Ο Χρυσόστομος Ρουσής, πρώην γυμνασιάρχης, καταγράφει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής.
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου…». Η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη λειτουργεί διαχρονικά, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. «Ο δανεισμός ξένων λέξεων, γιατί είμαστε πια Ευρωπαίοι, δεν είναι παρά δείγμα δουλικότητας…». (Αδαμάντιος Κοραής)
Ας αποφεύγουμε, λοιπόν, ξένες λέξεις, όταν υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές: αβαντάζ (πλεονέκτημα), γκλάμουρ (αίγλη), καριέρα (σταδιοδρομία), μπούλινγκ (εκφοβισμός), ντιζάιν (σχέδιο), πρεστίζ (κύρος), πρότζεκτ (έργο, μελέτη). Όμως, αρκετές λέξεις έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής και δεν είναι εύκολο να τις αποφύγουμε.Ακολουθούν, κατά αλφαβητική σειρά, ξένες λέξεις μέσα σε προτάσεις εγκυκλοπαιδικής γνώσης, που συχνά ακούμε και διαβάζουμε:
μπακάλης (τουρκική bakkal) παντοπώλης, ιδιοκτήτης παντοπωλείου: «Ψωνίζω από τον μπακάλη της γειτονιάς». – «Ο μπακάλης είναι φιλικός, ενισχύει τις ανθρώπινες σχέσεις».
μπαρ (αγγλική bar) κατάστημα που σερβίρει οινοπνευματώδη ποτά: «Ανακοινώθηκε ότι, λόγω κορωνοϊού, μπαρ και εστιατόρια θα κλείνουν στις 10.30 κάθε βράδυ».
μπαράζ (αγγλική barrage) καταιγισμός: «Μπαράζ αντιδράσεων προκάλεσε η απόφαση της Άγκυρας να στείλει στρατεύματα στη Λιβύη».- «Μπαράζ υπερπτήσεων τουρκικών αεροσκαφών στο Αιγαίο» – «Ακολούθησε μπαράζ ρίψης αντικειμένων στο γήπεδο». – «Μπαράζ διεθνών πιέσεων κατά της Τουρκίας» – «Μπαράζ επικριτικών δημοσιευμάτων για την απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί». – «Μπαράζ τουρκικών ασκήσεων στο Αιγαίο».
μπάρμπεκιου (αγγλική barbecue) 1. ψησταριά 2. το ψήσιμοκρέατος σε ψησταριά/σχάρα: «Το μπάρμπεκιου (η σούβλα) καλλιεργεί τις ανθρώπινες σχέσεις». – «Μέτρια φωτιά για επιτυχημένο μπάρμπεκιου» – *Αλείφουμε το κρέας με λάδι, λεμόνι, σκόρδο και αλάτι, πριν από το ψήσιμο, για να μειώσουμε τις τοξίνες». (Σπύρος Μπαλής, 2014)
μπάσκετ (αγγλικήbasketball) καλαθόσφαιρα, η καλαθοσφαίριση: «Ο Ολυμπιακός έγινε η μοναδική ελληνική ομάδα στο ευρωπαϊκό μπάσκετ». – «Γκάλης, μεγάλος μπασκετμπολίστας»
μπαταρία (ιταλικήbatteria) ο ηλεκτρικός συσσωρευτής: «Φορτίζω την μπαταρία του κινητού μου κάθε βράδυ». – «Το αυτοκίνητό μου έμεινε από μπαταρία». (μτφ.) ξεκουράζομαι: «Πήγαμε διακοπές (στην Πάφο) για να μπορέσουμε να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας».
μπάτζετ (αγγλική budget) υπολογισμός των προβλεπόμενων εσόδων και εξόδων, ο προϋπολογισμός: «Οι Κύπριοι ξόδευαν σημαντικό κομμάτι του οικογενειακού προϋπολογισμού στα ταξίδια» – «Το μπάτζετ (προϋπολογισμός) του ΑΠΟΕΛ για το επόμενο έτος είναι πολύ υψηλό». – «Ελάχιστα ελλειμματικός ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2021».
Πηγές: 1. Βικιλεξικό 2. Βικιπαίδεια 3. Διαδίκτυο 4. Λεξικό Μπαμπινιώτη 5. Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Philenews, Το Βήμα on line)