Η ανιψιά του Θοδόση και κόρη του Γιώργου Φ. Πιερίδη, Μαρίνα Πιερίδου, είχε διαισθανθεί από μικρή ότι η οικογένειά της ήταν διαφορετική κι αισθάνεται πολύ περήφανη που μεγάλωσε μέσα σ΄ένα προοδευτικό περιβάλλον.
 
«Αλλά φτάνει! Ας μην τις πούμε σε μια φορά όλες τις ιστορίες μας. Βαρέθηκε κι η Μαρίνα να βλέπει το θείο πετρωμένο στην πέτρα του/ εκείνη θέλει να βάλει τάξη στον κόσμο με το φτυαράκι της –όχι με τις άτακτες ονειροπολήσεις.» Η Μαρίνα που αναφέρει ο Θοδόσης Πιερίδης στην «Ονειροπόληση πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου» είναι η Μαρίνα Πιερίδου, κόρη του αδερφού του, Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη. Με υποδέχτηκε στο σπίτι της στη Λευκωσία με την υπερπροστατευτική σκυλίτσα της την Ξανθίππη κι ένα ανοιχτό φθινοπωρινό χαμόγελο. Όντας πλέον η αρχειοφύλακας και των δύο, φυλάσσει όλα τα έγγραφα με αφοσίωση, συντηρώντας τα και φροντίζοντας να είναι πάντα επίκαιρα και προσβάσιμα στους μελετητές. Είναι το ίδιο σπίτι όπου η μικρή Μαρίνα μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες, συζητήσεις και το τρίξιμο του χναριού της ιστορίας του 20ού αιώνα καθώς αποτυπώνεται. Της ζήτησα ν’ αφήσει για λίγο εκείνο το φτυαράκι, ν’ ανοίξει το αλμπούμ και να μοιραστεί μαζί μας οικογενειακές ιστορίες, με αφορμή τα 50 χρόνια από τον θάνατο του πολυαγαπημένου θείου της. Και ν’ αφήσει λίγο τη θάλασσα να περιμένει.  
 
Τις έχετε τις επιστολές του Θοδόση προς τον πατέρα σας; Βεβαίως και τις έχω. Ο πατέρας μου ήταν υπεύθυνος για το αρχείο, το συγύρισε και το κατέγραψε και πάντοτε είχε αυτές τις επιστολές ξεχωριστά. Ένιωθε ότι αφορούσαν μόνο εκείνον, ήταν ιδιωτικής φύσης επιστολές που έστελνε ο Θοδόσης στον αδερφό του απ’ όλα τα μέρη του κόσμου όπου γύρισε. Δεν επιθυμούσε να βγουν στην επιφάνεια. Είναι σ’ ένα φάκελο στο αρχείο τον οποίο δεν τον έχει δει ακόμη το δημόσιο μάτι. Θα έρθει η ώρα που θα κάνω εγώ κάτι γι’ αυτές.
 
– Υπάρχουν και οι επιστολές του πατέρα σας προς τον Θοδόση; Δυστυχώς, ο θείος μου λόγω των περιπλανήσεών του δεν τις κράτησε. Σώζονται μόνο ελάχιστες των οποίων ο πατέρας μου κράτησε αντίγραφο. Ο Θοδόσης αλληλογραφούσε με πολλά σημαίνονται πρόσωπα, δεν κράτησε την αλληλογραφία. Ίσως να μην επιθυμούσε να αφήσει στοιχεία.
 
– Ως χαρακτήρας, ήταν πιο ασυμβίβαστος από τον πατέρα σας; Ναι ήταν. Και πιο εκδηλωτικός, πιο αυθόρμητος. Ο πατέρας μου ήταν πιο στέρεος και πιο τελειομανής. Δούλευε μέρες για να βρει την κατάλληλη λέξη.

– Ποια ήταν η σχέση τους; Επηρέαζαν ο ένας τον άλλο; Ήταν βαθύτατα συνδεδεμένοι. Έζησαν μαζί όλα τα χρόνια στην Αίγυπτο. Ήταν βαθιά η αγάπη που είχαν και τα έξι αδέρφια μεταξύ τους. Ήταν μια οικογένεια μεταναστών από την Κύπρο που πήγαν στην Αίγυπτο, έφτιαξαν μια μικρή επιχείρηση ζαχαρωτών και η οικονομική κατάσταση ήταν ικανοποιητική για να ζήσουν όλοι καλά. Ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος (1904), έπειτα ήταν ο Κυπριανός και μετά ο Θοδόσης (1908). Ακολούθησαν οι τρεις μικροί, ο Παναγιώτης, ο Αναστάσης και τελευταίος ο Κώστας.

