«Αν εξαιρέσεις ότι πέρασαν 44 χρόνια πάνω στη ράχη σου, δεν άλλαξαν και πολλά πράματα, μάνα. Α! και η πλάκα του τάφου: είναι πλέον ομαδικός. Εκεί που κάποτε υπήρχε ένας σταυρός ξύλινος, στο περίπου, τώρα υπάρχει μια πλάκα με πέντε ονόματα. «Εννά κάμουμε επιτέλους τα πρεπούμενα για τον τζύρη σου. Άραγες σου εν τούτος, όξα εννά μας γελάσουν πάλε;” Τούτη τη φορά ήταν επιστημονικά αποδεδειγμένο. Τούτη τη φορά δεν μπορούσε να μας γελάσει κανένας. 44 χρόνια η ίδια ιστορία… Τη λες με πάσαν ακρίβεια! Εξύπνησες το πρωί. Εν ετζιοιμήθηκες καλά. Ούλλη νύχτα εμάσιετουν ο κουκουφκιάος πας στην καυκάλα. «Εννά φάει πλάσμαν». Εφκήκες να καθαρίσεις τις αυλάες. Παναγία μου μανά, τούτον το κόλλημα να καθαρίζεις τις αυλάες που το πρωί ξημέρωμα… Άκουσες θόρυβο. Εμούγκριζεν ο ουρανός! Είδες τα αεροπλάνα. «Επετούσαν τόσο χαμηλά που εφαίνετουν ο Τούρκος μέσα». Επήες τζιαι εξύπνησές τον. «Σήκου Χριστάκη τζιαι ήρταν οι Τούρτζιοι! Σήκου πάνω, είσιεν δίκαιο ο τζύρης μου». Ναι. Ο τζύρης σου. Ο Γιάγκος ο Ττοουλαράς, ο μάντζιπας του Μόρφου με το νάμιν, εκατάλαβεν το. «Εννά έρτουν να μας κατακόψουν τούτην τη φορά γαμπρέ. Έννεν πράματα τούτα με το πραξικόπημα». Εφκήκεν έξω. Είδεν τα αεροπλάνα. Άσπρισεν. Έβαλεν το ράδιο. Εμβατήρια. Λόγια «πατριωτικά». Που τούτα που εφαντάστηκες ότι έγραψεν ένας πραξικοπηματίας ανέμελος τζιει πάνω στο ΡΙΚ. Επίστεψεν. Ήρταν οι Τούρτζιοι…
Εσηκώστηκε. Εντύθηκε. Κάτασπρος. Ξανά το ράδιο. «Να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες στον σταθμό στου Μόρφου». «Μεν πάεις Χριστάκη, κάτσε έσσω σου. Εν πόλεμο που έχουμε! Πού να πάεις;” Σχεδόν ετράβας τον ώσπου να φκει της πόρτας. Εστάθηκεν ώραν πολλήν πουπάνω που το μωρό… Ώραν πολλήν. Σαν κάτι να έθελεν να του πει. Εθώρεν το γλυτζιααά…
Επήεν. Εν έκατσεν έσσω του. Ετάισες το μωρό. Έκαμες σάντουιτς να πάεις να του πάρεις. Αφορμή να τον δεις. Να δεις ότι εν καλά. Επήες. Στο δρόμο ήβρες έναν συγγενή. «Μα πού πάεις ρε Μάρω έτσι βιαστική;» «Εννα πάρω σάντουιτς του Χριστάκη στο σταθμό». «Έφυεν ο Χριστάκης, εθέλαν τους εις την χώραν. Έπρεπε να πάει». Εθκιαολίζεσουν που μέσα σου να μεν σ’ ακούσει κανένας. «Γυρεύκει πελάες. Είντα επήεν εις στη χώρα; Γιατί εν έκατσεν έσσω του;» Εν είσιες καλόν προαίσθημαν που την προηγούμενην νύχτα. Ανάφκαν μέσα σου λαμπρά. Έπιαες το μωρό τζιαι επήες στη μάνα τζιαι τες αρφάες σου.
