Η «Αστροφεγγιά» διακατέχεται από την πικρία των ανολοκλήρωτων ονείρων μιας διαψευσμένης και απροσανατόλιστης εφηβείας. Ο Σπύρος Αντωνέλλος, ωστόσο, θεωρεί ότι τα μηνύματα που εκπέμπει στο κοινό της εποχής μας είναι σαφή, καίρια και εν δυνάμει αισιόδοξα. Το περίφημο έργο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου αποτελεί μια κοινωνική τοιχογραφία της Αθήνας του μεσοπολέμου και της περιόδου της μεγαλοϊδεάτικης αυταπάτης. Ο Αντωνέλλος ανέλαβε τη διασκευή και σκηνοθεσία για λογαριασμό του Θέατρου Κράμα και μοιράζεται τις σκέψεις του.
-Ποιοι λόγοι σε ώθησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου; Ήρωες της «Αστροφεγγιάς» είναι οι νέοι μιας εποχής μεταβατικής, της εποχής του μεσοπολέμου, τα νιάτα της μετέωρης ειρήνης, που τόσο τραγικά ξεγελάστηκαν στις μεγάλες ελπίδες τους, που σύρθηκαν απροσανατόλιστα, παιδεμένα, χωρίς βέβαιη πίστη, χωρίς προορισμό, ίσαμε τη δεύτερη, φοβερότερη, κοσμοχαλασιά, αυτή της μικρασιατικής τραγωδίας. Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο το οποίο ξεχωρίζει για την εικονοπλαστική δεινότητα και την όμορφη γλώσσα του συγγραφέα του. Το έργο έχει δυνατή φωνή ακόμη και σήμερα με τα τόσα προβλήματα που ταλανίζουν τη νέα γενιά και απειλούν σοβαρά με ακύρωση των ελπίδων τους για έναν καλύτερο κόσμο.
– Ποιοι είναι οι κύριοι προβληματισμοί που εκπέμπει στο κοινό της εποχής μας; Το κύριο πρόσωπο του έργου -και πιθανό προσωπείο του συγγραφέα- ο Άγγελος Γιαννούζης, συμπλέκει την ατομική του μοίρα μ’ εκείνη του τόπου του και της γενιάς του. Η ερωτική επιθυμία, ο πόθος, η ανάταση και η πτώση, η φευγαλέα ευφροσύνη και το ονειρικό στοιχείο, συνδυασμένο με τη ζοφερή πραγματικότητα, είναι ορισμένα από τα θεματικά μοτίβα που έρχονται στο παρόν πάντα με τις ίδιες εκφάνσεις, τις ίδιες συνέπειες. Το γεγονός, λοιπόν, ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο στο οποίο θρυμματίζεται κυριολεκτικά μια γενιά ανθρώπων, που, χωρίς να φταίει, δεν μπορεί να οραματίζεται το μέλλον της με τη βεβαιότητα ότι οι προσδοκίες και τα όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον θα ευοδωθούν. Σήμερα, γινόμαστε όλοι μάρτυρες των ποικίλων αδιεξόδων που έχουν οδηγηθεί οι νεότερες γενιές, των δύσκολων καταστάσεων που δημιούργησαν οι μεγαλύτεροι, παγιδεύοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά τους συνεχιστές της ζωής, τους νέους.
– Ποια είναι η κύρια πρόκληση; Ένα λογοτεχνικό κείμενο και ειδικά κάποιο που χαρακτηρίζεται αποτελεί καθρέφτη της κοινωνίας της Ελλάδας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής τραγωδίας, είναι δύσκολο να διασκευαστεί και να παιχτεί σε μια σκηνή θεάτρου. Ο πληθυσμός του βιβλίου πρέπει να περάσει όλος μέσα από συγκεκριμένους χαρακτήρες οι οποίοι δεν θα ενσαρκώσουν απλώς τους εαυτούς τους, αλλά θα πρέπει να υιοθετήσουν, να ενσωματώσουν στον ψυχισμό τους καταστάσεις που αφορούν και δευτερεύοντες χαρακτήρες, να αποδώσουν και το κοινωνικό, ιστορικό πλαίσιο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, έτσι όπως ο συγγραφέας του βιβλίου τ’ αποτυπώνει.
