Τα «Προβοκατόρικα» έργα του είναι η δική τoυ αντίδραση στο φασιστικό περιβάλλον που πιστεύει ότι ζούμε. Είναι ο τρόπος του να εκφράσει τον θυμό και την επιθυμία του να φύγει από μια κατάσταση εκφυλιστική, από έναν κόσμο βάρβαρο και να βρεθεί κάπου αλλού.

Συναντηθήκαμε στον νέο εκθεσιακό του χώρο στην παλιά Λευκωσία, στην περιοχή Ομεριέ. Μου θυμίζει πως τις περισσότερες εκθέσεις του ώς τώρα τις παρουσίαζε στην γκαλερί Γκλόρια. Αυτή τη φορά όμως, οι μεγάλες εγκαταστάσεις που δημιούργησε, παράλληλα με τα επιτοίχια έργα, απαιτούσαν έναν πιο μεγάλο χώρο. Έτσι, το μεγάλο ξυλεμπορικό με το διπλό ύψος ήταν για τον Σταύρο Αντωνόπουλο, ιδανικό για τη νέα του εικαστική πρόταση με τίτλο «–2730 C». Η πρόκληση βέβαια ήταν μεγάλη και στο στήσιμο της έκθεσης βοήθησε πολύ η εμπειρία του στο θέατρο ως σκηνογράφος. Η δουλειά αυτή σηματοδοτεί και την έναρξη της λειτουργίας του χώρου, ο οποίος εμπλουτίζει την εικαστική σκηνή της πόλης φιλοξενώντας και δουλειές και άλλων καλλιτεχνών. Η δημιουργία του βέβαια, όπως μου εξηγεί, έγινε στο πλαίσιο των δικών του καλλιτεχνικών αναζητήσεων αλλά και με το σκεπτικό της ραγδαίας ανάπτυξης της εντός των τειχών περιοχής. Άλλωστε ο Σταύρος, ο οποίος ζει χρόνια σ’ ένα αναπαλαιωμένο αρχοντικό, λίγα μόνο μέτρα πιο πάνω από εκεί, βίωσε από πρώτο χέρι την παρακμή και την άνοδο της πόλης. 

Πέρασαν εννιά χρόνια από τότε που παρουσίασες την τελευταία σου έκθεση στη Λευκωσία. Τι σε κράτησε τόσον καιρό μακριά από τα εικαστικά; Ομολογώ ότι η κρίση του 2013 μου προκάλεσε το συναίσθημα του θυμού. Ο εξευτελισμός στον οποίο μας υπέβαλαν ήταν ένας παράγοντας καταλυτικός που με εμπόδιζε να εκφραστώ. Παίχτηκε ένα φριχτό παιχνίδι εις βάρος όλων μας. Στην έκθεση αυτή, μου βγαίνει πολύς θυμός, τον οποίο προσπάθησα να εκφράσω με τον δικό μου τρόπο. Αυτή τη φορά άφησα τον εαυτό μου πολύ ελεύθερο να εκφραστεί. Χρησιμοποιώ μια γκάμα υλικών για να μιλήσω για όσα σκέφτομαι και με απασχολούν, ενίοτε με σαρκασμό, ενίοτε και με ειρωνεία. 

Η σβάστικα που παραπέμπει στον φασισμό επανέρχεται συχνά στα έργα σου. Νιώθεις ότι ζούμε ένα είδος σύγχρονου φασισμού; Θεωρώ ότι ζούμε σε ένα πολύ φασιστικό περιβάλλον, απ’ όλες τις απόψεις, σε διάφορους τομείς. Είναι ένα θέμα που με απασχόλησε και σε προηγούμενες εκθέσεις μου. Είναι πολύς καιρός τώρα που νιώθω ότι επικρατεί ένας φασισμός στον κοινωνικό περίγυρο.  Ένας φασισμός που τον νιώθεις, τον ακούς, τον αναπνέεις… Θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι μακριά από την πραγματικότητα. 