Η οικογένεια του Φίλιππου Πιερίδη, ο κατά τον ποιητή «Χρυσός Κύκλος», σε απαρτία στο Κάιρο. Ο μεγαλύτερος γιος στα δεξιά είναι ο Γιώργος και στ’ αριστερά με τα χέρια στις τσέπες ο Θοδόσης.

– Πόσο τυχαίο ήταν το γεγονός ότι δύο αδέρφια που μεγάλωσαν στο ίδιο περιβάλλον εξελίχθηκαν σε σπουδαίους λογοτέχνες; Η κοινωνική και η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Αίγυπτο ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τα γεγονότα στην Ελλάδα και επηρέασε αυτούς τους προοδευτικούς και αριστερούς ανθρώπους. Ο Θοδόσης δήλωνε ήδη αριστερός και κομμουνιστής από τα 17 του χρόνια. Δεν το έκρυψε ποτέ. Κομμουνιστής με την καθαρή, ωραία και ανθρωπιστική έννοια της λέξης. Όχι την παραφρασμένη και παρεξηγημένη. Όταν λέω «κομμουνιστής» για τον Θοδόση ή τον πατέρα μου εννοώ τον καθαρόαιμο προοδευτικό άνθρωπο που πίστεψε στα πανανθρώπινα ιδανικά.
 
– Πόσο επηρέασε ο ένας την ιδεολογική εξέλιξη του άλλου; Σίγουρα επηρέασε ο ένας τον άλλο, αλλά επηρεάστηκαν κι από τον ίδιο περίγυρο. Οι μισοί στην παροικία τότε ήταν προοδευτικοί. Υπήρχε η αριστερή ομάδα που τους γαλούχησε, τους ανάγιωσε. Οι αγγλικές αρχές, πάντως, προσπαθούσαν να καταπατήσουν οτιδήποτε προοδευτικό, γι’ αυτό αναγκάστηκαν τη δεκαετία του ’40 να έρθουν στην Κύπρο. Οι Άγγλοι τους κατέτρεξαν και μάλιστα ο μικρός, ο Κώστας, είχε καταδικαστεί εις θάνατον, ποινή που ανατράπηκε την υστάτη και ήρθε στην Κύπρο.
 
– Δηλαδή, εξ ανάγκης ήρθαν; Ήταν νομοτελειακό ότι κάποτε θα κατέληγαν στην Κύπρο. Γεννήθηκαν εδώ, ο πατέρας μου στο Δάλι, γενέτειρα του πατέρα του, Φίλιππου, ο θείος μου στο Τσέρι, γενέτειρα της μητέρας του, Μαρίτσας Πιερίδη (είχαν τυχαία το ίδιο επώνυμο). Η οικογένεια έμενε ήδη στην Αίγυπτο, αλλά ερχόντουσαν στην Κύπρο για να γεννήσουν τα παιδιά. Επισκέπτονταν τακτικά το νησί για καλοκαιρινές διακοπές. Δεν ήρθαν ουρανοκατέβατοι, υπήρχε η σχέση. Τελικά, πέθαναν όλοι στην Κύπρο, εκτός από τον πατέρα τους που θάφτηκε στο Κάιρο και τον Παναγιώτη που πέθανε στην Αίγυπτο σε νεαρή ηλικία από ανακοπή.
 
– Σε ποια φάση της ζωής σας διαισθανθήκατε ότι η οικογένειά σας ήταν ιδιαίτερη; Από μικρή. Όπως κι όλα μου τα ξαδέρφια. Μεγαλώναμε με ανθρώπους που ήταν βαθύτατα καλλιεργημένοι και προοδευτικοί. Ίσως να μη μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε, αλλά εισπράτταμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Σε τρυφερή ηλικία, η διαίσθηση βοηθά να συνειδητοποιήσεις ότι στο σπίτι σου συμβαίνει κάτι διαφορετικό απ’ τα άλλα. Τώρα πια, μελετώντας το έργο και των δύο, επιβεβαιώνω πράγματα που διαισθάνθηκα μικρή.
 