– Ποιους κινδύνους ελλοχεύει η μεταφορά ενός τέτοιου κειμένου στο θεατρικό σανίδι; Οι κίνδυνοι να παρερμηνευθούν πράγματα ή να αφεθούν στο περιθώριο κάποια άλλα, είναι πολλοί. Η σκηνή ενός θεάτρου «εκθέτει» τους ήρωες και τους απογυμνώνει, κάτι που δεν συμβαίνει σε μια κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει οπτικά θαύματα. Η θεατρική ή κινηματογραφική μεταφορά έχει μια δύσκολη αποστολή: να ζωντανέψει με σεβασμό τις σελίδες του βιβλίου, να ενσωματώσει δυνατές περιγραφές στους διαλόγους και να δώσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα επιτρέψουν στον κάθε θεατή να φύγει από την παράσταση έχοντας σαφή και ξεκάθαρη εικόνα της ιστορίας και των ανθρώπων που την υφαίνουν.
– Πώς διαχειρίζεσαι σκηνοθετικά αυτή την ιστορία; Η σκηνοθετική γραμμή, ύστερα από ένα χρόνο μελέτης για τη διασκευή του έργου, κινείται ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι», το ρεαλιστικό και το παράλογο, τον συνδυασμό της εξωτερικής εικόνας μ’ εκείνη την εσωτερική διαδρομή ανάμεσα στα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Φρόντισα να κρατήσω αλώβητη τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου για να γευτεί ο κάθε θεατής την υπέροχη νεοελληνική γλώσσα, ανεξάρτητα με το αν έχει διαβάσει ή όχι το λογοτεχνικό βιβλίο. Η σκηνοθεσία είναι απότοκο πρώτα του μύθου, της μελαγχολικής, γκρίζας εποχής του μεσοπολέμου, με τα κόκκινα γέλια και τις χαρές μιας νιότης που, αν και οσμίζεται την ακύρωση των ελπίδων της, συνεχίζει να ελπίζει, να ονειρεύεται και να κάνει σχέδια.
– Από ποια σκοπιά, δηλαδή, είδες το έργο; Προτίμησα να το δω σαν ένα ξύπνημα της παρέας της παιδιών της Αστροφεγγιάς, που θα ξαναζήσουν στη σκηνή την περιπέτειά τους στο χρόνο της αφήγησης, θα χαθούν πάλι με το σβήσιμο των φώτων της σκηνής, μα θα επιστρέφουν πάντα στην ψυχή του καθενός για να φωτίσουν με τα παθήματά τους όλους μας. Ίσως έτσι φροντίσουμε όλοι να μην ξαναζήσει καμιά γενιά ανθρώπων παρόμοιες καταστάσεις. Ο χρόνος της ιστορίας, το διάστημα από το 1875 μέχρι λίγο πριν την εκ νέου ανάληψη της πρωθυπουργίας της Ελλάδας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1928, έχει πολλά να μας διδάξει. Το θέμα είναι να αφουγκραστούν οι θεατές και να παραλληλίσουν τα όσα θα ακούσουν και θα δουν να συμβαίνουν επί σκηνής με το σήμερα. Ίσως έτσι, συνειδητοποιήσει ο καθένας μας ποιος είναι ο πραγματικός του ρόλος στη ζωή και στα όσα την απειλούν, πολλές φορές και εν αγνοία του.
