Το άρθρο αυτό, το οποίο επικεντρώνεται στην κρίση του πολιτικού συστήματος με ιδιαίτερη αναφορά στο ΔΗΚΟ, είναι το τρίτο μιας σειράς ομότιτλων άρθρων. Στα δύο προηγούμενα αξιολογήθηκε η πολιτική κατάσταση στον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ.

Σε αντίθεση με τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ στο ΔΗΚΟ παραδοσιακά δεν υπήρχαν/υπάρχουν ξεχωριστές ιδεολογικοπολιτικές τάσεις. Τυχόν διαφορετικές προσεγγίσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα ήταν επί μέρους. Οι όποιες διαφορές ήταν/είναι περισσότερο στο διαπροσωπικό επίπεδο. Και αυτές είχαν και έχουν το δικό τους κόστος.

Ενώ τόσο ο ΔΗΣΥ όσο και το ΑΚΕΛ είχαν τα δικά τους σοβαρά προβλήματα το ΔΗΚΟ δεν κατάφερε να τα κεφαλοποιήσει. Αντίθετα στις διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις των προηγούμενων χρόνων ενώ το κόμμα αυτό δεν ήταν στον κυβερνητικό σχηματισμό είχε σοβαρές απώλειες. Υπογραμμίζω επίσης τη διάσπαση του ΔΗΚΟ και τη δημιουργία της ΔΗΠΑ.

Για να κατανοηθούν επαρκώς τα δεδομένα είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η συζήτηση. Εξ ορισμού το ΔΗΚΟ, όπως σχεδόν όλα τα κόμματα του Κέντρου, πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ελίσσονται καθώς τα πολιτικά δρώμενα μπορεί να ευνοήσουν τη συνεργασία είτε με τη Δεξιά είτε με την Αριστερά.

Ο Σπύρος Κυπριανού στις εκλογές του 1983 συνεργάσθηκε με το ΑΚΕΛ, το 1988 όταν ο ίδιος απέτυχε να περάσει στον δεύτερο γύρο κάλεσε τους οπαδούς του κόμματος να ψηφίσουν κατά συνείδηση και το 1993 (και πάλι στον δεύτερο γύρο) τάχθηκε υπέρ του Γλαύκου Κληρίδη. Παρά μια επιτυχημένη διακυβέρνηση ΔΗΣΥ – ΔΗΚΟ, το 1998 ο Σπύρος Κυπριανού συνεργάσθηκε με το ΑΚΕΛ με κοινό υποψήφιο τον Γιώργο Ιακώβου. Στις προεδρικές εκλογές του 2003 ο ηγέτης του ΔΗΚΟ Τάσσος Παπαδόπουλος τις κέρδισε με τη στήριξη του ΑΚΕΛ, της ΕΔΕΚ και του κόμματος των Οικολόγων. Όταν το 2008 ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν πέρασε στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, το ΔΗΚΟ στήριξε τον Δημήτρη Χριστόφια έναντι του Ιωάννη Κασουλίδη.

Το 2013 ο Μάριος Καρογιάν ως ηγέτης του ΔΗΚΟ έκανε την υπέρβαση στηρίζοντας τον υποψήφιο του ΔΗΣΥ Νίκο Αναστασιάδη από τον πρώτο γύρο, παρά το γεγονός ότι αρχικά δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Ο Νικόλας Παπαδόπουλος που διαδέχθηκε τον Μάριο Καρογιάν αποχώρησε από την κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη λίγο μετά τη συμφωνία του τελευταίου με τον Ντερβίς Έρογλου για το Κυπριακό (στα μέσα Φεβρουαρίου 2014). Αρκετά στελέχη του ΔΗΚΟ δεν συμφώνησαν με τη συγκεκριμένη απόφαση, η οποία εκ των πραγμάτων σταδιακά οδήγησε στη διάσπαση.