– Ποια ήταν η σχέση σας με τον θείο σας στα λίγα χρόνια που τον ζήσατε; Όταν ο Θοδόσης επέστρεψε με τη γυναίκα του την Αλεξάνδρα στην Κύπρο το 1962, εγώ απέκτησα ξαφνικά άλλους δύο γονείς. Τον θυμάμαι από την ημέρα που ήρθε. Δεν τον έζησα πολλά χρόνια, αλλά έστω κι εκείνα τα βιώματα ήταν έντονα και χαράχτηκαν στη μνήμη. Το σπίτι που νοίκιαζε ήταν στον πίσω δρόμο από το δικό μας. Οι γονείς μου έλειπαν στην εργασία τους κι εγώ ζούσα μεταξύ των δύο σπιτιών.

– Θυμάστε να γίνονται πολιτικές συζητήσεις στο σπίτι σας; Γινόντουσαν άπειρες κουβέντες στη βεράντα. Από όσα άκουγα, αρκετά σκάλωσαν στο μυαλό μου και με καθόρισαν στη συνέχεια. Όταν ζεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν μπορείς παρά να επηρεαστείς. Εγώ και τα ξαδέρφια μου μεγαλώσαμε ακούγοντας και μαθαίνοντας για τις ιδέες του αυθεντικού κομμουνισμού. Και να σας πω και κάτι; Είμαστε περήφανοι. Διότι μάθαμε τι σημαίνει να είσαι σωστός άνθρωπος.

 
– Ποια εντύπωση είχατε για τον «θείο στη Ρουμανία» πριν τον γνωρίσετε; Ο Θοδόσης Πιερίδης ζούσε στη Ρουμανία ως κομμουνιστής εξόριστος. Δεν πήγε για διακοπές εκεί. Ναι, επέλεξε να ζει στη συγκεκριμένη χώρα και να δουλέψει μέσα στον μηχανισμό, όμως δεν έπαυε να είναι εξόριστος και να ζει τα ιστορικά γεγονότα στην κόψη του ξυραφιού. Είναι μια περίοδος της ζωής του που καθόρισε και την ποιητική του. Έργα όπως η «Κυπριακή Συμφωνία» εκδόθηκαν όσο ζούσε εξόριστος, ενώ άλλα, όπως την «Ονειροπόληση…», τα ξεκίνησε εκεί και ολοκληρώθηκαν μετά. Ο Θοδόσης είχε τη συνήθεια να γράφει στίχους και να τους αφήνει να «ξεκουράζονται» για να τους ξαναπιάσει αργότερα.

– Του κόστισε η ατεκνία; Ήταν συνειδητή απόφαση; Νομίζω ότι ήταν οι συνθήκες της ζωής τους που επέβαλαν να μην τεκνοποιήσουν. Όλες αυτές οι περιπλανήσεις και εξορίες. Δεν είμαι βέβαιη, είναι κάτι που σ’ εκείνη την ηλικία δεν μπορούσα να συζητήσω. Όταν ήρθε στην Κύπρο, όμως, ήταν περιτριγυρισμένος απ’ όλα του τα ανίψια. Όλη η οικογένεια τον αγκάλιασε. Όταν πέθανε η γυναίκα του, το 1966, έμεινε με την οικογένεια του αδερφού του, του Αναστάση.

– Πώς ήταν ως θείος; Για όλους εμάς της δεύτερης γενιάς ήταν ο αγαπημένος θείος, εξαιτίας εκείνου του ενθουσιασμού και της αγάπης με την οποία μας περιέβαλε. Είχε πηγαίο χιούμορ. Έβρισκε πάντα χρόνο να ασχοληθεί μαζί μας. Με τη γυναίκα του μάς έπαιρναν βόλτες, μας έλεγαν ιστορίες, ενώ η θεία Αλεξάνδρα μού έμαθε να ράβω και να κεντώ, αφού η μητέρα μου δεν είχε χρόνο.
 
– Πώς ζήσατε εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’60; Ποιο αίσθημα κυριαρχούσε; Ήταν εποχή ελπίδας, σίγουρα. Για την οικογένειά μας ήταν και μια περίοδος χαράς, λόγω της επανόδου του θείου. Φυσούσε ένας αέρας ανακούφισης.
 
– Ο πατέρας σας και ο θείος σας προαισθάνθηκαν το κακό που ερχόταν; Βεβαίως. Ήταν άνθρωποι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένοι κι είχαν ευαίσθητες πολιτικές αντένες. Στο σπίτι μαζεύονταν παρέες που τα συζητούσαν τότε όλα αυτά. Στο έργο τους εντοπίζει κανείς αναφορές στα θέματα που συζητούμε σήμερα, όπως την ανάγκη για επανένωση και συμφιλίωση των δύο κοινοτήτων, για ειρηνική συμβίωση. Όλα αυτά ήταν αξίες ζωής των πολιτικά ευσυνείδητων αυτών ανθρώπων, που διέβλεπαν την πορεία των πραγμάτων.
 