Επομένως, η τέχνη ήταν ένας τρόπος αντίδρασής σου σ’ αυτόν τον φασισμό; Ναι, ήταν ο δικός μου τρόπος να αντιδράσω. Και αυτόν τον φασισμό δεν τον ζούμε μόνο στον τόπο μας, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχει πια φανεί απροκάλυπτα ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα. Το κακό φαντάζει να είναι τόσο αποτελεσματικό, ενώ το καλό μοιάζει να συρρικνώνεται. Το κακό αναδιπλώνεται, μεγαλώνει, κυριεύει τα πάντα, βασιλεύει.

Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα; Προσωπικά, είναι κάτι που το νιώθω να συμβαίνει πιο έντονα σήμερα, γι’ αυτό και με απασχολεί περισσότερο.

Ωστόσο τα έργα σου αγγίζουν και άλλα θέματα. Κάνεις ένα παιχνίδι ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, το καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος… Έχει αρκετές παραμέτρους αυτή η δουλειά. Μιλώ για ιστορίες που τελειώνουν πριν αρχίσουν, για έρωτες ανεκπλήρωτους. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως κάποια έργα είναι διαφορετικού στυλ από άλλα, όμως η ουσία τους είναι η ίδια. Βρισκόμαστε σε μια αποτελμάτωση παντού. Στο έργο Hell, για παράδειγμα, μια μεγάλη εγκατάσταση, το κοινό βλέπει τον εαυτό του να καθρεφτίζεται σ’ αυτό και συνειδητοποιεί ότι ζει σε μια κόλαση. Ό,τι και αν κάνουμε λοιπόν, όσο έξυπνοι ή πλούσιοι ή κρατούντες και αν είμαστε, κάποια στιγμή θα υποχρεωθούμε σε μια αναχώρηση.  Όλοι είμαστε ματαιόδοξοι και συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου σ’ αυτό. Μας αρέσουν τα ωραία πράγματα, έχουμε μικροκακίες ή πιο μεγάλες κακίες. Όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, όλοι ξέρουμε ότι το παιχνίδι έχει πάντα ένα τέλος. Μπορεί να ζούμε συνεχώς διάφορες ανατροπές, η μόνη βεβαιότητα ωστόσο που έχουμε είναι ο θάνατος. 

Αυτή η βεβαιότητα σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τη ζωή; Δεν με απασχολεί ο θάνατος αυτός καθαυτός. Σε πολλά μου έργα μεταφέρω την αίσθηση ενός μεταβατικού σταδίου. Όπως φαντάζομαι πως είναι το Καθαρτήριο του Δάντη. Εκφράζω την επιθυμία να φύγω από μια κατάσταση εκφυλιστική, από έναν κόσμο βάρβαρο και να μεταβώ κάπου «αλλού» και όλα αυτά μέσα από τον σαρκασμό και την ειρωνεία που ομολογώ πως με διασκεδάζουν αφάνταστα.

Πώς φαντάζεσαι αυτό το «αλλού»;  Ένας τόπος χωρίς κακία, ένας τόπος καλοσύνης, όπου ο εαυτός μου θα μπορεί να βρει τη θέση του.  Ένας τόπος που μπορεί και να υπάρχει κάπου σ’ αυτή τη γη. Επίσης, όταν σχολιάζω στα έργα μου το θάνατο, αναφέρομαι και στο θάνατο πολλών πραγμάτων: Στο θάνατο μιας ημέρας, στο τέλος μια σχέσης…

Ο τίτλος της έκθεσης, θερμοκρασία –273 βαθμούς Κελσίου, τι εκφράζει; Είναι η θερμοκρασία του απόλυτου μηδέν, η μέγιστη τιμή της εντροπίας, το τέλος όταν φτάνεις στον πάτο του πηγαδιού. Δεν έχει παρακάτω από αυτό.

Είσαι από τη φύση σου απαισιόδοξο άτομο; Εγώ θα προτιμούσα να το ονομάσω πραγματισμό αυτό. Βλέπω τι γίνεται γύρω μου και αναγκαστικά μέσα μου. Το μέσα μου επηρεάζεται αναπόφευκτα από το τι γίνεται εξωτερικά.