Τελευταία επικοινωνία τηλεφωνική. Ετηλεφώνησεν στην Τίτσα του Πελετιέ που είσιεν τηλέφωνο. Ήταν καλά. Ερώταν για το μωρό. «Το μωρόν εν μια χαρά. Έτο λλίον ανήσυχο σήμερα. Πρόσεχε Χριστάκη μου να χαρείς ό,τι αγαπάς». Ανάφκαν μέσα σου λαμπρά. Μετά εκοπήκαν τα τηλέφωνα. Μιαν μέρα, θκυο μέρες. Ήταν να πεθάνεις που την αγωνία. Έμεινες με τη μάνα σου. Το μωρό ήταν συνέχεια ανήσυχο το ευλοημένον τζιαι τούτο…
Άκουσες αυτοκίνητο. Εσταμάτησεν έξω που τα σπίθκια των αρφάων σου. Ήρτεν ένας γείτονας. «Θκειε Γιάγκο θέλουν σε…». Εν σου άρεσεν το ύφος του. Επήεν ο Γιάγκος. Ο Ττοουλαράς, ο μάντζιπας με το νάμιν. Εβούρησες πίσω του. Είπεν του κάτι ο αστυνομικός, εφώναξεν «μάνα μου την κόρη την καλή μου» τζιαι εφύρτηκεν. Έπεσες τζιαι εσού χαμαί τζιαι χτυπιέσουν μες στο χώμα χωρίς να ξέρεις καλά-καλά τι είπαν. Εμαλλιοτραφκέσουν τζιαι εστηθοδέρνεσουν. Τα λαμπρά μέσα σου… Εσυνάχτηκεν η γειτονιά.
Μετά επήεν ο τατάς μου, ο αδελφός του, να τον έβρει. Δεν επρόλαβε. Επιάσαν τους οι πραξικοπηματίες τζιαι εθάψαν τους. Δεν τον ήβρεν. Η ανιψιά του η νοσοκόμα, είπεν σου πιο μετά ότι εζήτησεν να τον πλύνει και να τον σαβανώσει με τα καθαρά τα σεντόνια που είσιεν μαζί της. «Αλώπως θέλεις να σε θάψουμε τζιαι εσένα μαζί του!» Εδοκίμασεν να τους κολατζιέψει. «Μα τούτον εσκοτώσαν τον οι Τούρτζιοι, έννεν του πραξικοπήματος…». Πού να συνεννοηθείς με τα χτηνά. Εθάψαν τον. Με τα ρούχα, τα παπούτσια, το ρολόι, έτσι όπως τον ήβραν ύστερα. Τζιαι πέντε σφαιρίδια στην περιοχή της καρκιάς.
Εβαφτίσετε το μωρό άρον-άρον, τζιαι 14 τ’ Αυγούστου εφύετε που του Μόρφου. Έρκουνταν οι Τούρτζιοι. «Έφκαλα το όνομα του τζυρού του. Να μείνει». Ευρύχου, μετά Λεμεσός, κάθε μέρα διαδρομή Κάψαλος- Ερυθρός Σταυρός τζιαι πίσω. Έξι μήνες μετά εκατάφερες τζιαι ήρτες επιτέλους εις τη Χώραν. Ερώτησες ποτζεί, ερώτησες ποδά, είπαν σου μάλλον κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Επήες ήβρες τον Παπάτσεστο. Είπε σου περίπου. Αθθυμάτουν. Επήες μόνη σου τζιαι έβαλες έναν σταυρό στο περίπου. Τζιαι έναν καντήλι. Να πηαίνεις να το ανάφκεις. «Ενόμισα τζιείνην τη στιγμή ότι έππεσεν ο ουρανός πάνω μου…»
Το 2001 «ήβραν τους». Με τα ρούχα και τα παπούτσια. Τζιαι μια μεγάλη πέτρα που πάνω τους. Και πέντε σφαιρίδια δίπλα που τα οστά του. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Οι ίδιες λεπτομέρειες. Εκολλήσαν μες τον νου σου. Λαλείς τα, λαλείς τα, λαλείς τα τζιαι λυτρωμόν εν έσιει.
Και πάντα κλαίεις. Και κλαίεις. Και κλαίεις. Και κλαίμε».
* Ο Χρίστος Χριστοφίδης είναι μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ. Έγραψε αυτό το κείμενο αντλώντας από τις αφηγήσεις της μάνας του.