Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άκουσε την Τρίτη επιχειρήματα επί μιας διαμάχης σχετικά με έναν φορολογικό λογαριασμό 14.279 δολαρίων – και το ελαφρώς πιο ευρύ ερώτημα του τι θεωρείται εισόδημα σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό φορολογικό κώδικα των ΗΠΑ, έναν ορισμό που η κυβέρνηση Μπάιντεν θα ήθελε να διευρύνει.

Ο φορολογικός λογαριασμός στο επίκεντρο της εν λόγω υπόθεσης αφορά τον Charles και την Kathleen Moore, από μια επένδυση την οποία πραγματοποίησαν στην Ινδία πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες.

Παρόλο που δεν έχουν συλλέξει ποτέ κέρδη, η επένδυσή τους έχει πάει καλά και οι αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία που ψηφίστηκαν το 2017 απαιτούσαν πλέον από εκείνους να πληρώσουν φόρο για την αυξημένη αξία της. Οι Moore υποστηρίζουν ότι δεν έχουν λάβει έσοδα από την επένδυσή τους και ως εκ τούτου δεν πρέπει να υπόκεινται σε καμία φορολόγηση γι’ αυτήν.

Ερωτήματα

Το αν η αυξημένη αξία της επένδυσης των Moore αποτελεί εισόδημα ή μη πραγματοποιηθέν κέρδος είναι ένα δύσκολο από νομική άποψη ερώτημα. Για έναν οικονομολόγο, ωστόσο, το ζήτημα είναι εξαιρετικά απλούστερο: οι φόροι περιουσίας, οι οποίοι αποτελούν μέρος της προσχεδίου προϋπολογισμού των ΗΠΑ του προέδρου Τζο Μπάιντεν για το 2024, είναι φρικτή οικονομική πολιτική.

Οι φόροι είναι μέρος της ζωής και όλοι πρέπει να τους πληρώνουν, οι πλούσιοι μάλιστα περισσότερο από τους λιγότερο εύπορους. Δεν είναι όλοι οι φόροι το ίδιο – και είναι σημαντικό το πώς λειτουργεί ένας φόρος. Ορισμένοι φόροι είναι πιο δύσκολο να εφαρμοστούν από άλλους και κάποιοι δημιουργούν μεγαλύτερες οικονομικές στρεβλώσεις. Με βάση και τα δύο αυτά κριτήρια, η φορολόγηση του πλούτου – συμπεριλαμβανομένων των μη πραγματοποιηθέντων κερδών – είναι ο χειρότερος τρόπος φορολόγησης.

Η φορολόγηση του πλούτου των πολυεκατομμυριούχων, όπως προτείνει ο Μπάιντεν, μπορεί να ακούγεται αβλαβής. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για  πολύ πλούσιους ανθρώπους (αν και όχι δισεκατομμυριούχους). Η εφαρμογή, ωστόσο, αυτού του φόρου θα ήταν πολύ δύσκολη. Οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι συχνά αποκτούν αυτόν το επίπεδο πλούτου ξεκινώντας επιχειρήσεις και έχουν μεγάλο μέρος του πλούτου αυτού “δεμένο” με τις εταιρείες τους. Συχνά αυτές οι εταιρείες είναι μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο, επομένως είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν αντικειμενικά.

Ακόμη και για περιουσιακά στοιχεία που διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο, η εφαρμογή του φόρου δεν θα ήταν απλή. Με βάση ποια ημέρα υπολογίζεται η φορολογική υποχρέωση; Τι γίνεται αν η αξία του περιουσιακού στοιχείου μειωθεί από τότε μέχρι την ημέρα που πρέπει να καταβληθεί ο φόρος; Θα φτάσει το κράτος να χρωστά χρήματα στους πολυεκατομμυριούχους σε μια χρονιά που τα περιουσιακά τους στοιχεία θα έχουν χάσει αντί να κερδίσουν αξία; Οι ΗΠΑ φορολογούν επί του παρόντος τα κεφαλαιακά κέρδη, πεδίο στο οποίο αυτά τα ερωτήματα είτε δεν προκύπτουν είτε έχουν σαφή απάντηση.