Το γεγονός ότι ασχολείσαι και με τη σκηνογραφία, επηρέαζει την προσέγγισή σου στην εικαστική δημιουργία; Είναι ένα διασκεδαστικό κομμάτι για μένα να σκηνοθετώ τα έργα μου. Χρησιμοποιώ κάποια τερτίπια του θεάτρου και της σκηνής για να εκφράσω καλύτερα τις ιδέες μου μέσα από τα εικαστικά έργα.

Θα μπορούσε κάποια από τις εγκαταστάσεις σου να είναι μέρος του σκηνικού μιας θεατρικής παράστασης; Όχι, δεν το νομίζω. Αντιμετωπίζω το θέατρο με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Εκεί υπάρχουν πολλοί κανόνες, οφείλεις να ακολουθείς οδηγίες και το αποτέλεσμα προκύπτει μέσα από ομαδική δουλειά. Το στήσιμο της έκθεσης έχει όμως και μια θεατρικότητα, είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση. Εδώ δείχνω κομμάτια του εαυτού μου. 

Ποια απ’ όλες τις ιδιότητές σου σε εκφράζει πιο πολύ, του εικαστικού, του σκηνογράφου ή του ενδυματολόγου; Θέλω να πιστεύω πως με εκφράζει περισσότερο η ιδιότητα του εικαστικού, γιατί στην τέχνη είσαι εσύ κύριος του εαυτού σου. Κάποια στιγμή, βέβαια, το έργο φεύγει από τα χέρια μου και από τη στιγμή που μπαίνει σε έναν εκθεσιακό χώρο, γίνομαι και εγώ θεατής. 

Η σκηνογραφία δηλαδή είναι πιο βασανιστική για σένα; Όλα είναι βασανιστικά αν θέλεις να επιτύχεις ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Η σκηνογραφία, βέβαια, είναι μια κατάσταση πιο φθοροποιός. Η επαφή με πολλούς ανθρώπους απαιτεί μεγάλη δεξιότητα για να τη χειριστείς, γι’ αυτό και μοιάζει πιο βασανιστική. Στο θέατρο έχεις να συνεννοηθείς με πολλούς ανθρώπους. Επίσης, όταν δεν έχεις τα απαραίτητα τεχνικά μέσα, κάποιες φορές ίσως χρειαστεί να κάνεις ορισμένες εκπτώσεις στη δουλειά σου και αυτό ίσως να στεναχωρεί κάποιους. 

Ποιες σκηνογραφικές σου δουλειές ξεχωρίζεις; Θα ξεχώριζα «Το Φονικό στην Εκκλησιά» του Έλιοτ, που έκανα για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Επίσης οι «Επικίνδυνες Σχέσεις» στο θέατρο Ένα, με σκηνοθέτη τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη, ήταν μια εξαιρετική παράσταση που γράφτηκε έντονα στη μνήμη μου. Ένα άλλο έργο που θυμάμαι με ιδιαίτερα συναισθήματα είναι η «Εκάβη» του Ευριπίδη, που έκανα στα 25 χρόνια μου, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους. Σημαντική για μένα δουλειά ήταν και οι  «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Εύη Γαβριηλίδη, για το φεστιβάλ Επιδαύρου. Μια παράσταση στην οποία έκανα τα κοστούμια με σκηνικά του Άγγελου Αγγελή.

Ποιο είδος θεατρικού έργου σε ιντριγκάρει περισσότερο; Μου αρέσουν πολύ οι τραγωδίες. Με προκαλεί ιδιαίτερα η αρχαία ελληνική τραγωδία. Είναι ένα είδος θεάτρου που σε σπρώχνει πέρα από τα ανθρώπινα και που πρέπει να υπερβείς τον εαυτό σου για να το αντιμετωπίσεις.

