Ποιο ήταν το κίνητρο για το «Βάρκα στο γιαλό» (Εκδόσεις Μίνωας); Γνωρίζοντας ότι πολλοί ενήλικες άνθρωποι ξέρουν πολλά πράγματα για τον Μίκη Θεοδωράκη απ’ τα εκατοντάδες βιβλία που γράφτηκαν γι’ αυτόν, εντούτοις τα μικρά παιδιά δεν τον ξέρουν. Ήθελα λοιπόν να γράψω για τον μικρό Μίκη και να φέρω αυτό το παιδί στις καρδιές των παιδιών σήμερα. Ήθελα να καταγράψω πώς ήταν τα παιδικά του χρόνια και κυρίως να περάσω το πείσμα και το πάθος αυτού του πιτσιρικά για τη μουσική. Όλα αυτά τοποθετημένα σε μια Ελλάδα που δεν ξέρουν τα σημερινά παιδιά.
Γράφεις λοιπόν για τα άγνωστα παιδικά χρόνια του θείου σου, του Μίκη Θεοδωράκη. Έμαθες κάτι που έκανε και σε σένα έκπληξη; Τις περισσότερες ιστορίες τις είχα ακούσει απ’ τον πατέρα μου, τον αδελφό του Μίκη, αλλά και απ’ τον ίδιο τον θείο μου. Πήρα αυτά τα στοιχεία και τα έκανα μυθοπλασία. Βασίστηκα όμως στις μαρτυρίες αυτών των δυο ανθρώπων. Δεν ανακάλυψα καινούρια πράγματα για τον Μίκη.
Πώς «συναντιέσαι» κάθε φορά με μια νέα ιδέα που αργότερα γίνεται βιβλίο; Είναι ανεξήγητο… Κάθε φορά τρώει κάτι το μυαλό μου – τώρα μπορώ να σου πω 10 θέματα που έχω σκεφτεί να γράψω. Αυτό γίνεται ξαφνικά, σαν επιφοίτηση. Ήθελα να γράψω για το σεβασμό στους ηλικιωμένους ή για τον σχολικό εκφοβισμό και για ένα παιδί που δεν το αποδέχονται στο σχολείο ή για ένα παιδί που μαθαίνει πως θα αποκτήσει αδελφάκι. Αν και όταν ξεκίνησα να γράφω το 1999 άξονας στα παραμύθια μου ήταν η μουσική, εξ ου και έγραψα το «Η Παραμυθάδα με τις νότες», σιγά-σιγά άρχισαν να με απασχολούν καθημερινές ιστορίες που απασχολούν και τα παιδιά. Από τότε που έκανα παιδιά άρχισα να ευαισθητοποιούμαι περισσότερο.
Μια μουσικός που ασχολείται με το γράψιμο. Πώς προέκυψε; Με ακούμπησε το DNA και το γεγονός ότι και οι δυο γονείς μου ήταν ενεργοί δημοσιογράφοι. Στο σπίτι είχαμε πολλά βιβλία, πολλές εφημερίδες και μόνιμα ακούγαμε τον ήχο της γραφομηχανής. Συντροφιά μας ήταν τα βιβλία και όχι η τηλεόραση. Θυμάμαι τα καλοκαίρια στις διακοπές μας παίρναμε 4-5 βιβλία και διαβάζαμε.
Είναι εύκολο το να φτιάξεις ένα βιβλίο; Το πιο δύσκολο είναι η αρχή και το τέλος. Το πώς θα βάλεις το παιδί μέσα στην ιστορία έχει μεγάλη σημασία για να μην αρχίσει να βαριέται απ’ το πρώτο λεπτό. Επίσης, σημαντικό είναι το τέλος. Προσωπικά, συνειδητά φροντίζω να τελειώνω καλά, χωρίς κάτι στενάχωρο. Μπορεί να προβληματίσω τους μικρούς αναγνώστες μέσα στην ιστορία –όπως είχα κάνει στο «Γιαγιά σ’ Αγαπώ» που έπαθε άνοια η γιαγιά και το παιδί αναρωτιέται κατά πόσο θα το αγαπά όπως πριν- θέλω όμως το παιδί να κλείσει το βιβλίο και να είναι καλά μες την ψυχή του. Αυτό είναι το πιο βασανιστικό κομμάτι του να γράφεις.
Μεγάλωσες σ’ ένα περιβάλλον ξεχωριστών ανθρώπων. Αυτό σε φόρτισε γιατί έπρεπε να ανταποκριθείς στις προσδοκίες τους; Ευτυχώς δεν είχαμε πολλά στερεότυπα στο σπίτι. Όταν πήγα να γραφτώ στο Ωδείο για να κάνω μουσική ξεκίνησαν οι άλλοι να έχουν προσδοκίες γιατί είχα το επίθετο που είχα. Ήθελαν να είμαι η άριστη μαθήτρια κάτι που ούτε ο θείος μου, ούτε οι γονείς μου απαιτούσαν από μένα. Αυτό το ένιωθα… Μέχρι να πάρω το πτυχίο πιάνου, είχα αυτό το βάρος απ’ τους γύρω μου. Μεγαλώνοντας, όταν ξεκίνησα τη δική μου πορεία στη μουσική με τη διδασκαλία άρχισα να αποβάλλω αυτό το φορτίο.
Πότε αντιλήφθηκες τη σπουδαιότητα του ονόματός σου; Όταν ήμουν μικρή με τον αδελφό μου είχαμε πολλή πλάκα γιατί ο θείος Μίκης είναι πολύ ψηλός. Όταν ερχόταν στο σπίτι, τον βλέπαμε σαν γίγαντα. Μετά καταλάβαμε ότι ήταν μεγάλος και στο ταλέντο, συνειδητοποιήσαμε πόσο σπουδαίος είναι ως συνθέτης, πόσο τίμησε τη χώρα του στο εξωτερικό. Επομένως, όσο μεγαλώναμε καταλαβαίναμε. Τέτοιοι άνθρωποι βγαίνουν μια φορά στα 100 χρόνια.

Εκδ. Μίνωας
Σελ. 96
Τιμή: €8,99