Αν ο Θοδόσης ζούσε την καταστροφή του 1974 πώς θα την αποτύπωνε; Η ερώτηση είναι υποθετική και για να δώσουμε μια πραγματική διάσταση μπορούμε να το παραλληλίσουμε με το πώς επηρέασαν τα γεγονότα εκείνα το έργο του αδερφού του, του πατέρα μου. Η Κύπρος έπαιζε πάντοτε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ποίηση του Θοδόση Πιερίδη. Με τα χρόνια επιβεβαιώνω όλο και περισσότερο πόσο δύσκολα πρέπει να ήταν τα χρόνια που ζούσε μακριά της. Έτσι, μπορώ να εικάσω ότι το πλήγμα θα ήταν φοβερό και για τον ίδιο κι ότι αυτό θα το αποτύπωνε στην ποίησή του. Πού άλλου; 

– Οι πολιτικές τους θέσεις δυσκόλευαν τη ζωή της οικογένειας τότε; Ήταν άνθρωποι αγέρωχοι. Οι ίδιοι δεν είχαν πρόβλημα με την ταυτότητά τους. Δεν ένιωσα ότι αντιμετωπίζαμε πρόβλημα εξαιτίας των θέσεών τους. Δεν στιγματιστήκαμε. Η κατάσταση δεν ήταν ομαλή, όμως δεν φοβόντουσαν να δηλώσουν ποιοι είναι.
 
– Ποιο θα ήταν το πολιτικό σχόλιο του πατέρα και του θείου σας αν ζούσαν σήμερα; Θα ήταν πολύ δυσαρεστημένοι. Μην ξεχνάτε ότι ο πατέρας μου πέθανε το 1999. Πρόλαβε να ζήσει την κατάντια της Κύπρου, την κοινωνική αλλοίωση, την αλλοτρίωση που επήλθε, το κυπριακό «θαύμα» που μόνο θαύμα δεν ήταν. Ήταν κάτι που του στοίχισε βαθύτατα. Το διαπιστώνει εύκολα κανείς στα έργα του. Ο Γιώργος κι ο Θοδόσης Πιερίδης θα επιζητούσαν σήμερα μια ριζική ανανέωση του κοινωνικού πλαισίου.
 
Πόσο κόστισε στον πατέρα σας η απώλεια της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αμμοχώστου; Αφάνταστα. Μιλάμε για την απώλεια ενός έργου ζωής. Τη βιβλιοθήκη και την πινακοθήκη την ένιωθε σαν παιδιά του. Έκανε διαβήματα, ζήτησε να πάει, να δει τι μπορεί να περισώσει. Χωρίς αποτέλεσμα. Πλέον δεν υπάρχει τίποτα. Όσα βιβλία ή έργα δεν κλάπηκαν, θα τα έχουν φάει τώρα τα ποντίκια. Μέχρι σήμερα δέχομαι τηλεφωνήματα στο πλαίσιο της προσπάθειας εντοπισμού σκόρπιων έργων της πινακοθήκης. Η απώλεια αυτή του στοίχισε σχεδόν όσο κι ο θάνατος της γυναίκας του, της μάνας μου, το 1973, ένα πολύ καθοριστικό γεγονός στη ζωή μας. Τα χτυπήματα ήταν απανωτά. Το 1968 είχε αποβιώσει ο Θοδόσης, ενώ στο μεταξύ πέθανε κι ο Κώστας. Τον Ιούλιο του 1974 έφυγα κι εγώ κι έμεινε μόνος. Πήγα πρώτα στην Αθήνα και μετά στην Αγγλία για σπουδές.
Από αριστερά: Το ζεύγος Χρίστου και Ευγενίας Πετρώνδα, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γ.Φ. Πιερίδης και ο Άνθος Λυκαύγης.

– Ωστόσο, ο πατέρας σας άντεξε όλα αυτά τα χτυπήματα κι έζησε πολλά χρόνια. Πού το αποδίδετε αυτό; Ήταν ισχυρός χαρακτήρας, μια δυνατή προσωπικότητα με ευαίσθητη ψυχή. Ήταν, επίσης, άνθρωπος μεθοδικότατος κι είχε στόχο στη ζωή του. Αυτά τον έσωσαν και του έδωσαν δύναμη ν’ αντέξει τα πλήγματα. Κατόρθωσε να ζήσει σχεδόν μέχρι τα 96 χρόνια του. Έζησε ολόκληρο τον 20ό αιώνα και πέθανε στις 22 Δεκεμβρίου του 1999. Ίσως επειδή, όπως είπε κι ο γιος μου τότε, «ο παππούς δεν ήταν συμβατός με το 2000».
 
– Ο πατέρας σας έλεγε ότι η συνήθεια στη συμφορά είναι χειρότερη από τη συμφορά την ίδια… Ω, ναι. Είχε μάθει μέσα από τις δυσκολίες και τις συμφορές να μην το βάζει κάτω και να επινοεί τρόπους για να φτάσει στους στόχους που έθετε.
 
– Πιστεύετε ότι ο Γιώργος και ο Θοδόσης Πιερίδης έτυχαν της αναγνώρισης που τους άξιζε; Ο πατέρας μου, ναι. Ο Θοδόσης, όχι. Τα χρόνια που έζησε ως εξόριστος και οι καταστάσεις της εποχής δεν συνέβαλαν στην εκτίμηση της αξίας του. Η ποίησή του, επειδή είναι στρατευμένη, δεν προσφερόταν τότε για αναγνώριση. Σήμερα πια, επειδή οι στίχοι του είναι βαθυστόχαστοι και αγγίζουν πολλά ζητήματα του τότε, του σήμερα και του αύριο, φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να τύχει αναγνώρισης. Δεν διδάσκεται στα σχολεία όσο θα έπρεπε. Το μόνο ποίημά του που ξέρουμε όλοι είναι το «Λογαριάσατε λάθος», ίσως επειδή το μελοποίησε ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης. Το τραγουδάμε κι είναι κάτι σαν εθνικός ύμνος, όμως μόνο κάποια στιχάκια μαθαίνουν οι μαθητές. Ο πατέρας μου, αντίθετα, διδάσκεται από το γυμνάσιο μέχρι το λύκειο. Ελπίζω τουλάχιστον οι φετινές εκδηλώσεις για τα 50χρονα από τον θάνατο του Θοδόση και του Τεύκρου Ανθία να σταθούν αφορμή για μια εκ νέου προώθηση και προβολή του έργου τους.

 
– Ποια χαρακτηριστικά λείπουν από τους σύγχρονους Κύπριους λογοτέχνες για φτάσουν στο μεγαλείο αυτών των δημιουργών; Η σύγκριση είναι άδικη. Εγώ πιστεύω ότι και σήμερα η Κύπρος παράγει σπουδαία λογοτεχνικά έργα, ποίηση και πεζογραφία. Εδώ μιλάμε για ανθρώπους που έζησαν σε άλλες εποχές, είχαν άλλες προσδοκίες, άλλα ιδανικά κι έζησαν σε άλλες καταστάσεις και συνθήκες. Κατά τη γνώμη μου το στοιχείο που παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μεγαλείου ενός πεζογράφου και ποιητή είναι η αφοσίωση, η προσήλωση. Για τον πατέρα και τον θείο μου ήταν στόχος ζωής αυτό που έκαναν. Δεν έγραφαν από ψώνιο, από ανάγκη να τους θαυμάζουν, ούτε ήθελαν να βγάλουν χρήματα. Τάχθηκαν σ’ αυτό, έγινε μέρος της ύπαρξής τους. Αυτός είναι ο δρόμος για όποιους θέλουν να τον ακολουθήσουν.
 
Το καίριο αίτημα που υπερασπίστηκαν με τη ζωή και το έργο τους ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη. Δικαιώθηκε αυτός ο αγώνας; Τίποτα δεν είναι μάταιο, πάντα αξίζει να αγωνιζόμαστε. Εκτός των άλλων, ο πατέρας μου πρόλαβε να ζήσει και την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και παρά την κριτική που άσκησε και δημόσια για την αποτυχία αυτού του κατασκευάσματος, εγώ τον θυμάμαι να παρακολουθεί τα γεγονότα στην τηλεόραση με μια σκιά θλίψης στο βλέμμα. Αναλογιζόταν ότι τόσοι άνθρωποι εναπόθεσαν ελπίδες, κατέθεσαν αίμα και δυνάμεις, έδωσαν τόσους αγώνες για κάτι που στο τέλος η κατάρρευσή του αποτελούσε μονόδρομο. Όσο να ‘ναι υπάρχει πικρία. Κι ίσως να υπήρχε για λίγο και μια αίσθηση απογοήτευσης. Όμως ποτέ δεν ένιωσε ότι ο αγώνας του ήταν μάταιος.