Ταξιδεύεις για να δεις εκθέσεις ή θέατρα; Ναι, όσο μου επιτρέπεται. Παρακολουθώ συχνά τις εκθέσεις Art Bassel στο Μαϊάμι. Αν χρονικά μου επιτρεπόταν, θα ταξίδευα πολύ περισσότερο, όχι κατ’ ανάγκην για να δω μόνο πράγματα αλλά για να νιώσω πράγματα. Το ταξίδι είναι μια πολύ προσωπική υπόθεση, σε μορφώνει εσωτερικά.

Από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να ζωγραφίζει; Από την ηλικία των πέντε χρόνων θυμάμαι να ασχολούμαι με το αντικείμενο. Δεν υπήρχε πιθανότητα παρέκκλισης από αυτό το μονοπάτι. Μέχρι και έκθεση έκανα στα οκτώ μου, στην αποθήκη του σπιτιού μου. Η οικογένεια επιθυμούσε να με δει γιατρό, δικηγόρο ή φαρμακοποιό. Και μολονότι έγινα δεκτός στη Νομική Αθηνών, σπούδασα τελικά Καλές Τέχνες. Σ’ αυτό με υποστήριξε πολύ η αδερφή μου. Οι γονείς, βέβαια, δεν ήταν αυστηροί, ούτε προσπάθησαν να μου επιβάλουν οποιαδήποτε άλλη δική τους επιθυμία. Σπούδασα στη Φλωρεντία, μια πόλη που η σκέψη της με συγκινεί ακόμη και σήμερα. Μια πόλη στην οποία ανακάλυπτες κάθε μέρα και κάτι καινούργιο. Ήταν ένα μοναδικό περιβάλλον για μένα, γεμάτο έντονα συναισθήματα και αναγεννησιακές εικόνες.

Και η σκηνογραφία πώς προέκυψε; Πηγαίνοντας στη Φλωρεντία, ήθελα να σπουδάσω Καλές Τέχνες και Θέατρο. Όμως έπρεπε να επιλέξω και ευτυχώς επέλεξα τα εικαστικά. Ως εικαστικός μπορείς ευκολότερα να ασχοληθείς με τη σκηνογραφία, ενώ ως σκηνογράφος πιο δύσκολα μπορείς να εντρυφήσεις στις Καλές Τέχνες. Στη Φλωρεντία παρακολούθησα και μαθήματα σχεδίου μόδας σε μια άλλη σχολή, κάτι που ομολογώ πως με βοήθησε πολύ μεταγενέστερα, στην ενασχόλησή μου με το θεατρικό κοστούμι. Βέβαια, μετά τη Φλωρεντία, συμπλήρωσα τις σπουδές μου στη Σκηνογραφία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης.

Πιστεύεις στο ταλέντο; Ναι, πιστεύω στο έμφυτο ταλέντο. Όμως φαίνεται πως δεν είναι αρκετή μόνο η σχεδιαστική ικανότητα, αλλά απαιτείται και μια εγκεφαλική ικανότητα από τον καλλιτέχνη. Όλα αυτά όμως μέσα από το πρίσμα της σεμνότητας. 

Έχεις αγωνία κάθε φορά που παρουσιάζεις νέα σου δουλειά, ή νιώθεις σιγουριά λόγω του ότι έχεις καθιερωθεί στον χώρο της τέχνης; Με διακατέχει αρκετή αγωνία κάθε φορά που παρουσιάζω νέα μου δουλειά. Μοιάζει να είναι μια μαρτυρική πορεία, όχι μόνο στα εικαστικά αλλά και στο θέατρο. Κάθε φορά που ετοιμάζω κάτι, νιώθω σαν να είναι η πρώτη φορά. Όταν τελικά ολοκληρωθεί μια δουλειά που με ικανοποιεί, τότε αισθάνομαι ότι τα κατάφερα. Υπάρχουν φορές που συνειδητοποιώ ότι το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που προσδοκούσα, ακόμη και όταν αυτό είναι αποδεκτό από τους άλλους. 

Ξεκίνησες να παρουσιάζεις δουλειά σου τη δεκαετία του ’80. Σήμερα πιστεύεις ότι είναι πιο πλούσια η εικαστική σκηνή της Κύπρου από τότε; Αντίθετα, με λύπη μου διαπιστώνω ότι η εικαστική εικόνα του τόπου προχωρεί σε μια αποτελμάτωση.