Οι φόροι περιουσίας είναι επίσης αρνητικοί συνολικά για την οικονομία. Ακόμη και οι ιδιοκτήτες επιτυχημένων εταιρειών μπορεί να μην έχουν αρκετά μετρητά ώστε να πληρώσουν τον φόρο επί της αξίας των εταιρειών τους σε ένα δεδομένο έτος, ειδικά εάν ο φόρος είναι έως και 20% επί μη πραγματοποιηθέντων κερδών και μπορεί να χρειαστεί να μειώσουν το ποσοστό ιδιοκτησίας τους. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες θα έχουν μικρότερο έλεγχο επί των επιχειρήσεων τους.

Κίνητρα και αποτελέσματα

Η υπαγωγή των εταιρειών σε ετήσιο φόρο επί της αξίας τους θα δημιουργούσε ένα κίνητρο για να διατηρούνται οι εταιρείες εκτός χρηματιστηρίου, επειδή η αξία της εταιρείας θα είναι ευκολότερο να χειραγωγηθεί. Στην πραγματικότητα, ένας φόρος επί μη πραγματοποιηθέντων κερδών πιθανότατα θα οδηγούσε πλούσιους ανθρώπους να διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους σε μη διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία. Αυτό όχι μόνο θα μείωνε τη διαφάνεια, αλλά θα στερούσε από τους απλούς Αμερικανούς πολίτες την ευκαιρία να επενδύσουν σε αναπτυσσόμενες εταιρείες. Ναι, το κράτος θα μπορούσε να δημιουργήσει εξαιρέσεις – για παράδειγμα, φοροαπαλλαγές για ορισμένα είδη περιουσιακών στοιχείων ή για ορισμένους κλάδους – ωστόσο αυτό απλώς θα είχε ως αποτέλεσμα περισσότερες στρεβλώσεις και λιγότερη διαφάνεια.

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ήδη φόρος ακίνητης περιουσίας. Αξιολογείται και καταβάλλεται ωστόσο μόνο μία φορά στη ζωή ενός εκάστου – και υπόκειται σε κάθε είδους “κόλπα” για να χειραγωγούνται προς τα κάτω οι αξίες. Υπάρχει λόγος που η περιουσία δε φορολογείται. Άλλες χώρες προσπάθησαν και ανακάλυψαν ότι οι φόροι περιουσίας αποτελούν περισσότερο πρόβλημα παρά κέρδος. Είναι πολύ εύκολο να οδηγήσουν σε φαινόμενα εξαπάτησης και οι άνθρωποι καταλήγουν να μετακινούν τα χρήματά τους – εκτός χώρας ή σε περιουσιακά στοιχεία που δύσκολα αποτιμώνται, όπως έργα τέχνης, αντί για την τοπική οικονομία.

Για να το μην παρεξηγηθούμε: ναι, οι ΗΠΑ χρειάζονται περισσότερα φορολογικά έσοδα και ναι, οι πολύ πλούσιοι Αμερικανοί θα μπορούσαν να πληρώνουν περισσότερα. Υπάρχουν όμως καλύτεροι τρόποι για να συγκεντρώσει κανείς χρήματα σε σχέση με έναν φόρο περιουσίας. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να φορολογεί την αύξηση της αξίας μιας περιουσίας όταν αυτή μεταβιβάζεται. Θα μπορούσαν επίσης να υπάρχουν πιο προοδευτικοί (κλιμακωτοί) φόροι κατανάλωσης στα είδη πολυτελείας.

Η φορολόγηση περιουσίας είναι κακή ιδέα, ακόμη κι αν αφορά τους πιο πλούσιους ανθρώπους. Ανεξάρτητα από το τι θα αποφασίσει το δικαστήριο, οι πολιτικοί θα πρέπει να απορρίψουν τη σκέψη της φορολόγησης μη πραγματοποιηθέντων κερδών και να επικεντρωθούν σε πιο λογικούς τρόπους αύξησης των κρατικών εσόδων.