Ο Α. Χατζηαντώνης, θυμάται τον αγαπημένο του θείο που έφυγε από την πόλη του για να πεθάνει στην προσφυγιά.
Τον μακαριστό θείο Ττοφή, Χριστόφορο Χριστοφορίδη, (1901-1996) τον φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας, ήδη από τα τέλη δεκαετίας του ’50, δηλαδή μερικά χρόνια πριν γεννηθώ. Έδινε ένα συμβολικό ενοίκιο και είχε το μεγαλύτερο δωμάτιο, από τα 5 υπνοδωμάτια που είχε το αρχοντικό μας στην Κερύνεια.
Δικηγόρος, εργένης συνειδητά, δήλωνε άθεος, διάβαζε αριστερή εφημερίδα, αλλά σαν χαρακτήρας ήταν πολύ καλύτερος από πολλούς που το «παίζουν» πιστοί χριστιανοί, ενώ στην καθημερινότητά τους, κάθε άλλο παρά καλοί και ευσεβείς, είναι.
Τον Ιούλιο του 1974, τότε που σταμάτησε για χιλιάδες συμπατριώτες μας, το ρολόι του Χρόνου, όταν εγώ με τους γονείς και τη γιαγιά Άννα, εγκαταλείψαμε άρον-άρον την φλεγόμενη, γεμάτη νεκρά άταφα κορμιά, Τζερύνεια μας, παίρνοντας το δρόμο της Προσφυγιάς με ένα παλιό Austin Cambridge, ο Ττοφής έμεινε στο σπίτι. Μόνος. Ένιωθε ριζωμένος στον τόπο του…
Κινδύνεψε, από σφαίρα Τούρκου στρατιώτη που τον πρόσεξε μια μέρα, να κινείται στο μπροστινό μπαλκόνι μας. Το βλήμα, πέρασε 2-3 εκατοστά, ξυστά, από το κεφάλι του και σφηνώθηκε στον εξωτερικό τοίχο… Επίσης, μια άλλη μέρα, από τις 7-8, που δεν έλεγε να αφήσει το σπίτι μας και να μεταφερθεί με τους υπόλοιπους εναπομείναντες Κερυνειώτες στο ξενοδοχείο «Dome» του Κατσελλή, φοβούμενος από μια βύθιση -καθοδική κάθετη επίθεση- πολεμικού αεροσκάφους του Αττίλα, προσπαθώντας να καλυφτεί κάτω από το ξύλινο πίσω μπαλκόνι, κτύπησε στο μέτωπο και αιμορραγούσε για ώρες μη μπορώντας να σταματήσει την αιμορραγία… Τρεφόταν, με χυμό λεμονιών από τις οξινιές της αυλής, στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Μετά, αφού μεταφέρθηκαν όλοι στις ελεύθερες περιοχές, νοίκιασε ένα δωμάτιο στην Λευκωσία. Τα καλοκαίρια, που ερχόμουν στην Κύπρο, πάντα πήγαινα και τον συναντούσα, εκεί κοντά στην πλατεία Σολωμού, επί των τειχών. Πήγαινε κάθε πρωί στο καφενεδάκι του Μιχάλη και της Νίνας, μπροστά από το John Odger’s bar.
Θυμόμασταν τις μέρες που ζούσαμε στην πόλη του Πράξανδρου, αλλά συζητούσαμε και πολιτικά. Ήταν πολύ διαβασμένος άνθρωπος, πάντα μελετούσε ιστορικά βιβλία και γνώριζε πάρα πολλά, που εγώ, νέο παιδί τότε, αγνοούσα. Από αυτόν άκουσα για πρώτη φορά, για την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας από τους Τούρκους, το 1939. Για τις πονηρές και δόλιες στρατηγικές των Οθωμανών, που ονειρεύονται ανασύσταση της πάλαι ποτέ, αυτοκρατορίας τους.
Το 1978, όταν υπηρετούσα στην Εθνική Φρουρά, το Τάγμα μου, με έστειλε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο ΒΜΗ, να αποκτήσω 2η ειδικότητα, αυτή του νοσοκόμου για να βοηθώ στο ιατρείο του στρατοπέδου.