Ωστόσο γίνονται πολλά πράγματα τα τελευταία χρόνια. Ναι, γίνονται πολλά, όμως φαίνεται να λείπει η απαιτούμενη για μένα ουσία. Νιώθω πως δεν έχουμε δει τα τελευταία χρόνια κάτι που να μας έχει συγκινήσει πολύ. Εγώ προσωπικά συλλέγω έργα άλλων καλλιτεχνών, αλλά δυσκολεύομαι να ανακαλύψω κάτι που να με συγκινήσει. Δεν μου φαίνεται αρκετό κάποια έργα να συνοδεύονται με ακατανόητα κείμενα. Η τέχνη πρέπει να σε προκαλεί, να σου ξυπνά κάτι, να σε ταρακουνά. 

Αρκετοί καλλιτέχνες υποστηρίζουν ότι υπάρχει ένα κατεστημένο στην τέχνη, το οποίο αποκλείει συγκεκριμένους από ομαδικές εκθέσεις. Εσένα σε ενοχλεί που δεν σε προσκαλούν σε σημαντικές διοργανώσεις; Όχι μόνο δεν με ενοχλεί, αλλά μάλλον με διασκεδάζει. Είναι κάτι που νιώθω ότι δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αυτό το παιχνίδι έχει χρόνια που ξεκίνησε. Έχω μια επιμονή με το δικαίωμά μου στην προσωπική ελευθερία του λόγου.

Είχες κάποιες επιδράσεις στα έργα σου από άλλους καλλιτέχνες; Συμπαθώ ιδιαίτερα τον Άντι Γουόρχολ. Από αυτόν έχω πάρει τη μανία του για το καταναλωτικό αντικείμενο και την επανάληψή του μέχρι θανάτου. Παρακολουθώντας έργα άλλων καλλιτεχνών, πάντα κάτι σου αφήνουν, σε προκαλούν να αντιπαραβληθείς ή να το αποφύγεις. 

Θυμάσαι την πρώτη σου έκθεση; Εκτιμώ ιδιαίτερα την Γκλόρια Κασσιανίδου, που στα 22 μου χρόνια, ενώ ακόμη ήμουν δευτεροετής φοιτητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, μου έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσω την πρώτη μου ατομική. Θεωρώ την Γκλόρια πολύ προσφιλές έως και συγγενικό μου πρόσωπο. Όλες μου τις εκθέσεις στη Λευκωσία τις παρουσίασα στον χώρο της εκτός από μία, που έγινε με δική της επιμέλεια στον χώρο της μετέπειτα Όμικρον γκάλερι. Βέβαια, την τωρινή έκθεση, λόγω του μεγάλου μεγέθους των έργων, δεν μπορούσα να την παρουσιάσω στην Γκαλερί Γκλόρια.  

Πιστεύεις ότι είμαστε σε μια μεταβατική περίοδο όπου οι παραδοσιακές γκαλερί φθίνουν; Πιστεύω στην ύπαρξη των γκαλερί που προσφέρουν στον καλλιτέχνη έναν ουδέτερο χώρο για να αναδείξει τη δουλειά του.

Πώς προέκυψε η ιδέα για τη δημιουργία αυτού του μεγάλου εκθεσιακού χώρου στην παλιά πόλη, σε ένα πρώην ξυλεμπορικό; Έψαχνα για αρκετά χρόνια για ένα χώρο στην παλιά πόλη και τελικά, μαζί με ακόμη δύο φίλους που είχαν τους ίδιους προσανατολισμούς με μένα, τον βρήκαμε και έχουμε αρχίσει τη διαμόρφωσή του.

* Η έκθεση του Σταύρου Αντωνόπουλου με τίτλο «–2730 C» εγκαινιάζεται στις 22 Οκτωβρίου,στις 7.30μ.μ., στην  οδό Άρεως 17 (TT 1017), περιοχή Ομεριέ και θα διαρκέσει μέχρι τις 3 Νοεμβρίου.