Η Αναλογιστική Μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων με ημερομηνία αναφοράς την 31η Δεκεμβρίου 2020, επιβεβαιώνει τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων πέραν του 2080 και περιλαμβάνει σημαντικές εισηγήσεις για τον εξορθολογισμό της επενδυτικής πολιτικής και την αναβάθμιση της πολιτικής χρηματοδότησης, δήλωσε σήμερα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γιάννης Παναγιώτου.

Όπως είπε, κύριος σκοπός των περιοδικών αναλογιστικών ανασκοπήσεων του ΤΚΑ, σύμφωνα με το άρθρο 76(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, είναι η εξέταση της σημερινής οικονομικής κατάστασης του ΤΚΑ και η παρουσίαση των εκτιμήσεων του Αναλογιστή για τη μελλοντική του οικονομική κατάσταση, καθώς επίσης και η εξέταση της επάρκειας ή μη του ύψους των εισφορών για τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του ΤΚΑ, νοουμένου ότι οι πρόνοιες του Νόμου παραμένουν αμετάβλητες.

Η επόμενη θεσμοθετημένη αναλογιστική ανασκόπηση του ΤΚΑ με ημερομηνία αναφοράς 31 Δεκεμβρίου 2023 θα εκπονηθεί το 1ο τρίμηνο του 2025.

Τα αποτελέσματα της θεσμοθετημένης αναλογιστικής ανασκόπησης του ΤΚΑ με ημερομηνία αναφοράς 31 Δεκεμβρίου 2020, η οποία διεξήχθη με βάση τα αναλογιστικά πρότυπα κοινωνικής ασφάλισης του Διεθνούς Αναλογιστικού Συνδέσμου, καταδεικνύουν ότι τα μέτρα μεταρρύθμισης του Σχεδίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Απριλίου του 2009 και του Δεκεμβρίου του 2012, αντίστοιχα, διασφαλίζουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του ΤΚΑ, καθιστώντας το χρηματοοικονομικά βιώσιμο πέραν του 2080.

Σύμφωνα με τα εν λόγω αποτελέσματα, εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 2021-2080 που κάλυψε η εν λόγω μελέτη:

(α)    κάθε χρόνο τα έσοδα του ΤΚΑ από εισφορές και εισοδήματα επενδύσεων επαρκούν για να καλύψουν τις αντίστοιχες ετήσιες δαπάνες συντάξεων

και

(β)    το αποθεματικό του ΤΚΑ διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, το εκτιμώμενο ύψος του οποίου το 2080 διαμορφώνεται στο τριπλάσιο της ετήσιας δαπάνης του ΤΚΑ.

Για τον καθορισμό των παραδοχών της αναλογιστικής μελέτης, μεταξύ άλλων, λήφθηκαν υπόψη οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, όπως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρίως όσον αφορά τις οικονομικές παραδοχές και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας όσον αφορά τις δημογραφικές παραδοχές.

Στο πλαίσιο της αναλογιστικής μελέτης εξετάστηκε η μεταβολή του προσδόκιμου ζωής κατά την περίοδο 1.1.2018 – 1.1.2023 για σκοπούς αναπροσαρμογής της συντάξιμης ηλικίας, όπως προνοείται από τη νομοθεσία να εξετάζεται ανά πενταετία. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης κατέδειξε ότι δεν επιβάλλεται αύξηση της συντάξιμης ηλικίας για την περίοδο μέχρι την επόμενη εξέταση.

Επίσης, εξετάστηκε κατά πόσο χρειάζεται να αυξηθεί το ποσοστό εισφοράς στο ΤΚΑ, πέραν από τις μελλοντικές θεσμοθετημένες αυξήσεις, ούτως ώστε να καλυφθεί η δαπάνη που προκύπτει από την επέκταση του δικαιώματος σε σύνταξη χηρείας στους άντρες, σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων τροποποιητικό νόμο 126(Ι) του 2019.  Το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτού του ενδεχόμενου κατέδειξε ότι δεν είναι αναγκαίο να επιβληθεί πρόσθετη αύξηση εισφορών για κάλυψη αυτής της παροχής όπως σήμερα προνοείται από τη νομοθεσία.