Τότε, όταν έπαιρνα διανυκτερεύσεις, αντί να πάω Λεμεσό, ή σε cabaret, όπως άλλοι, πήγαινα και τον έβλεπα. Αλλά και μετά που αποφοίτησα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δεκαετία του ’80 πια, και ερχόμουν Κύπρο για να δω τους γονείς μου, πάλι πήγαινα και τον έβλεπα. Ένα βράδυ, καθίσαμε στο σαλόνι της οικίας που εφιλοξενείτο. Με σύστησε στην οικοδέσποινα, με πολύ τιμητικά λόγια θυμάμαι. «Ο Αντωνάκης, είναι υιός ιατρού Κερυνειώτη και είναι πτυχιούχος αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας». Σε εκείνη τη συνάντηση, υπέφερε από ένα επίμονο κρυολόγημα, θυμάμαι. Είχε ρίγος. Πρέπει να ήταν 87-88 χρονών. Κάθισα δίπλα του, και ενώ πίναμε ένα ζεστό τσάι δυόσμο, τον ερωτώ. «Πώς είσαι θείε μου; Είσαι καλύτερα;».
Για να μου απαντήσει: «Ναι, Αντώνη μου… Έζησα τόσα χρόνια, σχεδόν εννέα δεκαετίες! Και καλές στιγμές και δύσκολες… Ξέρεις τι απασχολεί αυτές τις μέρες, το μυαλό μου;». «Τι, θείε μου;». Για να μου δώσει την εξής απάντηση, θλιμμένος: «Ο τρόπος με τον οποίο θα φύγω». Τον κοίταξα στα μάτια. Σηκώθηκα, πήγα κοντά του και αφού του ασπάστηκα το χέρι, τον αγκάλιασα με αγάπη. «Μην φοβάσαι καλέ μου θείε… Έχεις καιρό, ακόμη… Και πολύ πιθανόν, να προλάβεις να ξαναδείς την αγαπημένη σου Τζερύνεια». Δεν απάντησε. Αλλά, όταν σηκώθηκα να φύγω, γιατί ήταν αργά και ήθελα να τον αφήσω να ξεκουραστεί, την ώρα που τον αποχαιρετούσα, ένα δάκρυ πρόσεξα να κυλάει στο ρυτιδιασμένο από τον χρόνο, πρόσωπό του θείου-Ττοφή. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα… Με αυτό το δάκρυ, με αυτό τον ανείπωτο πόνο της προσφυγιάς, έχουν εγκαταλείψει τον μάταιο αυτό κόσμο, χιλιάδες εκτοπισμένοι συμπατριώτες μας.
Τον Ιούλιο του 1974, τότε που σταμάτησε για χιλιάδες συμπατριώτες μας, το ρολόι του Χρόνου, όταν εγώ με τους γονείς και τη γιαγιά Άννα, εγκαταλείψαμε άρον-άρον την φλεγόμενη, γεμάτη νεκρά άταφα κορμιά, Τζερύνεια μας, παίρνοντας το δρόμο της Προσφυγιάς με ένα παλιό Austin Cambridge, ο Ττοφής έμεινε στο σπίτι. Μόνος. Ένιωθε ριζωμένος στον τόπο του…
Κινδύνεψε, από σφαίρα Τούρκου στρατιώτη που τον πρόσεξε μια μέρα, να κινείται στο μπροστινό μπαλκόνι μας. Το βλήμα, πέρασε 2-3 εκατοστά, ξυστά, από το κεφάλι του και σφηνώθηκε στον εξωτερικό τοίχο… Επίσης, μια άλλη μέρα, από τις 7-8, που δεν έλεγε να αφήσει το σπίτι μας και να μεταφερθεί με τους υπόλοιπους εναπομείναντες Κερυνειώτες στο ξενοδοχείο «Dome» του Κατσελλή, φοβούμενος από μια βύθιση -καθοδική κάθετη επίθεση- πολεμικού αεροσκάφους του Αττίλα, προσπαθώντας να καλυφτεί κάτω από το ξύλινο πίσω μπαλκόνι, κτύπησε στο μέτωπο και αιμορραγούσε για ώρες μη μπορώντας να σταματήσει την αιμορραγία… Τρεφόταν, με χυμό λεμονιών από τις οξινιές της αυλής, στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Μετά, αφού μεταφέρθηκαν όλοι στις ελεύθερες περιοχές, νοίκιασε ένα δωμάτιο στην Λευκωσία. Τα καλοκαίρια, που ερχόμουν στην Κύπρο, πάντα πήγαινα και τον συναντούσα, εκεί κοντά στην πλατεία Σολωμού, επί των τειχών. Πήγαινε κάθε πρωί στο καφενεδάκι του Μιχάλη και της Νίνας, μπροστά από το John Odger’s bar.
Θυμόμασταν τις μέρες που ζούσαμε στην πόλη του Πράξανδρου, αλλά συζητούσαμε και πολιτικά. Ήταν πολύ διαβασμένος άνθρωπος, πάντα μελετούσε ιστορικά βιβλία και γνώριζε πάρα πολλά, που εγώ, νέο παιδί τότε, αγνοούσα. Από αυτόν άκουσα για πρώτη φορά, για την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας από τους Τούρκους, το 1939. Για τις πονηρές και δόλιες στρατηγικές των Οθωμανών, που ονειρεύονται ανασύσταση της πάλαι ποτέ, αυτοκρατορίας τους.
Το 1978, όταν υπηρετούσα στην Εθνική Φρουρά, το Τάγμα μου, με έστειλε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο ΒΜΗ, να αποκτήσω 2η ειδικότητα, αυτή του νοσοκόμου για να βοηθώ στο ιατρείο του στρατοπέδου.
Τότε, όταν έπαιρνα διανυκτερεύσεις, αντί να πάω Λεμεσό, ή σε cabaret, όπως άλλοι, πήγαινα και τον έβλεπα. Αλλά και μετά που αποφοίτησα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δεκαετία του ’80 πια, και ερχόμουν Κύπρο για να δω τους γονείς μου, πάλι πήγαινα και τον έβλεπα. Ένα βράδυ, καθίσαμε στο σαλόνι της οικίας που εφιλοξενείτο. Με σύστησε στην οικοδέσποινα, με πολύ τιμητικά λόγια θυμάμαι. «Ο Αντωνάκης, είναι υιός ιατρού Κερυνειώτη και είναι πτυχιούχος αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας». Σε εκείνη τη συνάντηση, υπέφερε από ένα επίμονο κρυολόγημα, θυμάμαι. Είχε ρίγος. Πρέπει να ήταν 87-88 χρονών. Κάθισα δίπλα του, και ενώ πίναμε ένα ζεστό τσάι δυόσμο, τον ερωτώ. «Πώς είσαι θείε μου; Είσαι καλύτερα;».
Για να μου απαντήσει: «Ναι, Αντώνη μου… Έζησα τόσα χρόνια, σχεδόν εννέα δεκαετίες! Και καλές στιγμές και δύσκολες… Ξέρεις τι απασχολεί αυτές τις μέρες, το μυαλό μου;». «Τι, θείε μου;». Για να μου δώσει την εξής απάντηση, θλιμμένος: «Ο τρόπος με τον οποίο θα φύγω». Τον κοίταξα στα μάτια. Σηκώθηκα, πήγα κοντά του και αφού του ασπάστηκα το χέρι, τον αγκάλιασα με αγάπη. «Μην φοβάσαι καλέ μου θείε… Έχεις καιρό, ακόμη… Και πολύ πιθανόν, να προλάβεις να ξαναδείς την αγαπημένη σου Τζερύνεια». Δεν απάντησε. Αλλά, όταν σηκώθηκα να φύγω, γιατί ήταν αργά και ήθελα να τον αφήσω να ξεκουραστεί, την ώρα που τον αποχαιρετούσα, ένα δάκρυ πρόσεξα να κυλάει στο ρυτιδιασμένο από τον χρόνο, πρόσωπό του θείου-Ττοφή. Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα… Με αυτό το δάκρυ, με αυτό τον ανείπωτο πόνο της προσφυγιάς, έχουν εγκαταλείψει τον μάταιο αυτό κόσμο, χιλιάδες εκτοπισμένοι συμπατριώτες μας.