Με την παραίνεση όπως καταβληθεί προσπάθεια προς επίτευξη εξωδικαστικού συμβιβασμού, αλλά και με μομφή για την απώλεια του ιατρικού φακέλου του παραπονούμενου, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως επανεκδικαστεί υπόθεση ιατρικής αμέλειας από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Σημειώνεται ότι ο ενάγων αξίωσε αποζημιώσεις για τη ζημιά που κατ’ ισχυρισμόν υπέστη ως αποτέλεσμα ιατρικής αμέλειας από τον θεράποντα ιατρό του και το προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας (ΓΝΛ). Συγκεκριμένα, ο ενάγων  ισχυρίστηκε ότι υποφέρει από μυϊκές αδυναμίες και αισθητικά ελλείμματα, από ακράτεια ούρων και κοπράνων, καθώς και από στυτική δυσλειτουργία ως αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεων του θεράποντα ιατρού του.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο ενάγων μετά από έντονους πόνους στην πλάτη και στο αριστερό πόδι εισήχθη στο νευροχειρουργικό τμήμα του ΓΝΛ στις 13.11.2000. Κατά την κλινική εξέταση παρουσίαζε επώδυνες και περιορισμένες κινήσεις της οσφύος με αντανάκλαση στο αριστερό πόδι. Ακτινολογικός έλεγχος που ακολούθησε κατέδειξε την ύπαρξη οσφυϊκής δισκοπάθειας. Ο θεράπων ιατρός εισηγήθηκε τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης. Στις 20.11.2000 ο ασθενής επανεισήχθη στο ΓΝΛ και δύο μέρες αργότερα υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση ημιπεταλεκτομής και αφαίρεσης μεσοσπονδύλιου δίσκου και αντικατάστασής του με εμφύτευμα πυρήνα δίσκου. Την επέμβαση διενήργησε ο εναγόμενος γιατρός.

Ο ασθενής εξακολουθούσε να παραπονείται για πόνο στην πλάτη και στο αριστερό πόδι, με αποτέλεσμα να εισαχθεί και πάλι στο ΓΝΛ και να υποβληθεί, στις 27.2.2001, σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση από τον θεράποντα ιατρό του.

Παρά τις δύο επεμβάσεις οι πόνοι εξακολουθούσαν να υφίστανται, με αποτέλεσμα ο ασθενής να υποβληθεί και σε τρίτη εγχείρηση – εκτεταμένης σπονδυλοδεσίας – στο ΚΑΤ Αθηνών, στις 14.2.2002. Σκοπός της τελευταίας αυτής επέμβασης ήταν η σταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης.

Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι συνεπεία ιατρικής αμέλειας από τον θεράποντα ιατρό του, καθώς επίσης και από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του ΓΝΛ, υπέστη σωματικές βλάβες και μόνιμη ανικανότητα. Στις λεπτομέρειες αμέλειας περιλαμβάνεται μεγάλος αριθμός αποδιδόμενων αμελών πράξεων, μεταξύ των οποίων και λανθασμένη διάγνωση και θεραπεία, έλλειψη της αναμενόμενης δεξιότητας και μη επίδειξης ανάλογης επιμέλειας. Περαιτέρω, αποδίδεται παραβίαση επιβαλλόμενου καθήκοντος πληροφόρησης και επεξήγησης των κινδύνων που ενείχαν οι επεμβάσεις τις οποίες υπέστη και παράλειψη λήψης της συγκατάθεσής του.

Ο εναγόμενος, από την άλλη, με την υπεράσπισή του αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και προέβαλε ότι οι ισχυριζόμενες σωματικές του βλάβες δεν ήταν αποτέλεσμα των χειρουργικών επεμβάσεων που διενεργήθηκαν στο ΓΝΛ.

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσε ο ίδιος ο ενάγων και δύο εμπειρογνώμονες, ένας Σύμβουλος Χειρουργός Σπονδυλικής Στήλης στο Salford Royal NHS Foundation Trust του Ηνωμένου Βασιλείου και ένας Φυσιολόγος, που έτυχε εκπαίδευσης ακτινολόγου και περαιτέρω εκπαίδευσης στη νευροακτινολογία, ο οποίος εργάζεται στο Ιατρικό Κέντρο Hadassah, στο Ισραήλ.