– Μπορεί η λογοτεχνία και το θέατρο να ρίξουν φως στην αθέατη πλευρά της επίσημης ιστορίας; Κανένα θεατρικό ή λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι ξεκομμένο απ’ όσα συμβαίνουν κατά το χρόνο που γράφεται. Οι συγγραφείς μορφοποιούν με το λόγο τους την ιστορία, πάντα δοσμένη από τη δική τους σκοπιά, μοιρασμένη στα διαλογικά ή αφηγηματικά μέρη. Το θέμα είναι αν τα όσα λέγονται για μιαν ιστορική εποχή είναι αντικειμενικά ή απλώς οι απόψεις του δημιουργού. Και στις δύο περιπτώσεις «περνάει» η ιστορία. Στο χέρι του αναγνώστη, αν μιλάμε για βιβλίο, του σκηνοθέτη αν μιλάμε για διασκευή βιβλίου, είναι να ερευνήσουν και να εξακριβώσουν αν η «επίσημη» ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας συνάδει με την εκδοχή του δημιουργού.
– Υπάρχουν κίνητρα και λόγοι για να αισιοδοξούν οι νέοι στην εποχή μας; Αλίμονο αν επιτρέπαμε να υιοθετηθεί από τη νέα γενιά το αίσθημα του πεσιμισμού και της απογοήτευσης που δεν μπορούν να ανατραπούν. Ναι, οι εποχές δεν βοηθούν ιδιαίτερα μιας και τα αδιέξοδα είναι πολλά. Το καλύτερο μήνυμα στη βαριά ατμόσφαιρα των καιρών δεν μπορεί να είναι άλλο από τα διαχρονικά λόγια του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: «Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μόνος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω». Αυτό το βαθύ αίσθημα της ευθύνης για τα πράγματα και τον κόσμο ένιωθε κι ο Άγγελος Γιαννούζης. Μόνο που έφυγε νικημένος από τη μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση και δεν πρόλαβε να ζήσει για να προσφέρει τον εαυτό του στην αλλαγή του κόσμου μας. Ο Άγγελος δεν θα τα παρατούσε ποτέ και δεν θα γινόταν σε καμία περίπτωση ο παθητικός πολίτης που τυφλώνεται από την καλοπέραση, την επίπλαστη ευημερία και την αδιαφορία για όσα ταλανίζουν τον άνθρωπο.
– Την κάθαρση στο θέατρο μπορούν να τη βιώσουν όλοι; Η κάθαρση στο θέατρο επέρχεται σ’ εκείνους που έχουν τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς τους ανοιχτά, άγρυπνα. Σ’ εκείνους που έχουν τον ηρωισμό και τη γενναιότητα να μαθαίνουν από τα λάθη τους, που παραδειγματίζονται από τα δεινά των ηρώων της σκηνής και η επόμενη μέρα τους βρίσκει αποφασισμένους να αλλάξουν. Κάθαρση δεν επέρχεται ποτέ στους ανθρώπους που έμβλημά τους είναι η υπεροψία, η απώλεια του μέτρου στις πράξεις και στους στόχους.
– Ποια χαρακτηριστικά εκτιμάς περισσότερο σ’ έναν ηθοποιό; Καταρχάς να έχει παιδεία. Να αντιλαμβάνεται την ξεχωριστή του θέση κι ευθύνη στον κόσμο των Τεχνών και δεν εφησυχάζει με την απόκτηση ενός πτυχίου δραματικής σχολής. Για μένα ο παραδοσιακός ορισμός του «ταλέντου» δεν ισχύει στις μέρες μας. Ο ηθοποιός που καλλιεργεί τα εκφραστικά του μέσα και ταυτόχρονα επιμορφώνεται ακατάπαυστα, διαβάζει, ακούει, εξελίσσει, ανανεώνει τον κόσμο των ιδεών του γίνεται ο καλύτερος συνεργάτης μου. Ηθοποιοί που για λόγους ανάγκης επιβίωσης χάνονται περιοριζόμενοι σε τηλεοπτικές «αρπαχτές» της τηλεόρασης και της ανούσιας προβολής στα μεσημεριανά, γυάλινα καφενεδάκια της υποκουλτούρας και αυτοθαυμάζονται, ψηλώνει ο νους τους από την εφήμερη δημοσιότητα και δύσκολα μπορούν να υπηρετήσουν το ποιοτικό θέατρο. Κι αυτό γιατί τα ίδια τα θεατρικά κείμενα οσμίζονται τη στασιμότητά και ανεπάρκειά τους και, σταδιακά, τους αποβάλλουν.