Ο Νικόλας Παπαδόπουλος δεν ευτύχησε να έχει δίπλα του ένα συνεργάτη όπως ο Γλαύκος Κληρίδης είχε τον Παντελή Κούρο. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι και στον ΔΗΣΥ υπήρχαν οι διαπροσωπικές αντιπαλότητες – αυτό είναι ανθρώπινο – αλλά ο Κούρος με τη στάση του προστάτευε τον Κληρίδη. Ο Κούρος, για παράδειγμα, δεν διεκδίκησε βουλευτική έδρα το 1976, το 1981, το 1985 και το 1991. Ανέλαβε τα καθήκοντά του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω όταν ο Κληρίδης κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 1993.

Στις προεδρικές εκλογές του 2018 ο Νικόλας Παπαδόπουλος κατήλθε ως υποψήφιος αλλά απέτυχε να περάσει στον δεύτερο γύρο. Θεωρώ ότι στις συγκεκριμένες εκλογές το ΑΚΕΛ θα συζητούσε την υποστήριξη άλλου υποψηφίου ο οποίος να προερχόταν από το ΔΗΚΟ ή το ευρύτερο Κέντρο. Μάλιστα επι τούτου υπήρξαν και συγκεκριμένες εισηγήσεις. Μια τέτοια συνεργασία θα ήταν νικηφόρα και θα προετοίμαζε το έδαφος για Προεδρία Νικόλα Παπαδόπουλου στην πορεία του χρόνου.

Τον Δεκέμβριο του 2020 το ΔΗΚΟ καταψήφισε τους προϋπολογισμούς που είχε καταθέσει η κυβέρνηση κατηγορώντας τον Πρόεδρο Αναστασιάδη για διαφθορά. Ότι υπήρξε μια έξαρση της διαφθοράς επί ημερών του Νίκου Αναστασιάδη δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως τη δεδομένη στιγμή η κοινωνία βίωνε μια άλλη επιπρόσθετη κρίση – την κρίση της πανδημίας. Το ζητούμενο ήταν η σταθερότητα και η επιβίωση. Έτσι στις βουλευτικές εκλογές του 2021 είχαν απώλειες όχι μόνο το ΑΚΕΛ και το ΔΗΣΥ αλλά και το ΔΗΚΟ. Ήταν κάτω από αυτές τις συνθήκες που, πέρα από την απαξίωση, παρατηρήθηκε αύξηση και των ποσοστών του ΕΛΑΜ. Στις προεδρικές εκλογές του 2023 αναμενόταν ότι θα υπήρχε μια συνεργασία μεταξύ ΔΗΚΟ και ΑΚΕΛ. Και πάλιν δεν καρποφόρησαν οι προσπάθειες. Σε σχέση με μια ενδεχόμενη συνεργασία με τον ΔΗΣΥ, αυτό θα ήταν αδύνατο για τον Νικόλα Παπαδόπουλο, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του ΔΗΚΟ δεν έβλεπαν θετικά την υποψηφιότητα του Αβέρωφ Νεοφύτου.

Τελικά, ο Νικόλας Παπαδόπουλος και το ΔΗΚΟ επέλεξαν τον Νίκο Χριστοδουλίδη, που παράλληλα ήταν και ο εκλεκτός του Νίκου Αναστασιάδη. Ο συγκεκριμένος υποψήφιος φαινόταν να ήταν ο επικρατέστερος για να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που ώθησε τελικά το ΔΗΚΟ στη στήριξή του και όχι οι ιδεολογικοπολιτικές τους προσεγγίσεις. Θα διαφανεί στην πορεία του χρόνου κατά πόσον η επιλογή αυτή ήταν σοφότερη.

Το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια το ΔΗΚΟ δεν προχώρησε σε μια εφ’ όλης της ύλης ιδεολογικοπολιτική συζήτηση για τις θέσεις του κόμματος αποτέλεσε ένα από τους σημαντικότερους λόγους της συρρίκνωσης του. Η παράληψη αυτή ενίσχυε το αφήγημα των αντίπαλων δυνάμεων που κατηγορούσαν το ΔΗΚΟ ως κόμμα πελατειακών σχέσεων. Παράλληλα η έλλειψη αυτή διευκόλυνε στην πορεία του χρόνου τον Μάριο Καρογιάν να δημιουργήσει τη ΔΗΠΑ το 2018, η οποία συνεργάσθηκε με τον Νίκο Αναστασιάδη και τελικά κατέστη κοινοβουλευτικό κόμμα.