Από πλευράς της υπεράσπισης, κατέθεσε ο εναγόμενος θεράπων ιατρός που είναι Ειδικός Νευροχειρουργός και ήταν διευθυντής του νευροχειρουργικού τμήματος του ΓΝΛ κατά τους επίδικους χρόνους και δύο άλλοι γιατροί του ΓΝΛ, ένας Ειδικός Νευροχειρουργός, που εργάζεται στο ΓΝΛ από το 2007 και μια γιατρός Ακτινοδιαγνώστρια.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχτηκε τις θέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο η αρχική διάγνωση, όσο και η μελέτη των σχετικών διαγνωστικών μέσων ήταν ορθά. Επιπλέον, έκρινε ως δικαιολογημένο το χρόνο, την επιλογή του συγκεκριμένου είδους επεμβάσεων και την τοποθέτηση του συγκεκριμένου μοσχεύματος και δέχθηκε ότι ο θεράπων ιατρός είχε την απαιτούμενη εμπειρία, η οποία του επέτρεπε να προβεί στις εν λόγω επεμβάσεις.

Ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων  απέτυχε να αποδείξει τις πράξεις αμέλειας που είχαν προβληθεί και εξεταστεί, ενώ αντίθετα ο εναγόμενος είχε επιδείξει την επιμέλεια που απαιτείται. Ταυτόχρονα, το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό για μη πληροφόρηση του ενάγοντα για τους κινδύνους που εμπεριέχει μια τέτοια επέμβαση και αποδέχθηκε την μαρτυρία του εναγόμενου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι προέβη σε προφορική πληροφόρηση του ασθενούς.

Η ορθότητα της απόφασης αμφισβητήθηκε με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσίβλητων, σύμφωνα με την οποία τόσο η αρχική διάγνωση όσο και η μελέτη των σχετικών διαγνωστικών μέσων, ήταν ορθά ως προς τον εντοπισμό από τον κατηγορούμενο του προβλήματος του ασθενούς. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων θεωρεί ότι λανθασμένα το δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του γιατρού και του μάρτυρα υπεράσπισής του, αποδεχόμενο τη θέση τους και απορρίπτοντας αυτές του ενάγοντα και των δύο μαρτύρων του.

Συγκεκριμένα, ο εφεσείων προέβαλε την ύπαρξη διιστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, ισχυριζόμενος ότι επί διιστάμενης ιατρικής μαρτυρίας το δικαστήριο οφείλει, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση αξιολόγησης μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, να κρίνει την μαρτυρία αυτή στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων μη δίνοντας προβάδισμα σε οποιαδήποτε ιατρικώς εκφρασθείσα γνώμη από εκάτερο των διαδίκων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι η κρίση του δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιόν του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος και αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξή του ως προς την προτίμησή του με αναφορά σε αυτά τα δεδομένα. Αναφορικά με το βάρος της απόδειξης σημειώνει ότι κατά κανόνα το φέρει ο ενάγων, ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει την υπόθεσή του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο σημειώνει ότι προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι υπήρξε διαφορετική μαρτυρία ως προς το τι προκαλούσε το πρόβλημα του ασθενούς και τονίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν οδήγησε επαρκώς τη σκέψη του ως προς τις αντιφάσεις στην κατάθεση των μαρτύρων υπεράσπισης. Σημειώνει περαιτέρω πως η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσίβλητων φαίνεται να έγινε με αναφορά σε κάποια μόνο μέρη της μαρτυρίας τους, χωρίς όμως λεπτομερή και πλήρη ανάλυσή της.

Το Ανώτατο σημειώνει ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 επιτυγχάνουν και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

Καταλήγοντας το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι υποθέσεις ιατρικής αμέλειας είναι εξαιρετικά δύσκολες, τόσο στη δικογράφηση, όσο και στη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας. Εξίσου δύσκολη είναι και η εξεύρεση των πραγματικών περιστατικών και η απόδοση ή μη ευθύνης. Η δε επιλογή της λύσης της επανεκδίκασης είναι από όλες τις απόψεις οδυνηρή, αλλά ενίοτε αναγκαία. Για το λόγο αυτό απευθύνουμε ισχυρή σύσταση στους δύο συνηγόρους, ως συλλειτουργούς της Δικαιοσύνης, όπως προσπαθήσουν και πράξουν κάθε τι προς το σκοπό επίτευξης ενός εξώδικου συμβιβασμού σε μια υπόθεση δύσκολη και ταλαιπωρημένη από όλες τις απόψεις. Σημειώνουμε δε, με απαρέσκεια, την απώλεια του φακέλου που τηρείτο για τον εφεσείοντα στις αρμόδιες υπηρεσίες, ένα γεγονός που σίγουρα έχει τη σημασία του».

Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το συντομότερο δυνατό, ενώ τα πρωτόδικα έξοδα θα ακολουθήσουν την πορεία του αποτελέσματος της επανεκδίκασης.