Ο Χρυσόστομος Ρουσής, M.Ed. πρώην γυμνασιάρχης, καταγράφει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής.

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…». Η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη λειτουργεί διαχρονικά, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. «Ο δανεισμός ξένων λέξεων, γιατί είμαστε πια Ευρωπαίοι, δεν είναι παρά δείγμα δουλικότητας …». (Aδαμάντιος Κοραής) Ας αποφεύγουμε, λοιπόν, ξένες λέξεις, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές: αβαντάζ (πλεονέκτημα), γκλάμουρ (αίγλη), καριέρα (σταδιοδρομία), ντιζάιν (σχέδιο), πρεστίζ (κύρος), πρότζεκτ (έργο, μελέτη). Όμως, αρκετές λέξεις έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής και δεν είναι εύκολο να τις αποφύγουμε. Ακολουθούν, κατά αλφαβητική σειρά, ξένες λέξεις, που ακούμε και διαβάζουμε: 

Καβγάς (τουρκική) τσακωμός, φιλονικία, διαφωνία σε ψηλούς τόνους με υβριστικά λόγια: «ήταν ένας οικογενειακός καβγάς» – «τελικά, ο καβγάς ήταν για το πάπλωμα».

Κάζouαλ (αγγλική casual = informal) 1. (πρόχειρος): «επιτρέπεται το κάζουαλ/καθημερινό ντύσιμο σ’ αυτή τη δουλειά». 2 απρογραμμάτιστος: «κάζουαλ συνεδρία». 3. περιστασιακός: «κάζουαλ /occasional εργασία». 4. αδιάφορος: «κάζουαλ ματιά».

Κάμερα (ιταλική camera) η φωτογραφική μηχανή, εικονοσκόπιο, συσκευή που μετατρέπει την εικόνα σε ηλεκτρικό σήμα: «φορητή κάμερα». – «θερμικές κάμερες για προστασία των ελληνικών συνόρων». – «κάμερα παρακολούθησης». – «τοποθέτησαν κάμερες τροχαίας». 

Καμεραμάν εικονολήπτης, ο χειριστής κάμερας: «Ο καμεραμάν αποτύπωσε το συμβάν». 

Καμουφλάζ (γαλλικήcamouflage< ιταλικήcamuffare) (παραλλαγή), η τεχνικήτης απόκρυψης, καμουφλάρισμα: «στολή καμουφλάζ/παραλλαγής» (συνήθ. σε πράσινο και καφέ χρώμα). (καμουφλάρω, αποκρύπτω την πραγματικότητα με παραπλανητικά μέσα).

Καμπάνια (ιταλική campagna) εκστρατεία, οργανωμένη προσπάθεια ενημέρωσης: «Άρχισε η προεκλογική καμπάνια για τις βουλευτικές εκλογές στην Κύπρο».- «Πρέπει να γίνει μια ακόμα πιο ισχυρή καμπάνια υγείας για να καταλάβει ο πληθυσμός τα προβλήματα του κορωνοϊού». 

Κάμπινγκ (αγγλική camping) (κατασκήνωση): «αναβάθμιση του κάμπινγκ στην Π. Χρυσοχούς».

 Πηγές: 1. Βικιλεξικό (Wiktionary) 2. Βικιπαίδεια 3. Λεξικό Μπαμπινιώτη 4. Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.