Μια συνηθισμένη ημέρα στο εστιατόριο του σεφ Gordon Ramsay στο Caesars Palace στο Λας Βέγκας, οι εισπράξεις από την πώληση fish and chips φτάνουν σχεδόν τις 20.000 δολάρια. Ο χώρος του εστιατορίου, μεγέθους 1.200 τετραγωνικών ποδών, φιλοξενεί σε ημερήσια βάση περίπου 1.300 πελάτες. Το εστιατόριο έκανε ντεμπούτο το 2012 και έκτοτε ο Ramsay άνοιξε ένα ακόμα στο Ατλάντικ Σίτι.  
Και τα δύο μαζί έχουν πουλήσει περισσότερες από 300.000 μερίδες fish and chips. “Κατέλαβαν εξαπίνης τη χώρα. Κοιτούσα την ουρά που είχε μαζευτεί έξω από την πόρτα”, ανέφερε ο Ramsay στο Forbes.  Το “μπριζολάδικο” που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια ο Ramsay, στο Caesars’ Paris Las Vegas Hotel, επεκτάθηκε σε Ατλάντι Σίτι και Βαλτιμόρη, δελεάζοντας τους πελάτες με μοσχάρι Γουέλινγκτον (περισσότερες από 250.000 μερίδες έχουν πουληθεί από το 2012) και πουτίγκες sticky toffee (έχουν πουληθεί περισσότερες από 200.000).
Όταν υπάρχει τέτοια ζήτηση, δημιουργείται μια ευκαιρία που πρέπει να την αδράξεις ταχύτατα. Και για αυτό τον λόγο ο Ramsay πριν από ένα έτος άρχισε να ψάχνει για έναν συνεταίρο, για να τον βοηθήσει να διαχειριστεί τις ταχύτατα επεκτεινόμενες δουλειές του. “Δεν ήμουν έτοιμος να κάνω πετάλι για να ανέβω μόνος μου τον λόφο. Θα χρειαζόμουν τουλάχιστον 15 χρόνια για να το πετύχω μόνος μου”, αναφέρει ο Ramsay, συμπληρώνοντας “ας το κάνουμε τώρα”.  
Έτσι ο σεφ υπέγραψε συμφωνία με την Lion Capital, έναν διαχειριστή ιδιωτικών κεφαλαίων με γραφεία σε Λονδίνο και Λος Άντζελες, η οποία έχει εμπλοκή σε εταιρείες όπως η αλυσίδα εστιατορίων wagamama, τα Kettle τσιπς και τον Jimmy Cho. Πλέον η Lion κατέχει το 50% της Gordon Ramsay North America, ενώ το υπόλοιπο 50% παρέμεινε στα χέρια του Ramsay. Ο σεφ αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες για το μέγεθος της συναλλαγής, όμως σύμφωνα με ότι έγινε γνωστό, η Lion θα επενδύσει εντός της επόμενης πενταετίας 100 εκατ. δολάρια, για να δημιουργήσει μια “αυτοκρατορία” εστιατορίων Gordon Ramsay σε όλη την Αμερική. Το κοινό εγχείρημα αναμένεται να δημιουργήσει 100 νέα εστιατόρια στις ΗΠΑ ως το 2024.  “Ερωτεύτηκα αυτή την χώρα πριν 20 χρόνια. Υπάρχει θέληση εδώ.
Ο στόχος μου τώρα είναι να δημιουργήσω ένα από τα πιο συναρπαστικά brands φαγητού στην Αμερική”, δηλώνει ο Ramsay. “Είμαι ένας μανιακός με τον έλεγχο και αυτό που χρειαζόμουν ήταν ο σωστός συνέταιρος. Για εμένα αυτός ο συνεταιρισμός ήταν καθοριστικής σημασίας”.  Μέχρι στιγμής ο Ramsay έχει οκτώ εστιατόρια, σε Λας Βέγκας, Ατλάντικ Σίτι και βαλτιμόρη σε συνεργασία με την Caesars Entertainment. Τρία από τα brands που έχει δημιουργήσει ο Βρετανός σεφ, τα Gordon Ramsay Steak, Gordon Ramsay Pub & Grill, Gordon Ramsay Fish & Chips, θα επεκταθούν ως συνέπεια της νέας συμφωνίας.  “Το Βέγκας είναι μια απίστευτη πλατφόρμα. Όλοι πιστεύουν ότι αφορά μόνο πάρτι και διασκέδαση, αλλά είναι μια από τις πιο σοβαρές και σεβαστές γαστρονομικές πρωτεύουσες του κόσμου. Εκεί δεν υπάρχουν δεύτερες ευκαιρίες”, αναφέρει ο Ramsey.  
Η συμφωνία με την Lion θα φέρει στις ΗΠΑ άλλα δύο concept του σεφ: Το Gordon Ramsay Street Pizza και το Gordon Ramsay Bread Street Kitchen. Τα  Street Pizza και Bread Street Kitchen ήδη γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ και Ντουμπάι.  Ο Ramsay που έχει βρεθεί έξι φορές στη λίστα Celebrity 100, πέρσι κέρδισε 62 εκατ. δολάρια, κυρίως από την τηλεοπτική συμφωνία του με το Fox, όπου είναι παραγωγός και παρουσιαστής των εκπομπών MasterChef, Hell’s Kitchen, MasterChef Jr., καθώς και του 24 Hours to Hell and Back.  Τα 15 εστιατόρια του Ramsey στο Λονδίνο δεν θα επηρεαστούν από την συμφωνία με την Lion. Η συμφωνία ήρθε μόλις λίγες εβδομάδες από την ανακοίνωση ότι ένας άλλος Βρετανός σεφ, ο Jamie Oliver κλείνει τα 22 από τα 25 εστιατόρια του στη Βρετανία.  
“Είναι μια υπερκορεσμένη αγορά εκεί και πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός όσον αφορά το βαθμό της επέκτασης”, ανέφερε για την περίπτωση του Oliver. “Είναι ατυχές να τον βλέπεις σε αυτή την κατάσταση, αλλά αυτό συμβαίνει όταν μια κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου και εσύ αρνείσαι να αναλάβεις τον έλεγχο”, δηλώνει ο Ramsay. Προσθέτει δε, “εγώ πάλι έκανα υπομονή, μαθαίνοντας από τα λάθη των άλλων”.    
Της Chloe Sorvino
Πηγή: Forbes