«Αστροφεγγιά» από το Θέατρο Κράμα. Πρεμιέρα: Παρασκευή, 2 Νοεμβρίου, Πάνθεον Λευκωσία. Τακτικές παραστάσεις κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 8.30μ.μ. και Κυριακή στις 6.30μ.μ.99 758 131
-Ποιοι λόγοι σε ώθησαν στην επιλογή του συγκεκριμένου έργου; Ήρωες της «Αστροφεγγιάς» είναι οι νέοι μιας εποχής μεταβατικής, της εποχής του μεσοπολέμου, τα νιάτα της μετέωρης ειρήνης, που τόσο τραγικά ξεγελάστηκαν στις μεγάλες ελπίδες τους, που σύρθηκαν απροσανατόλιστα, παιδεμένα, χωρίς βέβαιη πίστη, χωρίς προορισμό, ίσαμε τη δεύτερη, φοβερότερη, κοσμοχαλασιά, αυτή της μικρασιατικής τραγωδίας. Έχουμε να κάνουμε μ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο το οποίο ξεχωρίζει για την εικονοπλαστική δεινότητα και την όμορφη γλώσσα του συγγραφέα του. Το έργο έχει δυνατή φωνή ακόμη και σήμερα με τα τόσα προβλήματα που ταλανίζουν τη νέα γενιά και απειλούν σοβαρά με ακύρωση των ελπίδων τους για έναν καλύτερο κόσμο.
– Ποιοι είναι οι κύριοι προβληματισμοί που εκπέμπει στο κοινό της εποχής μας; Το κύριο πρόσωπο του έργου -και πιθανό προσωπείο του συγγραφέα- ο Άγγελος Γιαννούζης, συμπλέκει την ατομική του μοίρα μ’ εκείνη του τόπου του και της γενιάς του. Η ερωτική επιθυμία, ο πόθος, η ανάταση και η πτώση, η φευγαλέα ευφροσύνη και το ονειρικό στοιχείο, συνδυασμένο με τη ζοφερή πραγματικότητα, είναι ορισμένα από τα θεματικά μοτίβα που έρχονται στο παρόν πάντα με τις ίδιες εκφάνσεις, τις ίδιες συνέπειες. Το γεγονός, λοιπόν, ότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα έργο στο οποίο θρυμματίζεται κυριολεκτικά μια γενιά ανθρώπων, που, χωρίς να φταίει, δεν μπορεί να οραματίζεται το μέλλον της με τη βεβαιότητα ότι οι προσδοκίες και τα όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον θα ευοδωθούν. Σήμερα, γινόμαστε όλοι μάρτυρες των ποικίλων αδιεξόδων που έχουν οδηγηθεί οι νεότερες γενιές, των δύσκολων καταστάσεων που δημιούργησαν οι μεγαλύτεροι, παγιδεύοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά τους συνεχιστές της ζωής, τους νέους.
– Ποια είναι η κύρια πρόκληση; Ένα λογοτεχνικό κείμενο και ειδικά κάποιο που χαρακτηρίζεται αποτελεί καθρέφτη της κοινωνίας της Ελλάδας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής τραγωδίας, είναι δύσκολο να διασκευαστεί και να παιχτεί σε μια σκηνή θεάτρου. Ο πληθυσμός του βιβλίου πρέπει να περάσει όλος μέσα από συγκεκριμένους χαρακτήρες οι οποίοι δεν θα ενσαρκώσουν απλώς τους εαυτούς τους, αλλά θα πρέπει να υιοθετήσουν, να ενσωματώσουν στον ψυχισμό τους καταστάσεις που αφορούν και δευτερεύοντες χαρακτήρες, να αποδώσουν και το κοινωνικό, ιστορικό πλαίσιο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, έτσι όπως ο συγγραφέας του βιβλίου τ’ αποτυπώνει.
– Ποιους κινδύνους ελλοχεύει η μεταφορά ενός τέτοιου κειμένου στο θεατρικό σανίδι; Οι κίνδυνοι να παρερμηνευθούν πράγματα ή να αφεθούν στο περιθώριο κάποια άλλα, είναι πολλοί. Η σκηνή ενός θεάτρου «εκθέτει» τους ήρωες και τους απογυμνώνει, κάτι που δεν συμβαίνει σε μια κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει οπτικά θαύματα. Η θεατρική ή κινηματογραφική μεταφορά έχει μια δύσκολη αποστολή: να ζωντανέψει με σεβασμό τις σελίδες του βιβλίου, να ενσωματώσει δυνατές περιγραφές στους διαλόγους και να δώσει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα επιτρέψουν στον κάθε θεατή να φύγει από την παράσταση έχοντας σαφή και ξεκάθαρη εικόνα της ιστορίας και των ανθρώπων που την υφαίνουν.
– Πώς διαχειρίζεσαι σκηνοθετικά αυτή την ιστορία; Η σκηνοθετική γραμμή, ύστερα από ένα χρόνο μελέτης για τη διασκευή του έργου, κινείται ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι», το ρεαλιστικό και το παράλογο, τον συνδυασμό της εξωτερικής εικόνας μ’ εκείνη την εσωτερική διαδρομή ανάμεσα στα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Φρόντισα να κρατήσω αλώβητη τη ματιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου για να γευτεί ο κάθε θεατής την υπέροχη νεοελληνική γλώσσα, ανεξάρτητα με το αν έχει διαβάσει ή όχι το λογοτεχνικό βιβλίο. Η σκηνοθεσία είναι απότοκο πρώτα του μύθου, της μελαγχολικής, γκρίζας εποχής του μεσοπολέμου, με τα κόκκινα γέλια και τις χαρές μιας νιότης που, αν και οσμίζεται την ακύρωση των ελπίδων της, συνεχίζει να ελπίζει, να ονειρεύεται και να κάνει σχέδια.
– Από ποια σκοπιά, δηλαδή, είδες το έργο; Προτίμησα να το δω σαν ένα ξύπνημα της παρέας της παιδιών της Αστροφεγγιάς, που θα ξαναζήσουν στη σκηνή την περιπέτειά τους στο χρόνο της αφήγησης, θα χαθούν πάλι με το σβήσιμο των φώτων της σκηνής, μα θα επιστρέφουν πάντα στην ψυχή του καθενός για να φωτίσουν με τα παθήματά τους όλους μας. Ίσως έτσι φροντίσουμε όλοι να μην ξαναζήσει καμιά γενιά ανθρώπων παρόμοιες καταστάσεις. Ο χρόνος της ιστορίας, το διάστημα από το 1875 μέχρι λίγο πριν την εκ νέου ανάληψη της πρωθυπουργίας της Ελλάδας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1928, έχει πολλά να μας διδάξει. Το θέμα είναι να αφουγκραστούν οι θεατές και να παραλληλίσουν τα όσα θα ακούσουν και θα δουν να συμβαίνουν επί σκηνής με το σήμερα. Ίσως έτσι, συνειδητοποιήσει ο καθένας μας ποιος είναι ο πραγματικός του ρόλος στη ζωή και στα όσα την απειλούν, πολλές φορές και εν αγνοία του.
– Μπορεί η λογοτεχνία και το θέατρο να ρίξουν φως στην αθέατη πλευρά της επίσημης ιστορίας; Κανένα θεατρικό ή λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι ξεκομμένο απ’ όσα συμβαίνουν κατά το χρόνο που γράφεται. Οι συγγραφείς μορφοποιούν με το λόγο τους την ιστορία, πάντα δοσμένη από τη δική τους σκοπιά, μοιρασμένη στα διαλογικά ή αφηγηματικά μέρη. Το θέμα είναι αν τα όσα λέγονται για μιαν ιστορική εποχή είναι αντικειμενικά ή απλώς οι απόψεις του δημιουργού. Και στις δύο περιπτώσεις «περνάει» η ιστορία. Στο χέρι του αναγνώστη, αν μιλάμε για βιβλίο, του σκηνοθέτη αν μιλάμε για διασκευή βιβλίου, είναι να ερευνήσουν και να εξακριβώσουν αν η «επίσημη» ερμηνεία της ιστορικής πραγματικότητας συνάδει με την εκδοχή του δημιουργού.
– Υπάρχουν κίνητρα και λόγοι για να αισιοδοξούν οι νέοι στην εποχή μας; Αλίμονο αν επιτρέπαμε να υιοθετηθεί από τη νέα γενιά το αίσθημα του πεσιμισμού και της απογοήτευσης που δεν μπορούν να ανατραπούν. Ναι, οι εποχές δεν βοηθούν ιδιαίτερα μιας και τα αδιέξοδα είναι πολλά. Το καλύτερο μήνυμα στη βαριά ατμόσφαιρα των καιρών δεν μπορεί να είναι άλλο από τα διαχρονικά λόγια του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη: «Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μόνος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω». Αυτό το βαθύ αίσθημα της ευθύνης για τα πράγματα και τον κόσμο ένιωθε κι ο Άγγελος Γιαννούζης. Μόνο που έφυγε νικημένος από τη μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση και δεν πρόλαβε να ζήσει για να προσφέρει τον εαυτό του στην αλλαγή του κόσμου μας. Ο Άγγελος δεν θα τα παρατούσε ποτέ και δεν θα γινόταν σε καμία περίπτωση ο παθητικός πολίτης που τυφλώνεται από την καλοπέραση, την επίπλαστη ευημερία και την αδιαφορία για όσα ταλανίζουν τον άνθρωπο.
– Την κάθαρση στο θέατρο μπορούν να τη βιώσουν όλοι; Η κάθαρση στο θέατρο επέρχεται σ’ εκείνους που έχουν τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς τους ανοιχτά, άγρυπνα. Σ’ εκείνους που έχουν τον ηρωισμό και τη γενναιότητα να μαθαίνουν από τα λάθη τους, που παραδειγματίζονται από τα δεινά των ηρώων της σκηνής και η επόμενη μέρα τους βρίσκει αποφασισμένους να αλλάξουν. Κάθαρση δεν επέρχεται ποτέ στους ανθρώπους που έμβλημά τους είναι η υπεροψία, η απώλεια του μέτρου στις πράξεις και στους στόχους.
– Ποια χαρακτηριστικά εκτιμάς περισσότερο σ’ έναν ηθοποιό; Καταρχάς να έχει παιδεία. Να αντιλαμβάνεται την ξεχωριστή του θέση κι ευθύνη στον κόσμο των Τεχνών και δεν εφησυχάζει με την απόκτηση ενός πτυχίου δραματικής σχολής. Για μένα ο παραδοσιακός ορισμός του «ταλέντου» δεν ισχύει στις μέρες μας. Ο ηθοποιός που καλλιεργεί τα εκφραστικά του μέσα και ταυτόχρονα επιμορφώνεται ακατάπαυστα, διαβάζει, ακούει, εξελίσσει, ανανεώνει τον κόσμο των ιδεών του γίνεται ο καλύτερος συνεργάτης μου. Ηθοποιοί που για λόγους ανάγκης επιβίωσης χάνονται περιοριζόμενοι σε τηλεοπτικές «αρπαχτές» της τηλεόρασης και της ανούσιας προβολής στα μεσημεριανά, γυάλινα καφενεδάκια της υποκουλτούρας και αυτοθαυμάζονται, ψηλώνει ο νους τους από την εφήμερη δημοσιότητα και δύσκολα μπορούν να υπηρετήσουν το ποιοτικό θέατρο. Κι αυτό γιατί τα ίδια τα θεατρικά κείμενα οσμίζονται τη στασιμότητά και ανεπάρκειά τους και, σταδιακά, τους αποβάλλουν.
«Αστροφεγγιά» από το Θέατρο Κράμα. Πρεμιέρα: Παρασκευή, 2 Νοεμβρίου, Πάνθεον Λευκωσία. Τακτικές παραστάσεις κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 8.30μ.μ. και Κυριακή στις 6.30μ.μ.99 758 131