του χάους, με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και εθελοντών, με εκπαιδεύσεις, πόρους και στήριξη».
Επιπρόσθετα, «πρέπει να παρέχεται επαρκής ψυχολογική υποστήριξη στους πληγέντες. Η ψυχή δεν ξαναχτίζεται όπως ένα σπίτι».
«Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μια κοινωνία που μαθαίνει μόνο από τις τραγωδίες ή δεν μαθαίνει ποτέ, δεν εξελίσσεται απλά ανακυκλώνει την οδύνη. Το δάσος θα ξαναγεννηθεί, ίσως μετά από δεκαετίες, όμως η εμπιστοσύνη δεν φυτρώνει τόσο εύκολα. Πρέπει να την καλλιεργήσουμε, πολίτες και πολιτεία μαζί. Και να θυμόμαστε: Η φύση δεν κρατά κακία».
«Το κακό προέρχεται από την άρνηση μας να μάθουμε»
Κι όμως, στην ανάλυση της καταστροφής, μπορεί να διακρίνει κάποιος και θετικά επακόλουθα, όσο κι αν αυτό, προς στιγμή, μας φαίνεται παράξενο ή παράδοξο.
«Οι φυσικές καταστροφές, όσο σκληρές και οδυνηρές κι αν είναι, κουβαλούν μέσα τους και σπόρους αναγέννησης».
«Όταν όλα μοιάζουν χαμένα, όταν το τοπίο αλλάζει βίαια και οι ζωές ανατρέπονται, τότε ξεδιπλώνονται και οι πιο όμορφες πλευρές της ανθρώπινης φύσης: Η αλληλεγγύη, η γενναιοδωρία, η ανθεκτικότητα».
«Αντί να σταθούμε μόνο στη θλίψη και την απώλεια, αξίζει να στρέψουμε το βλέμμα μας και προς τα θετικά που αναδύονται σε περιόδους κρίσης. Μέσα από τις στάχτες μπορεί να γεννηθεί κάτι νέο, πιο δυνατό και πιο ανθρώπινο».
Πρώτα απ’ όλα, εξήγησε η κ. Χριστοδούλου – Θεοφίλου, «η ίδια η κοινότητα μεταμορφώνεται. Οι άνθρωποι που ίσως μέχρι χθες ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς να γνωρίζονται, σήμερα ενώνονται. Μοιράζονται εργαλεία, στέγη, φαγητό, κουβέντες, ιστορίες ελπίδες. Δημιουργείται ένας δυνατός ιστός υποστήριξης που πολλές φορές συνεχίζει να υπάρχει και όταν περάσει η πρώτη καταιγίδα. Μέσα από την ανάγκη γεννιέται η εγγύτητα, Οι σχέσεις βαθαίνουν και η έννοια της Κοινότητας ή της γειτονιάς αποκτά ξανά το αρχικό της νόημα».
Πέραν αυτών, «η φιλανθρωπία ανθίζει. Όσοι δεν επλήγησαν προσωπικά, σπεύδουν να βοηθήσουν, με όποιον τρόπο μπορούν, είτε προσφέροντας χρήματα, είτε τρόφιμα, είτε τον χρόνο και τις δεξιότητες τους. Η προσφορά αποκτά πραγματικό νόημα και λειτουργεί λυτρωτικά, τόσο για εκείνον που βοηθά, όσο και για εκείνον που δέχεται βοήθεια».
Επιπλέον, «μια καταστροφή μας αναγκάζει να επαναξιολογήσουμε. Τι είναι σημαντικό; Χάνουμε υλικά, ένα σπίτι, έπιπλα, αγαπημένα αντικείμενα και μέσα στην απώλεια ανακαλύπτουμε ξανά την αξία της υγείας, της ασφάλειας, της ανθρώπινης παρουσίας».
Αυτό επειδή, «σπίτι» δεν είναι μόνο ο χώρος που ζούμε, «είναι η σχέση με τον/την σύντροφο μας, τα παιδιά μας, η οικογένεια μας, άμεση και ευρύτερη».
Το πιο σημαντικό από όλα: επιζήσαμε. «Είμαστε ακόμα εδώ. Και αυτό είναι πάντα το σημείο όπου μπορεί να αρχίσει κάτι καινούριο. Παύουμε να θεωρούμε δεδομένα όσα πραγματικά μετράνε».
«Αυτός ο εξαναγκασμένος απολογισμός μπορεί να γίνει το ξεκίνημα μιας πιο συνειδητής, πιο απλής, πιο ουσιαστικής ζωής. Ταυτόχρονα, ενισχύεται η προσωπική ανθεκτικότητα. Ο κάθε άνθρωπος καλείται να αναμετρηθεί με τα όρια του, να βρει μέσα του δυνάμεις που ίσως δεν ήξερε ότι έχει. Η ψυχική αντοχή, η δημιουργικότητα στην επίλυση προβλημάτων, η ικανότητα να αναζητά και να δέχεται βοήθεια, όλα αυτά είναι δεξιότητες ζωής που ενδυναμώνονται σε συνθήκες κρίσης».
Μέσα από τις στάχτες λοιπόν, «δεν γεννιέται μόνο η λύπη. Γεννιέται και η ενσυναίσθηση, η συμπόνια, η συνεργασία, η ανθρωπιά. Οι καταστροφές αποκαλύπτουν τη βαθιά μας σύνδεση ως ανθρώπινα όντα και μας υπενθυμίζουν ότι τελικά η ελπίδα δεν καίγεται. Ας μην ξεχνάμε και την έννοια της ελπίδας. Η ελπίδα δεν είναι ψευδαίσθηση, είναι δύναμη κινητήρια. Είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να σηκώνονται και να ξαναχτίζουν».