Με συνθήκες δυσκολότερες από ότι αναμένονταν, θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα, ο τελικός γύρος διαπραγματεύσεων για τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες, για τους οποίους, αν έχουμε συμφωνία ως το τέλος του χρόνου, θα ισχύσουν από το 2024. 

Προς την κατεύθυνση της συμφωνίας πιέζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν), η οποία – ως γνωστό, έχει βάλει στο τραπέζι μια πρόταση για αντιμετώπιση “κατά περίπτωση” της μείωσης του χρέους κάθε κράτους μέλους, μέσω τετραετών δημοσιονομικών συμβολαίων, με μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης, τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες. Θεωρητικά, με πολλές κρίσιμες λεπτομέρειες να μην έχουν διευκρινιστεί ακόμη, το νέο αυτό σύστημα, ευνοεί τις πλέον υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. 

 Η πρόταση αυτή, συνάντησε από την αρχή την έντονη αντίδραση της Γερμανίας και των υπόλοιπων Βορείων χωρών, οι οποίες θεώρησαν την πρόταση της Κομισιόν “Κερκόπορτα”, για δημοσιονομική χαλάρωση εντός της ΕΕ. Τούτο δε, τη στιγμή κατά την οποία, το χρέος της πλειοψηφίας των κρατών μελών έχουν επιδεινωθεί, λόγω των διαδοχικών κρίσεων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ελλάδα: Αντίστροφη μέτρηση για την αποεπένδυση του Δημοσίου από τις τράπεζες

 Η Γερμανία είχε προτείνει να υπάρχει ένα ελάχιστο όριο ετήσιας μείωσης τους χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ για τις υπερχρεωμένες χώρες, ανεξάρτητα από τ ον οικονομικό της κύκλο. Η πρόταση, υιοθετήθηκε εν μέρει στην τελική πρόταση της Κομισιόν που παρουσιάστηκε τον Μάιο, αφού έμπαινε ένα ετήσιο όριο, μόνο για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, ένα κράτος μέλος, είχε έλλειμμα πάνω από 3% του ΑΕΠ. Όπως ήταν φυσικό, η Γερμανία και οι δορυφόροι της δεν ικανοποιήθηκαν. 

Με βάση πληροφορίες η Γερμανία και οι δορυφόροι της θα επανέλθουν τον επόμενο μήνα στο άτυπο Eurogroup sto Santiago de Compostela της Προεδρεύουσας Ισπανία, αμφισβητώντας όχι μόνο τη φιλοσοφία της πρότασης της Επιτροπής, αλλά και τον μεθοδολογία με βάση την οποία γίνονται οι εκθέσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους των κρατών μελών της ΕΕ..

Που βρίσκεται η Ελλάδα 

Είναι σαφές ότι βασικό επιχείρημα της Γερμανίας είναι ότι η πρόταση ε ευνοεί κατά κύρος λόγο την τις υπερχεωμένες χώρες με πρώτη την Ιταλία, η οποία πιέζεται υπερβολικά και την Ελλάδα λόγω του πολύ υψηλού ακόμη, λόγου του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Σε ό,τι αφορά στην Ιταλία, είναι κοινό μυστικό, ότι αποτελεί τον “μεγάλο ασθενή” της ΕΕ όχι μόνο λόγω του ύψους του χρέους της, αλλά κυρίως, λόγω και της διαχείρισης και των αναγκών αναχρηματοδότησης η οποία καθιστά το χρέος της χώρας μη βιώσιμο..

Από την άλλη., όλοι αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα, αποτελεί “ε ιδική περίπτωση”. Η χώρα μας έκλεισε το 2022 με χρέος στο 171.3% του ΑΕΠ, καταγράφοντας μείωση 35,1% από το 206,4% του ΑΕΠ που έφτασε το 2020. Μετά τη ρύθμιση του 2018 και την εφαρμογή ων μεσοπρόθεσμών μέτρων διευθέτησης που αποφάσισε η Ευρωζώνη, έχει εκμεταλλευτεί όλες τις ευκαιρίες για τη συρρίκνωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με ταμειακά διαθέσιμα σταθερά απών από τα 35 δις ευρώ και τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω από 10% του ΑΕΠ, η Ελλάδα εξόφλησε το 2022 δύο χρόνια νωρίτερα το υπόλοιπο των 8,5 δις ευρώ. Τώρα στοχεύσει να εξοφλήσει και το διμερές δάνειο των 32,3 δις προς τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF), 10 χρόνο νωρίτερα από τη λήξη του. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ελλάδα: Το νέο τοπίο του «μετώπου» κατά της ανεργίας

Ο σχεδιασμός 

Με βάση το ΠΣΑ 2023 -2026, ο φιλόδοξος στόχος που έχει τεθεί για το χρέος, είναι να μειωθεί συνολικά επιπλέον κατά 36,5% του ΑΕΠ, μέχρι και το 2026. Συγκεκριμένα, από το 17,3% του ΑΕΠ που έφτασε το 2022. θα μειωθεί στο 135, 2% του ΑΕΠ στο τέλος της περιόδου, Αυτό σημαίνει, ότι ακόμη και αν συνεχίζονταν το σημερινό, ασφυκτικό για το χρέος πλαίσιο κανόνων, η Ελλάδα θα ήταν εντάξει και με το παραπάνω στις υποχρεώσεις της. 

Ενισχυτικό της βιωσιμότητας του χρέους, είναι ότι με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, πάνω από το 2% του από το 2024,τα ετήσια δανειακά προγράμματος θα μειωθούν στα 5 δις ευρώ. Την ίδια ώρα, η σταδιακή μείωση ων ταμειακών διαθεσίμων μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θα μειώσει το χρέος, όχι μόνο ως ποσοστό τους ΑΕΠ αλλά και ως απόλυτο μέγεθος..

Με αυτές τις προοπτικές, όποια λύση και αν επιβάλει η Γερμανία, η Ελλάδα μπορεί θα μπορεί πλέον να κάτσει δίπλα της και όχι απέναντι της.

Capital.gr