O Παναγιώτης Ανδρέου κάνει λόγο για μονοδιάστατη προσέγγιση της τέχνης στην Κύπρο από τον δρα Γιάννη Τουμαζή.

Αγαπητή σύνταξη, μέσα στην ειδική επετειακή έκδοση του φιλελευθέρου για τα 65 χρόνια της εφημερίδας στις 6/12/2020, παρατήρησα μετά λύπης μου, ότι στο κεφάλαιο που αφορά στην τέχνη της Κύπρου το διάστημα 1960-2020 του δρα Γιάννη Τουμαζή, υπάρχει μια μονόπλευρη και προκλητικά μονοδιάστατη προσέγγιση της ιστορικότητας του θέματος.

Συγκεκριμένα ο θεωρητικός της Τέχνης δρ Τουμαζής αφού κάνει αρχικά κάποια αναφορά στους πατέρες της κυπριακής τέχνης (Διαμαντή, Κάνθο κ.λπ.), στους έξι καλλιτέχνες που εκπροσώπησαν την Κύπρο το 1968 στην Μπιενάλε Βενετίας και στους ζωγράφους Γκλύν Χιούζ, Λοϊζο Σεργίου και Χρήστο Φουκαρά, στη συνέχεια προσπαθεί να μας υποβάλει ότι στην Κύπρο παράγεται μόνο μια μορφή τέχνης. Η εννοιολογική τέχνη των εγκαταστάσεων και των κατασκευών.

Για τον κ. Τουμαζή δεν υπάρχει στην Κύπρο παραγωγή ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, ψηφιδωτού, βυζαντινής αγιογραφίας, αλλά ούτε και καλλιτέχνες που παράγουν αυτές τις μορφές τέχνης.

Στο κείμενο του ο κ. Τουμαζής αποσιωπά σημαντικούς ζωγράφους, όπως π.χ. την Καίτη Στεφανίδου, την Νίτσα Χ” Γεωργίου (με διεθνείς διακρίσεις), την Ελένη Νικοδήμου, τον Λευτέρη Ολύμπιο, τον Ανδρέα Μακαρίου κ.α. Δεν αναφέρει επίσης σημαντικούς γλύπτες όπως τον Λεωνίδα Σπανό, τον Θεόδουλο Θεοδούλου, τον Ανδρέα Ιωακείμ Καϊμάκκη, τον Νίκο Δυμιώτη, τον Κυριάκο Καλλή κ.ά.

Για τη χαρακτική δεν αναφέρει τον Χαμπή Τσαγγάρη, την Ευγενία Βασιλούδη κ.ά. καθώς επίσης και καταπληκτικούς σύγχρονους αγιογράφους, όπως τον Γεώργιο Γεωργίου, τον Μιχάλη Κουλλεπό, τον Παντελή Φωτίου κ.ά.

Με την ίδια μονοδιάστατη λογική, ο κ. Τουμαζής καταγράφει μόνο δύο γκαλερί και αρκετούς χώρους ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι οποίοι συνηθίζουν να φιλοξενούν εννοιολογική τέχνη.

Καμιά αναφορά δεν κάνει στις γκαλερί Γκλόρια, Opus 39, Αποκάλυψη, Αργώ, Κ Γκαλερί, C.K. Γκαλερί, Μορφή, Πήτερς, Κυπριακή Γωνιά, Κύκλο, κ.λπ, οι οποίες συνέβαλαν στην προαγωγή και ανάπτυξη της Κυπριακής τέχνης. Δεν σημειώνονται επίσης η Λεβέντειος Πινακοθήκη και το Μουσείο Ζαμπέλλα, η Κρατική Πινακοθήκη, η Πινακοθήκη Αρχ. Μακαρίου Γ’, οι Δημοτικές Πινακοθήκες και το κέντρο Τεχνών Αποθήκες Παπαδάκη Λεμεσού. 

Άξιον απορίας είναι πάλι, η μη αναφορά του στο πρώτο και μεγαλύτερο σωματείο των εικαστικών καλλιτεχνών, το Ε.ΚΑ.ΤΕ. (Επιμελητήριο Καλών Τεχνών), το οποίο ιδρύθηκε το 1964 και συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη και προώθηση της τέχνης στην Κύπρο. Ένα σωματείο το οποίο στεγάζει γύρω στα 500 περίπου μέλη και είναι ταυτόχρονα μέλος του διεθνούς οργανισμού Ι.Α.Α. (Διεθνής Οργανισμός Επιμελητηρίων Καλών Τεχνών).

Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι άλλο πράγμα είναι οι προσωπικές προτιμήσεις στην τέχνη και άλλο πράγμα είναι η αμερόληπτη επιστημονική προσέγγιση μιας ιστορικής σφαιρικής αναδρομής στην τέχνη, η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τον κάθε θεωρητικό τέχνης, έτσι που να μην αδικεί τον εαυτό του και να πληροφορεί σωστά το κοινό.