O Κύπριος βιρτουόζος κατέθεσε μια εργασία με ορίζοντα δεκαετίας και διάρκεια που ξεπερνά τις 20 ώρες. Η κασετίνα με τα 16 CD που περιλαμβάνει τα άπαντα του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν για πιάνο συγκαταλέγεται στις κορυφαίες και πλέον φιλόδοξες ηχογραφήσεις.
 
Το ηρωικό αυτό κατόρθωμα, που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο, έχει κινήσει το διεθνές ενδιαφέρον κι ο ίδιος φιγουράρει σε εξώφυλλα καταξιωμένων περιοδικών, ενώ λαμβάνει σχεδόν καθημερινά και μια διθυραμβική κριτική που επισημαίνει τη σπανιότητα του επιτεύγματος, το εκλεπτυσμένο φυσικό ηχόχρωμα και την ελεγχόμενη πυγμή του ερμηνευτή. Φέτος η ανθρωπότητα γιορτάζει το Έτος Μπετόβεν, όμως αντί για κάποια από τις προγραμματισμένες περιοδείες του, ο Κύπριος πιανίστας βρίσκεται περιορισμένος στο σπίτι του στο Στρέταμ του νότιου Λονδίνου όπου και «συναντηθήκαμε» ψηφιακά.
 
– Τι σηματοδοτεί η συγκεκριμένη συλλογή; Τη μεγαλύτερη εργασία που έχω κάνει κι ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα στη ζωή μου. Άρχισα να ηχογραφώ το 2008 κατά διαστήματα και η τελευταία ηχογράφηση έγινε το 2018. Πρόκειται για ένα πρότζεκτ δεκαετίας.
 
– Υποθέτω ότι προϋποθέτει μια προετοιμασία δεκαετιών… Μιας ολόκληρης ζωής. Δεν ένιωθα έτοιμος να ηχογραφήσω αυτή τη δουλειά νωρίτερα, ήθελα να μελετήσω βαθύτερα κυρίως τα μεγάλα του έργα. Ομολογώ ότι υπάρχουν πολλά έργα που δεν γνώριζα, γιατί δεν παίζονται καθόλου. Έγραψε 20 σετ παραλλαγών από τα οποία παίζονται περίπου μόνο πέντε. Έγραψε 72 χορούς που δεν παίζονται καθόλου. Υπάρχουν και διάφορα άλλα έργα που αποτέλεσαν μια υπέροχη ανακάλυψη για μένα να τα συναντήσω για πρώτη φορά και να τα ηχογραφήσω χωρίς να τα έχω παίξει ποτέ σε συναυλία.
 
– Σκοπεύετε να τα παρουσιάσετε κάποτε; Έχω στο μυαλό έναν κύκλο συναυλιών με όλα τα έργα του. Μιλάμε για υλικό διάρκειας 20 και πλέον ωρών. Αυτό σημαίνει περίπου 13 συναυλίες στο σύνολο. Είναι ένας μεγάλος κύκλος.
 
– Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει περισσότερο στον Μπετόβεν; Ο άνθρωπος αυτός ταξίδεψε με τη μουσική πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλον συνθέτη. Αν πάρουμε λ.χ. τον Μότσαρτ θα δούμε ότι η γλώσσα του ήταν ήδη κατασταλλαγμένη από νωρίς, δεν άλλαξε δραματικά από τα νεανικά του έργα μέχρι τα τελευταία. Με τον Μπαχ ισχύει το ίδιο, όπως και με τον Σοπέν. Υπάρχει οπωσδήποτε μια εξέλιξη, αλλά όχι στον βαθμό που αυτό συμβαίνει με τον Μπετόβεν, που δημιουργούσε συνεχώς κάτι καινούριο.
 
– Πιστεύετε ότι αυτό είναι ιδιοσυγκρασιακό; Θα σας πω μια ιστορία. Κάποτε πήγε σ’ ένα κατάστημα στη Βιέννη όπου πουλούσαν πιάνα. Γνώριζε τον ιδιοκτήτη, ονόματι Στράιχερ. Ξάφνου, ακούει κάτι παραλλαγές που είχε γράψει πριν από χρόνια. Έπαιζε η κόρη του Στράιχερ, περίπου 16-17 ετών. Μόλις τον είδε η κοπελίτσα πάγωσε και τότε ο Μπετόβεν ρώτησε «ποιος το έγραψε αυτό;» Κι εκείνη απάντησε «μα, εσείς!» Τότε έβαλε το χέρι στο κεφάλι και αναφώνησε «ω, τι γάιδαρος που ήσουν Μπετόβεν».
 