Για την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης του ΤΚΑ και κατ’ επέκταση της καλύτερης διασφάλισης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των ασφαλισμένων καθώς και της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας εισηγείται όπως αναθεωρηθεί η επενδυτική πολιτική του ΤΚΑ, με κύριο στόχο την καλύτερη διασπορά του χαρτοφυλακίου επενδύσεων του ΤΚΑ

Συγκεκριμένα, εισηγείται όπως εξεταστεί το ενδεχόμενο για αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων σε στοιχεία εκτός δημοσίου, για διασφάλιση υψηλότερων αποδόσεων, στα πλαίσια χαμηλού και επιμετρημένου κινδύνου.  Επενδύοντας στο εγγύς μέλλον μέρος του ενεργητικού του ΤΚΑ σε στοιχεία εκτός δημοσίου, θα βοηθούσε μακροπρόθεσμα στη συγκράτηση των μελλοντικών αυξήσεων του χρέους του κράτους προς το ΤΚΑ και ταυτόχρονα θα παρείχε μεγαλύτερη ευελιξία στο ΤΚΑ σε περιόδους σημαντικών οικονομικών περιορισμών.

Σύμφωνα με τις εισηγήσεις, οποιαδήποτε αλλαγή στην επενδυτική πολιτική του ΤΚΑ θα πρέπει να είναι σταδιακή και τα ακριβή ποσά από τα ετήσια πλεονάσματα του ΤΚΑ, που θα μπορούν να επενδυθούν σε στοιχεία εκτός δημοσίου, καθώς επίσης και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους, θα πρέπει να καθοριστούν σε συνεργασία με τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο έχει την αρμοδιότητα του καθορισμού της επενδυτικής πολιτικής του ΤΚΑ, με γνώμονα την ομαλή υλοποίηση του δημοσιονομικού προγραμματισμού.

Επιπρόσθετα, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας εισηγείται τη διαμόρφωση ολοκληρωμένης πολιτικής χρηματοδότησης (“financing policy”) του ΤΚΑ, που θα προνοεί ένα πλαίσιο παραμέτρων για τις εισφορές και τις παροχές, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια με δίκαιους και βιώσιμους κανόνες. Σύμφωνα με την εισήγηση, η πολιτική χρηματοδότησης θα καθορίζει τους χρονικούς ορίζοντες και στόχους χρηματοδότησης του ΤΚΑ, ενώ και θα αξιολογεί τους τρέχοντες και μελλοντικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει το ΤΚΑ και τον βαθμό αβεβαιότητας των εκτιμήσεων για τη βιωσιμότητά του. Επιπλέον, η πολιτική χρηματοδότησης θα προνοεί στη διασφάλιση της διατήρησης ενός επαρκούς ύψους αποθεματικού με στόχο την επίτευξη της σταθερότητας της χρηματοδότησης του ΤΚΑ μακροπρόθεσμα.

Τα συμπεράσματα της Αναλογιστικής Μελέτης αποτελούν σημείο αναφοράς για την προγραμματισμένη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2025, και οι εισηγήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας θα αξιοποιηθούν εποικοδομητικά από την Κυβέρνηση, που διαθέτει την πολιτική βούληση για να τις υλοποιήσει, μέσα από τη δημόσια διαβούλευση, τον κοινωνικό διάλογο και τη συνεργασία με τις πολιτικές δυνάμεις.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 76(2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν.59(Ι)/2010, στη βάση της Αναλογιστικής Μελέτης του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα υποβληθεί ενημερωτική έκθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Σύνδεσμος για πρόσβαση στην Αναλογιστική Μελέτη για τη Βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων