Ο Α. Χατζηαντώνης, πρόσφυγας Κερυνειώτης, μοιράζεται μαζί μας αναμνήσεις του. 

Τη νύχτα της παραμονής Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι στη δεκαετία του ’60, θα καθόμασταν γύρω από τη φουκού που είχε ανάψει η μακαριστή γιαγιά Άννα. Θα ρίχναμε φύλλα ελιάς, λέγοντας: «Άη Βασίλη βασιλιά, δείξε τζιαι φανέρωσε αν μ’ αγαπά ο/η τάδε…!». Αν το φύλλο αναπηδούσε στα κάρβουνα, ήταν ένδειξη ότι το πρόσωπο αυτό μας αγαπούσε. Οι αδερφές μου κοκκίνιζαν από ντροπή, μην τυχόν και καταλάβουμε με ποιον ήταν ερωτευμένες…
Την ημέρα των Φώτων, θα ερχόταν ο παπά-Κυπριανός με τους δυο γιους του, τον Γεώργιο και τον Χρήστο, να καλαντήσει. Να ραντίσει με βασιλικό, βουτηγμένο στο αγίασμα, τα δωμάτια, για να εξορκίσει το κακό. Θυμάμαι ακόμη και χαμογελώ την αντίδραση του θείου Ττοφή, όταν έμπαινε και στο δωμάτιό του ο ιερέας. «Ήρθες να διώξεις τα… δαιμόνια;», ρωτούσε αστειευόμενος τον παπά-Κυπριανό. Βλέπετε, δήλωνε άθεος ο μακαριστός και δεν το έκρυβε ούτε σ’ αυτή την περίπτωση.
Η γιαγιά θα έψηνε λουκάνικα και λουκουμάδες και τη βοηθούσαμε να τα ρίξει ψηλά, πάνω στην κεραμιδένια στέγη του αρχοντικού μας εκεί στην Κερύνεια μας. «Τιτσίν-τιτσίν λουκάνικο, να φάτε τζιαι να φύετε!», έλεγε χαμογελώντας, θυμάμαι, η αγαπημένη μας γιαγιάκα, η Άννα.
Αυτές οι ωραίες, παιδικές αναμνήσεις με συνοδεύουν και τώρα που σε λίγο καιρό κλείνω αισίως τα 60 μου. Λυπάμαι που η ζωή δεν ήρθε όπως την περίμενα. Η μοίρα μού τα ‘φερε αλλιώς. Με θάνατο του μονάκριβου παιδιού μου και έναν οδυνηρό χωρισμό. Προσεύχομαι όπως το 2019 φέρει λίγη χαρά στη ζωή μου, με κούρασαν τα χτυπήματα αυτά. Δεν έχω άλλες αντοχές.
Καλή χρονιά σε όλους, με υγεία!