Λίγο μετά το δημοψήφισμα του 2004 για το Σχέδιο Ανάν, ο Τάσσος Παπαδόπουλος αφού είχε επεξηγήσει τους λόγους της απόρριψης του Σχεδίου προχώρησε μεταγενέστερα στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος επανειλημμένα δήλωνε ότι τασσόταν υπέρ της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με το σωστό περιεχόμενο. Το θέμα αυτό είχα την ευκαιρία να το συζητήσω μαζί του αρκετές φορές – ακόμα και μετά που έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2008. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στις τελευταίες μας συνομιλίες τον απασχολούσε αρκετά το ζήτημα της μεταβατικής περιόδου σε μια λύση του Κυπριακού. Μάλιστα μου είχε ζητήσει να ασχοληθώ και με αυτό το ζήτημα συστηματικά και να του καταθέσω εισηγήσεις. Αυτό έπραξα αλλά λόγω του θανάτου του τον Δεκέμβριο του 2008 δεν ολοκληρώθηκε αυτό το μέρος της συζήτησης. Όμως τα ευρύτερα στοιχεία ενός έντιμου συμβιβασμού τα είχαμε συζητήσει εκτενώς. Έκτοτε επικαιροποιούσα συστηματικά τις θεωρητικές μου τοποθετήσεις για τα ζητήματα αυτά. Και ενώ σε ακαδημαϊκό επίπεδο έγινε αρκετή δουλειά στο ζήτημα αυτό το πολιτικό σύστημα δεν ακολούθησε.

Στη σημερινή συγκυρία εύλογα εκφράζονται ανησυχίες και από τον ευρύτερο χώρο του ΔΗΚΟ για τα τεκταινόμενα στο Κυπριακό. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει και να έχει συγκεκριμένη κατάληξη καθώς η πολιτική που έχει ακολουθηθεί όλα αυτά τα χρόνια απέτυχε. Το ΔΗΚΟ θα έπρεπε να είχε την τόλμη να τοποθετηθεί ανάλογα και ολοκληρωμένα. Η πολιτική του Προέδρου Χριστοδουλίδη δεν είναι η απάντηση. Ούτε και συμβαδίζει με τις προσδοκίες των οπαδών του ΔΗΚΟ.

Εκτός από το Κυπριακό στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο το ΔΗΚΟ έχει συγκεκριμένο ρόλο να διαδραματίσει. Στην εποχή της έξαρσης του νεοφιλελευθερισμού είναι απαραίτητο όπως το κράτος επαναξιολογήσει τον πολυδιάστατο ρόλο του – στρατηγικό, κοινωνικοοικονομικό και επιδιαιτητικό. Μια ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση θα βοηθήσει το ΔΗΚΟ. Δυστυχώς ούτε αυτό έγινε στον απαραίτητο βαθμό.

Στη σημερινή δύσκολη εποχή αναπόφευκτα τους πολίτες απασχολούν επίσης αξιακά ζητήματα και το μεταναστευτικό. Διαχρονικά το ΔΗΚΟ στα ζητήματα αυτά είχε θέσεις και τάσεις όπου διαφαινόταν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Δυστυχώς για το κόμμα αυτό δεν υπήρξε η ανάλογη επικαιροποίηση και ολοκληρωμένες θεωρητικές προσεγγίσεις. Αυτό μπορεί να σχετίζεται και με τα ζητήματα της αντιμετώπισης των προβλημάτων της καθημερινότητας καθώς και της διάσπασης.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα συναφή δεδομένα θεωρώ ότι για το ΔΗΚΟ είναι δυνατό να προκύψουν δύσκολες μέρες βραχυπρόθεσμα. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα όμως εναπόκειται στο ίδιο το κόμμα όπως με καλύτερη οργάνωση και με μια ιδεολογικοπολιτική επανατοποθέτηση να προχωρήσει ανάλογα και δημιουργικά. Για μια τέτοια πορεία οι ευθύνες της ηγεσίας, και ιδίως του Νικόλα Παπαδόπουλου, είναι μεγαλύτερες.

* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.