Ο Λοΐζος Πίπης γράφει για τα τραγικά γεγονότα του μαύρου Ιουλίου του 1974…
Ύστερα από το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών κατά του Μακαρίου, για μέρες ο τούρκικος Τύπος, παρότρυνε τον πρωθυπουργό Μπουλέντ Ετζεβίτ να εισβάλει στην Κύπρο, ενέργεια για την οποία δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ τόσο κατάλληλη ευκαιρία, έλεγαν. Όλοι στην Άγκυρα διερωτούνταν: «Τι στο διάβολο περιμένει ο Ετζεβίτ;».
Ναι, ο Ετζεβίτ περίμενε σταθερά και υπομονετικά μέχρις που να προετοιμαστεί πλήρως η όλη επιχείρηση, ερχόμενος σε συνεννόηση τόσο με Κίσινγκερ, Βρετανία όσο και με τους χουντικούς αξιωματικούς και τη CIA όπου μαζί, κατέστρωνε τα σχέδια του.
Με φοβερή μυστικότητα και απόρρητες εντολές η Διοίκηση της χούντας είχαν ειδοποιήσει τις τουρκικές Αρχές για να προχωρήσουν στην άμεση εισβολή.
Το timing της εισβολής και ο τρόπος εμφάνισής της ή και ο γκανγκστερικός τρόπος σύλληψης μακαριακών από την ΕΟΚΑ Β΄, έχουν καταδείξει ότι η εισβολή ήταν μια μεθοδευμένη ενέργεια αποσταθεροποίησης των πολιτικών πραγμάτων.
Ένοχη και η τότε ελληνική κυβέρνηση που δεν έπραξε άμεσα όσα έπρεπε να πράξει.
Το πρωί της 20ης Ιουλίου, οι συγκρούσεις στην Κύπρο παρουσίαζαν σύγχυση που χαρακτήριζε την όλη κρίση:
Η Εθνική Φρουρά έστελλε μηνύματα: «Οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές άρχισαν να προσεδαφίζονται». «Τα πλοία έρχονται προς τις ακτές μας και τα αεροπλάνα πετούν από πάνω μας αλλά δεν έχουμε οδηγίες να πυροβολήσουμε».
Τότε μόνο διατάχθηκε κάποια αντίδραση με κύριο βάρος να το επωμισθούν Κύπριοι κι Έλληνες αξιωματικοί. Αλλά, πώς μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια αεροπορική δύναμη και τον στόλο χωρίς αεροπορική στήριξη;
Από τα χαράματα, τουρκικά αεροπλάνα κατέκλυσαν τον ουρανό, ενώ δυνάμεις πεζικού ήσαν συγκεντρωμένες γύρω από τη Λευκωσία. Αεροπορικές επιδρομές και πυροβολικό βομβάρδιζαν ανελέητα τη Λευκωσία και τούρκικα πολεμικά πλοία βομβάρδιζαν τεθωρακισμένα.
Δύο διαφορετικοί στρατοί με διαφορετική υφή και πολιτισμό, αντιτάχθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο – ο τούρκικος με άρτιο εξοπλισμό και τελευταίας τεχνολογίας πολεμικό σύστημα και η Εθνική Φρουρά, χωρίς σχεδόν όπλα. Ο ελληνικός κυπριακός στρατός φύλαγε Πατρίδα, ο άλλος καραδοκούσε για ν’ αρπάξει κομμάτια ξένης γης και πατρίδας.
Στις 22 Ιουλίου ο Κίσινγκερ τηλεφώνησε στο Σίσκο πως οι Τούρκοι συμφωνούσαν για εκεχειρία. Το ίδιο και οι άλλοι. Την ημέρα της εκεχειρίας, ο Ετζεβίτ διεκήρυξε: «Η τουρκική παρουσία στο νησί έχει εγκαθιδρυθεί κατά τρόπο τελεσίδικο. Ο διάδρομος των δέκα μιλίων, που ενώνει την Κερύνεια με τον τούρκικο τομέα της Λευκωσίας, θα είναι μια μόνιμη βάση δύναμης για τον τούρκικο πληθυσμό της Κύπρου».
Οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Βρετανίας, απέβλεπαν στη συμμόρφωση κανόνων που συμφωνήθηκαν. Όμως η συμμόρφωση ήταν μερική. Οι τουρκικές δυνάμεις συνέχιζαν τις κατάφορες παραβιάσεις της εκεχειρίας με την βαθμιαία προώθησή τους.
Την ίδια ημερομηνία παρουσιάστηκε μεγάλη αναταραχή μεταξύ των χουντικών: Σε συγκέντρωσή τους ο Γκιζίκης είπε πως η χώρα βρίσκεται σε κίνδυνο. Έχουμε προδοθεί στην Κύπρο και τώρα στην Αθήνα. Έτσι συμφώνησαν πως πρέπει να ανακαλέσουν στην εξουσία τους πολιτικούς. Στην Αθήνα, συνάθροιση των πολιτικών επικοινώνησαν από τηλεφώνου με τον Καραμανλή στο Παρίσι, ο οποίος υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει στην Αθήνα το γρηγορότερο για να ηγηθεί της Πολιτείας, που εδώ κι 7 χρόνια την εγκατέλειψε… Το νέο μαθεύτηκε αμέσως. Ο τόπος σείστηκε από τα κλαξόν των αυτοκινήτων, τις σειρήνες, τις ζητωκραυγές για την επάνοδο της δημοκρατίας εκεί ακριβώς που φύτρωσε. Στην Κύπρο ο Σαμψών γρήγορα εξαφανίστηκε όπως γρήγορα αναρριχήθηκε στην εξουσία… Η αυλαία της δικτατορίας έπεσε.
Η ειρωνεία του δράματος στην Ελλάδα ήταν πως η χούντα είχε τώρα επιστρέψει τη διακυβέρνηση της χώρας στους πολιτικούς, γιατί η ανικανότητα των στρατηγών οδήγησε την Ελλάδα σε διάλυση της και την Κύπρο σε καταστροφή της.