– Δηλαδή αποκήρυσσε τα παλιότερα έργα του; Όχι ακριβώς, αλλά συνεχώς δημιουργούσε κάτι καινούριο, χάραζε νέα όρια. Οπότε ό,τι είχε φτιάξει στο παρελθόν για τον ίδιο δεν ήταν τόσο καλό όσο αυτό πάνω στο οποίο εργαζόταν. Ήταν μια πορεία τελειοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπάρχουν 32 πασίγνωστες σονάτες που παίζουν από κορυφαίοι βιρτουόζοι, μέχρι μαθητευόμενοι πιανίστες ή και παιδιά. Από αυτές δεν υπάρχουν δύο που να είναι ίδιες. Δυσκολεύεσαι να πεις ότι ανήκουν στον ίδιο συνθέτη αν δεν το γνωρίζεις, υπάρχει μεγάλη διαφορά και ασύλληπτη ποικιλία έκφρασης.
 
– Ποια άλλη διαπίστωση κάνατε καταπιανόμενος με το έργο του; Πως ό,τι έγραφε δεν ήταν για τα πιάνα εκείνης της εποχής, που ήταν περιορισμένης εμβέλειας. Θαρρείς κι έγραφε για το μέλλον.

– Ποιο ρόλο έπαιξε σ’ αυτή την εξέλιξη της μουσικής του έκφρασης η απώλεια της ακοής; Μετά τα 30 του χρόνια δεν μπορούσε σιγά- σιγά να ακούσει τη μουσική του κι αυτό του επέτρεψε να αναπτύξει και να εξασκήσει σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική ακοή. Πρέπει να ήταν μαρτύριο για τον ίδιο να μη μπορεί να ακούσει. Για μας είναι αδιανόητο. Τον συμπονώ, γιατί έζησε μια τρομερά δύσκολη προσωπική ζωή, όμως για την ανθρωπότητα ίσως τελικά αυτό να ήταν ένα τεράστιο όφελος. Είμαι σίγουρος ότι αρκετά από τα έργα του δεν θα τα έγραφε ποτέ αν ζούσε μια φυσιολογική ζωή. 
 
– Δηλαδή επηρέασε και την αισθητική του, τον τρόπο που έβλεπε τη μουσική; Η ανάπτυξη της εσωτερικής του ακοής σημαίνει ότι τα έργα από την ηλικία των 30 κι έπειτα πήγαζαν από κάπου αλλού, όχι από τη συνηθισμένη πηγή. Στη μεγαλύτερή του σονάτα, τη «Σονάτα Hammerklavier», υπάρχουν σημεία κυρίως στη φούγκα στο φινάλε που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σήμερα. Πιστεύω ότι δεν θα την έγραφε αν είχε κανονική ακοή.
 
– Ποια ιδιαίτερα προσόντα απαιτούν τα έργα του από έναν πιανίστα; Ο μαθητής του Φέρντιναντ Ρις στα απομνημονεύματά του έλεγε ότι πώς όταν έκανε μάθημα ο Μπετόβεν ποτέ δεν σκοτιζόταν για μερικές λάθος νότες ή άλλες λεπτομέρειες και ανακρίβειες. Γινόταν όμως έξω φρενών όταν δεν έμπαινε μέσα στον κόσμο του και δεν κατανοούσε συναισθηματικά και νοητικά το έργο. Για το παίξιμό του λένε ότι ο ίδιος δεν ήταν τόσο ακριβής, αλλά το βάθος της έκφρασής του ήταν κάτι το εκπληκτικό. Επίσης, στον αυτοσχεδιασμό ήταν ίσως ο πιο θαυμάσιος μουσικός που υπήρξε ποτέ.
 
– Θα λέγατε ότι ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα; Αυτό εξυπακούεται. Η δουλειά του χαρακτηρίζεται από μια ελευθερία στην έκφραση, αλλά ταυτόχρονα κι από μια τεράστια πειθαρχία. Θα έλεγα ότι ήταν ίσως ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας της μουσικής που υπήρξε. Από τις τελευταίες σονάτες του, υπάρχουν δύο, η opus 109 και η opus 110 που είναι απόλυτα βασισμένες πάνω στο διάστημα της τρίτης. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Μελετώντας τον, έμεινα πολλές φορές με το στόμα ανοιχτό.
 
