Η αντίληψη των αντικειμένων, γεγονότων ή ανθρώπων του παρόντος που μπορεί να γίνονται αισθητοί μέσω των κανονικών αισθήσεων. Η διόραση, (clairvoyance: γαλλικός όρος που σημαίνει «διαυγής όραση») είναι μια κοινή ψυχική εμπειρία. Αυτή η αίσθηση όρασης μπορεί να εκδηλωθεί σαν εσωτερικό ή εξωτερικό όραμα ή σαν αίσθηση εικόνων. Η διόραση συμπίπτει με άλλες ψυχικές λειτουργίες και φαινόμενα όπως διακοή, κρυπταισθησία, τηλεπάθεια, πρόγνωση, αναδρομικό βίωμα, ψυχομετρία και τηλεσκοπία. Η διόραση εκδηλώνεται σαν ικανότητα που χαρακτηρίζει γενικά τους ανθρώπους, αλλά μπορεί να εκδηλώνεται και στα ζώα. Η διόραση έχει αναγνωριστεί, χρησιμοποιηθεί και καλλιεργηθεί από τους αρχαίους χρόνους. Προφήτες, μάντεις, σαμάνοι, μάγοι, μάγισσες, ακόμη και πανούργα άτομα και σοφοί κάθε είδους σε όλες τις εποχές έχουν οικειοποιηθεί τις δυνατότητες της διόρασης. Πολλοί έχουν γεννηθεί φυσικά προικισμένοι με το δώρο της διόρασης, ενώ άλλοι την έχουν συνειδητά καλλιεργήσει και αναπτύξει με συνεχή άσκηση. Αιγύπτιοι και Έλληνες ιερείς χρησιμοποιούσαν μίγματα βοτάνων για να έχουν προσωρινά διορατικές ικανότητες. Η μάντισσα Πυθία στους Δελφούς της αρχαίας Ελλάδας οδηγούσε τον εαυτό της σε καταστάσεις διόρασης, αναπνέοντας καπνό από καμένα δαφνόφυλλα για τα προφητικά της οράματα. Οι Σαμάνοι έφταναν σε διορατικές καταστάσεις μέσω εκστατικών χορών, ψαλμωδιών, του ρυθμικού ήχου των κρουστών και μερικές φορές με τη βοήθεια παραισθησιογόνων. Στη γιόγκα η διόραση έρχεται σαν αποτέλεσμα του ανοίγματος του έκτου τσάκρα, που βρίσκεται ανάμεσα στα φρύδια και ονομάζεται «τρίτο μάτι». Η διόραση βιώνεται με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικές βαθμίδες. Στην απλούστερή της μορφή η διόραση συνιστά την εσωτερική οπτική αντίληψη συμβολικών εικόνων. Στην ανώτερή της μορφή η διόραση συνιστά την αντίληψη εξωφυσικών πεδίων, των αστρικών, αιθερικών και πνευματικών κόσμων. Έχουν προκύψει διάφοροι όροι που αποσκοπούν να περιγράψουν διαφορετικές καταστάσεις και τύπους διόρασης: 1) Διόραση ακτίνες Χ: Η ικανότητα να βλέπει κανείς μέσω αδιαφανών αντικειμένων. 2) Ιατρική διόραση: Η ικανότητα να βλέπει κανείς ασθένειες διαβάζοντας την αύρα. 3) Περιοδεύουσα διόραση: Η ικανότητα να βλέπει κανείς γεγονότα, ανθρώπους και αντικείμενα του παρόντος. 4) Χωρική διόραση: Όραμα που υπερβαίνει το χώρο και το χρόνο. 5) Ονειρική διόραση: Η ικανότητα να βλέπει κανείς όνειρο που γίνεται ταυτόχρονα στην πραγματικότητα. 6) Αστρική διόραση: Η αντίληψη των αστρικών και αιθερικών πεδίων. 7) Πνευματιστική διόραση: Οραματισμός των ανώτερων πεδίων.
Στη Δύση, οι πρώτες επιστημονικές προσπάθειες για τη μελέτη της διόρασης έγιναν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του Μεσμερισμού στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, όταν τα μαγνητισμένα υποκείμενα εκδήλωναν διορατικές δυνάμεις και άλλα ψυχικά φαινόμενα. Το 1830 ο Alphonse Cahagnet, Γάλλος μαγνητιστής μελέτησε συστηματικά μια νεαρή γυναίκα την Adele Magnot, που είχε εμπειρίες διορατικών οραμάτων του πνευματικού κόσμου, βλέποντας και συνομιλώντας με τους νεκρούς. Οι ψυχικοί και οι αποκρυφιστές διατείνονται ότι σχεδόν καθένας μπορεί να αναπτύξει τη λειτουργία της διόρασης με την ανάλογη άσκηση -όπως η κρυσταλλοσκοπεία ή το κοίταγμα μέσα σε καθρέφτες, κάτοπτρα, κρυσταλλικές μπάλες- με ασκήσεις γιόγκα για τη διέγερση του τσάκρα του τρίτου ματιού, καθώς και με ασκήσεις παρατήρησης της αύρας, κοιτώντας μαγνήτες στο σκοτάδι. Πολύ πιθανόν η διορατική λειτουργία να μπορεί να επεκταθεί μέσω της ανάπτυξης της πνευματικής συνειδητότητας, που διευκολύνει τη χρήση της έκτης αίσθησης.
* Παθολόγος-Βελονιστής-παραψυχολόγος
(Πρόεδρος Παγκύπριου Ομίλου Παραψυχολογίας)
(Πρόεδρος Παγκύπριου Ομίλου Παραψυχολογίας)