Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνής παράγοντα τοποθετούν πολύ χαμηλά των πήχη των προσδοκιών τους στο Κυπριακό και εμφανίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ απαισιόδοξοι ως προς τις προοπτικές να αποδώσει καρπούς η νέα προσπάθεια που ξεκίνησε μέσω της απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών. 

Η απαισιοδοξία πηγάζει από δύο παράγοντες: στο χάσμα που χωρίζει τις θέσεις των δύο πλευρών και στη συμπεριφορά των δύο ηγετών στο νησί. Αξιωματούχοι του διεθνούς παράγοντα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμούν πως σήμερα το χάσμα στις θέσεις των δύο πλευρών είναι τέτοιο που θεωρείται – υπό τα σημερινά δεδομένα – πως δύσκολο να γεφυρωθεί και να φέρει τα μέρη πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκτιμούν επίσης ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές ατζέντες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και η κάθε πλευρά, σήμερα, παραμένει προσκολλημένη στη δική της ατζέντα.

Πέραν του χάσματος των θέσεων που πρεσβεύει η κάθε πλευρά οι ξένοι αξιωματούχοι δεν φαίνεται να έχουν πειστεί  για τις προθέσεις των δύο ηγετών και πόσο το εννοούν όταν δηλώνουν έτοιμοι να επανέλθουν στο τραπέζι των συνομιλιών. Παράλληλα υπάρχουν κι εκείνοι οι κύκλοι που βλέπουν με καχυποψία πως επιχειρείται και από τις δύο πλευρές να εκμεταλλευθούν την τρέχουσα νέα προσπάθεια των Ηνωμένων Εθνών για προκειμένου να έχουν κέρδη σε άλλα πεδία.

Στις πρωτεύουσες όπου υπάρχει ενδιαφέρον για το Κυπριακό έχουν στραμμένη την προσοχή τους προς την κατεύθυνση της Μαρία Άνχελα Ολγκίν Κουεγιάρ και την αποστολή της. Ευελπιστούν ότι η Κολομβιανή αξιωματούχος θα έχει περισσότερη τύχη από τους προκατόχους της. Φαίνεται επίσης να επενδύουν πολλά στην μεθοδικότητα και την αποφασιστικότητά της προκειμένου να πετύχει να αλλάξει τα υφιστάμενα δεδομένα και να φέρει τα δύο μέρη ξανά σε τροχιά διαλόγου.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι διεθνής και ευρωπαϊκός παράγοντας κοιτάζουν περισσότερο προς τη Λευκωσία –και τις δύο πλευρές διαχωριστικής γραμμής – παρά προς την Άγκυρα και το ρόλο που μπορεί η τουρκική κυβέρνηση να παίξει όχι μόνο για μπορέσουν οι συνομιλίες να επαναρχίσουν αλλά και στο να επιτευχθεί ένα θετικό αποτέλεσμα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι από τουρκοκυπριακής πλευράς δηλώνεται με κατηγορηματικό τρόπο πως είναι η Τουρκία που θα αποφασίσει για το Κυπριακό.

Ο λεγόμενος «υπουργός εξωτερικών» του κατοχικού καθεστώτος Ταχσίν Ερτουγρούλογλου ανέφερε ότι δεν θα γίνει κανένα βήμα «που θα βλάψει τα συμφέροντα της μητέρας πατρίδας Τουρκίας». Ενώ κάλεσε, ευθέως, την Άγκυρα να αποφασίσει για το τι θα γίνει στο Κυπριακό υποστηρίζοντας ότι «όλο το παιχνίδι που παίζεται στη διεθνή σκηνή είναι να αποσπάσουν τον τουρκοκυπριακό λαό από τη μητέρα πατρίδα και να τον αφήσουν υπό ελληνοκυπριακή κυριαρχία».

Για τον ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, Ερσίν Τατάρ, η Κύπρος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προέκταση της Τουρκίας. Θέλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να καταδείξει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κατοχικό καθεστώς και την Άγκυρα. Μια προσέγγιση, ωστόσο η οποία προκαλεί αντιδράσεις από πλευράς Ελληνοκυπρίων οι οποίοι θεωρούν πως η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιδιώκει μέσα από τη λύση του Κυπριακού να διασφαλίσει πρωτίστως τα συμφέροντα της Τουρκίας και όχι των Τουρκοκυπρίων.

Από την άλλη στην τουρκοκυπριακή πλευρά επιμένουν να θεωρούν ότι στόχος των Ελληνοκυπρίων είναι η απομάκρυνση της Τουρκίας και ο πλήρης έλεγχος του νησιού. Μέσα από αυτό το φακό είδαν και τα μέτρα προς τους Τουρκοκυπρίους που εξήγγειλε ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης, υποστηρίζοντας πως αυτά στόχευσαν πρωτίστως στο να κερδίσει η ελληνοκυπριακή πλευρά πόντους και όχι να βοηθηθεί η τουρκοκυπριακή κοινότητα.