– Αυτό απαιτούσε κι άλλες ικανότητες παράλληλα με τη μουσική του ιδιοφυία; Δεν είχε απλώς χάρισμα. Ο άνθρωπος αυτός εργάστηκε επίμονα και μεθοδικά, πιο πολύ από τους περισσότερους συνθέτες. Για τον Μότσαρτ, ήταν όλα πιο εύκολα. Μπορούσε να δει μπροστά του τη σύλληψη ενός ολόκληρου έργου πριν αρχίσει. Ήταν φυσικό ταλέντο. Ο Μπετόβεν εργαζόταν σκληρά. Υπάρχουν αμέτρητα σκίτσα και προσχέδια για κάθε έργο. Ανέλυε την κάθε λεπτομέρεια. Ήταν δύσκολο και μεγάλο το ταξίδι από τις πρώτες ιδέες μέχρι την τελευταία νότα που τελικά έβαζε σε μια σύνθεση. Όμως, το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό.
 
– Πού τοποθετούσε, πιστεύετε, ο ίδιος τον εαυτό του; Ήταν άνθρωπος με επίγνωση για τη συγκεκριμένη αποστολή στη ζωή του. Οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν ιδιόρρυθμο και συχνά τον κατέκριναν. Έχοντας διαβάσει πολλές από τις επιστολές του, εξάγω το συμπέρασμα ότι δεν τον ενδιέφερε να μπει στο καλούπι του κοινού ανθρώπου, κατά τα ειωθότα της εποχής. Ήταν απόλυτα προσηλωμένος στο ρόλο του. Ένιωθε ότι υπήρχε μια πορεία που έπρεπε να ακολουθήσει. Πιστεύω ότι παρεξηγήθηκε τρομερά ως άνθρωπος, όμως υπάρχουν πολλές ιστορίες που αποδεικνύουν ότι ήταν στην ουσία του ένας ευγενικός άνθρωπος, δοτικός προς τον συνάνθρωπό του και με πολύ χιούμορ. Ήταν σίγουρα πολύπλοκος, αλλά ήταν ένας άνθρωπος που πολύ θα ήθελα να γνώριζα.
 
– Τι θα τον ρωτούσατε; Αν περνούσε το κατώφλι μου αυτή τη στιγμή, θα τον παρακαλούσα να καθίσει στο πιάνο και ν’ αυτοσχεδιάσει. Σίγουρα υπάρχουν τεχνικές λεπτομέρειες, μετρονομικές οδηγίες κ.λπ. που θα ήθελα να συζητήσω μαζί του, περισσότερο όμως θα μ’ ενδιέφερε να γνωρίσω την ιδιάζουσα φύση του. Σίγουρα ήταν μια σπάνια προσωπικότητα που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την ετικέτα συμπεριφοράς της εποχής του. Τον ενδιέφερε μόνο να εκφράσει αυτά που είχε μέσα του και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε.
 
– Πώς εξελίχθηκε η δική σας σχέση με τη μουσική του; Με τη μουσική του Σούμπερτ ένιωθα στενή σχέση, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια. Ίσως γιατί τού έβγαινε φυσικά. Το ίδιο και με τον Ντεμπισί, τον Γιάνατσεκ, τον Μότσαρτ. Με τον Μπετόβεν η επαφή αυτή δεν ήταν εύκολη. Εργάστηκα κι εγώ σκληρά για να μπορέσω να κατανοήσω ένα μέρος έστω της ιδιοσυγκρασίας και της τεράστιας γκάμας έκφρασης του ανθρώπου αυτού. Εστιάζοντας τα τελευταία δέκα χρόνια ανακάλυψα εν τέλει μια προσωπικότητα που, επαναλαμβάνω, θεωρώ παρεξηγημένη.
 
– Ήταν αυτός κι ένας από τους λόγους που δεν είχε γίνει μέχρι τώρα αυτή η συνολική μελέτη πάνω στα πιανιστικά του έργα; Μου προκαλεί εντύπωση. Υπάρχουν άλλοι 2-3 πιανίστες που έκαναν τα περισσότερα, όμως περιλαμβάνουν τουλάχιστον τρεις ώρες λιγότερο υλικό. Υπάρχει μόνο μια ηχογράφηση που τα περιέχει όλα, αλλά είναι στο φόρτεπιανο, όργανο της εποχής εκείνης.
 
– Περιμένατε συνεπώς αυτή τη διεθνή απήχηση και την προσοχή που έχει ελκύσει αυτή η δουλειά; Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Με εκπλήσσει. Όμως, από μια άποψη καταλαβαίνω γιατί περιέχει πολλά έργα που δεν ακούγονται καθόλου. Σίγουρα παίζει ρόλο και το ότι φέτος είναι το Έτος Μπετόβεν. Και είναι κρίμα που επισκιάζεται από αυτή την κατάσταση. Στάθηκε λίγο «άτυχος» θα έλεγα, γιατί πολλοί μουσικοί θα γιόρταζαν σε όλο τον κόσμο. Κι εγώ είχα πολλές συναυλίες προγραμματισμένες, όπως για παράδειγμα μια μεγάλη περιοδεία στην Κίνα τον Ιούλιο. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν τον επόμενο χρόνο αν είμαστε καλά.
 
– Είναι ένα φαινόμενο που έχει μελετηθεί βαθιά. Έμεινε και κάτι που θα μπορούσε να συζητηθεί και να αναδειχτεί με αφορμή την επέτειο; Αρκετοί μουσικολόγοι προτείνουν νέες έρευνες, έχουν ανακαλυφθεί καινούρια στοιχεία. Από την πλευρά μου, εγώ παρουσιάσα έργα του που δεν παίζονται. Πάντα υπάρχει υλικό που μπορεί να αναδειχθεί, είναι ανεξάντλητος.
 
– Ποιο άλλο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του σας γοητεύει; Ήταν ένας άνθρωπος πολύπλοκος, αλλά και διαβασμένος. Κατασταλλαγμένος, αλλά και με ανοιχτούς ορίζοντες. Ήταν ένας μεγάλος χριστιανός με την καλύτερη έννοια της λέξης, όμως αναζητούσε σοφία και σε άλλους δρόμους. Εκτός από τη γνώση του δυτικού κόσμου, είχε επαφές με σοφούς ανθρώπους από την Ανατολή. Μελέτησε τα ιερά βιβλία των Ινδών, τις Ουπανισάδες, τη Μπαγκαβαντγκίτα κ.λπ. Η φιλοσοφία αυτή τον ερέθισε πολύ, στο γραφείο όπου έγραφε είχε αποσπάσματα από τα βιβλία αυτά. 
 
– Με την ολοκλήρωση των πιανιστικών απάντων του, αισθάνεστε ότι έχετε εκπληρώσει τον πιο σημαντικό σκοπό στη ζωή σας; Έχετε άλλους μεγάλους στόχους από εδώ και πέρα; Ο άνθρωπος πάντοτε πρέπει να έχει στόχους. Πρέπει όλοι, όχι μόνο οι μουσικοί, να βρίσκουμε τρόπους να είμαστε δημιουργικοί. Αν νιώσουμε ότι φτάσαμε στο ύψος μιας επίτευξης, στο αποκορύφωμα μιας πορείας, τότε είμαστε σχεδόν νεκροί. Μετά το μόνο που υπάρχει είναι η κατηφόρα. Σίγουρα, έχω κι άλλους στόχους. Ηχογραφώ έργα κι άλλων συνθετών, που θα παρουσιαστούν στα επόμενα 2-3 χρόνια.
 
– Γιατί πιστεύετε ότι η μουσική του εξακολουθεί να είναι τόσο δημοφιλής και να ακούγεται τόσο φρέσκια μετά από αιώνες; Ήταν αυτό το συνεχές ψάξιμο για κάτι πιο υψηλό, πιο πνευματικό. Δεν ενδιαφερόταν καθόλου να εντυπωσιάσει το κοινό. Υπηρετούσε κάτι ανώτερο, που δεν αφορά αυτόν τον κόσμο.

 
– Πώς κυλούν οι μέρες σας αυτή την ταραγμένη εποχή; Μελετώ, κάνω διαδικτυακά μαθήματα στους μαθητές μου στην Ακαδημία του Τρίνιτι. Δεν είναι το ίδιο, αλλά πρέπει να προσαρμοστούμε. Η επαφή με τον μαθητή έστω κι έτσι είναι εκ των ων ουκ άνευ.
 
– Φανταστήκατε να μην είχατε πιάνο στο σπίτι; Μπορώ να το φανταστώ κι ίσως και να το απολάμβανα (γέλια). Θα ήταν ένα διάλειμμα, μια ευκαιρία να προσηλωθώ σε άλλα θέματα. Να διαβάσω τα βιβλία που ήθελα σε όλη μου τη ζωή. Είναι για όλους μια ευκαιρία να κάνουμε πράγματα που προηγουμένως αναβάλλαμε με τη δικαιολογία της έλλειψης χρόνου. Υπάρχουν και θετικά απ’ αυτή την περιπέτεια. Βλέπω ότι οι άνθρωποι άρχισαν να συμπεριφέρονται καλύτερα στους συνανθρώπους τους, να συνειδητοποιούν ότι μόνοι και κλεισμένοι στον εγωιστικό τους κόσμο δεν μπορούν να κάνουν και πολλά πράγματα. Ευκαιρία να εμβαθύνουμε και ν’ αναρωτηθούμε τι πραγματικά έχει σημασία και αξία σ’ αυτή τη ζωή.
 
– Ποια άλλη ενασχόληση πέραν της μουσικής σας ευχαριστεί; Μου αρέσουν τα σπορ και μέχρι πρόσφατα έπαιζα μπάντμιντον. Παλιά έπαιζα τένις και παρακολουθώ και ποδόσφαιρο. Παίζω σκάκι, κυρίως στον υπολογιστή. Αν δεν ήμουν μουσικός νομίζω ότι θα μπορούσα να είμαι επαγγελματίας σκακιστής. Το σκάκι πάντα με ενθουσίαζε.
 
– Αυτές οι αναζητήσεις συνδέονται με τη μουσική σας φύση; Δεν ξέρω. Από μικρός δεν είχε ποτέ περάσει από το μυαλό μου ότι θα ασχοληθώ με οτιδήποτε πέραν της μουσικής. Ήξερα από ότι γεννήθηκα για να εκφράζομαι έτσι. Νιώθω τυχερός από αυτή την άποψη, διότι γνωρίζω πολλούς που ακόμη και σε προχωρημένη ηλικία δεν έχουν καταλήξει ποιος είναι ο σκοπός τους στη ζωή και τι θέλουν να κάνουν.
 
– Δεν μετανιώσατε ποτέ, δεν αμφιβάλλατε για τον δρόμο που πήρατε; Ποτέ. Βέβαια, οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται κανείς εξαρτάται από την προσέγγιση που επιλέγει. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αυτό που κάνεις, αλλά πώς το κάνεις. Υπάρχουν τόσοι που ασχολούνται με τη μουσική, όμως αυτό που έχει σημασία είναι η προσέγγισή τους. Δεν θα βρεις ποτέ δύο πιανίστες να παίζουν το ίδιο.
 
– Δηλαδή, αν θα γινόσασταν κάτι άλλο, αυτό θα ήταν ένας διαφορετικός πιανίστας; Κάπως έτσι. Φυσικά, η δική μου προσέγγιση έχει αλλάξει στην πορεία. Δεν είμαι ο ίδιος που ήμουν στα 20 ή τα 30 μου. Εκείνο που δεν άλλαξε ποτέ είναι η πεποίθηση ότι ο ερμηνευτής πρέπει να υπηρετεί τον συνθέτη. Είναι το Άλφα και το Ωμέγα στη φιλοσοφία μου. Αυτό δεν σημαίνει αυτό ότι εκφραζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο, αφού τα πάντα περνούν μέσα από το φίλτρο της αντίληψης του καθενός. Πιστεύω ότι ειδικά στα μεγάλα αριστουργήματα πίσω από τη σύνθεση κρύβεται κάτι μεγαλειώδες και ουσιώδες κι ότι στόχος του ερμηνευτή είναι να συντονιστεί με την ουσία αυτή. Αλλιώς η εκτέλεση είναι επιφανειακή. Έτυχε πολλές φορές να πάω σε ρεσιτάλ και ν’ ακούσω ένα άρτιο πιανιστικό παίξιμο, αλλά ν’ ακούω τον πιανίστα και τίποτε άλλο. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να εντυπωσιάσω τον ακροατή με τη δεξιοτεχνία μου. Υπάρχει κάτι ανώτερο από αυτό.
 
* Η συλλογή «Beethoven: The Complete Piano Works» ηχογραφήθηκε στη Λειψία και κυκλοφορεί από την Hänssler Classic.