Ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και δάσκαλος θέατρου, Κώστας Φιλίππογλου μιλά στο «Φιλgood» με αφορμή την παραγωγή του Θεάτρου Δέντρο με τον «Γλάρο» του Άντον Τσέχωφ, την οποία σκηνοθετεί.
– Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με την Κατερίνα Λούρα και το Θέατρο Δέντρο; Με την Κατερίνα γνωριστήκαμε πριν από επτά χρόνια, όταν συμμετείχε σε ένα θεατρικό σεμινάριο που είχα δώσει εδώ στην Κύπρο. Η αμοιβαία εκτίμηση έφερε την πρώτη συνεργασία μας. Παρουσιάσαμε την παράσταση «Ορέστης – Ηλέκτρα 0-1» στη Λευκωσία, στη Λεμεσό και στην Αθήνα. Μετά την κάλεσα στην Ελλάδα και έπαιξε στον «Προμηθέα Δεσμώτη», παράσταση που σκηνοθέτησα για την Επίδαυρο. Και τώρα, στην τρίτη μας συνεργασία, ανεβάζουμε στο θέατρο Δέντρο τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, ένα έργο που λατρεύω.
– Τι σας γοητεύει στα έργα του Τσέχωφ; Μας άφησε παρακαταθήκη τέσσερα έργα που θεωρούνται αριστουργήματα: «Βυσσινόκηπο», «Τρεις αδελφές», «Θείο Βάνια» και «Γλάρο». Και τα άλλα του έργα και διηγήματα είναι υπέροχα, αλλά σ’ αυτά τα τέσσερα ο Τσέχωφ έχει σταλάξει όλο τον ανθρώπινο πόνο, την αγάπη, τη ματαιότητα και την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Γι’ αυτό και παραπαίουν ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Τη μια στιγμή θέλεις να γελάσεις με τα παθήματα των ανθρώπων και την άλλη σε συγκινούν βαθιά.
– Στον «Γλάρο» ο Τσέχωφ μιλά για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά στις απαιτήσεις της ζωής. Εσείς νιώθετε αυτή την ευθύνη; Θεωρώ ότι όποιος έχει ταλέντο, πρέπει να το καταθέτει με τη δουλειά του για το καλό της ανθρωπότητας. Είναι κρίμα να πηγαίνει χαμένο.
– Ο «Γλάρος» είναι ένα δημοφιλές έργο για τους ανθρώπους του θεάτρου αλλά και τους θεατές. Εσείς υιοθετείτε μια πιο φρέσκια σκηνοθετική προσέγγιση σ’ αυτή τη δουλειά; Όντως, το αντιμετωπίσαμε με μια διαφορετική ματιά. Ενώ δεν έχω πειράξει πολύ το υπέροχο κλασικό κείμενο, έχουμε δώσει μια αισθητική ονείρου. Έχουμε προσπαθήσει να δώσουμε μαγεία, αποφεύγοντας τον απλό ρεαλισμό.
– Πώς ορίζετε το ποιοτικό θέατρο; Οι παραστάσεις που φτιάχνω θα ήθελα να μην έχουν σαν σκοπό το οικονομικό κέρδος, αλλά να αποτελούν μια μοιρασμένη εμπειρία μεταξύ του κοινού και των καλλιτεχνών.
– Δουλέψατε με τη διάσημη ομάδα σωματικού θεάτρου Complicite στο Λονδίνο. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Ήταν από τις πιο σημαντικές στη ζωή μου. Μέσα από τη δουλειά και την αισθητική της Complicite γαλουχήθηκα ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που κατάφερα να επηρεαστώ, αλλά και να επηρεάσω, όλους αυτούς τους καταπληκτικούς καλλιτέχνες που απαρτίζουν την ομάδα, αυτή την υπέροχη ανοιχτή καλλιτεχνική κολεκτίβα.
– Τι ρόλο παίζει το σωματικό θέατρο στις παραστάσεις σας; Σωματικό ονομάζεται το θέατρο όπου ο ηθοποιός δείχνει με το σώμα του κάτι περισσότερο από την απλή καθημερινότητα. Το χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει τοπία, συναισθήματα και μη ρεαλιστικές καταστάσεις. Έτσι, με τη σωματική του κίνηση, παράγει στο κοινό συγκίνηση. Οι δικές μου παραστάσεις είναι άλλοτε πολύ σωματικές και άλλοτε λιγότερο. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν σκηνοθετώ ρεαλιστικά. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο συμβολισμός. Στον «Γλάρο», το στοιχείο του συμβολισμού είναι πολύ έντονο. Άλλωστε και ο τίτλος του έργου είναι συμβολικός. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, στηρίχθηκα στην αισθητική του σωματικού θεάτρου για να παράγω όλες αυτές τις συμβολικές εικόνες.
– Συνεργαστήκατε με σπουδαία ονόματα του θεάτρου όπως ο Πίτερ Μπρουκ, η Αριάν Μνουσκίν, ο Σάιμον Μακ Μπέρνι. Τι κρατάτε από αυτές τις συνεργασίες; Έχω δουλέψει στο Μπουφ ντι Νορ, το θέατρο του Πίτερ Μπρουκ, σε δική του παραγωγή, αλλά με σκηνοθέτη τη Λίλο Μπάουρ. Ο Μπρουκ και η Μνουσκίν με επηρέασαν πολύ, γιατί βασικό κομμάτι της εκπαίδευσής μου βασίστηκε στις διδασκαλίες τους. Με τον Σάιμον Μακ Μπέρνι είχα μια καταπληκτική και γόνιμη συνεργασία που κράτησε πολλά χρόνια και που πιθανότατα θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Είναι όλοι τους μυθικά ονόματα στον χώρο του θεάτρου. Αυτοί, και μερικοί ακόμα, διαμόρφωσαν με τη δουλειά τους το καλό ευρωπαϊκό θέατρο και κατ’ επέκταση το καλό θέατρο παγκοσμίως.
– Το θέατρο πιστεύετε ότι λειτουργεί ψυχαναλυτικά για το κοινό αλλά και τους συντελεστές; Βέβαια, το πιστεύω. Όλες οι τέχνες λειτουργούν έτσι. Το θέατρο ίσως ακόμα περισσότερο, αφού στη σκηνή βλέπουμε ουσιαστικά τη δική μας ζωή και ταυτιζόμαστε ενίοτε με την ιστορία και τους χαρακτήρες της.
– Σκηνοθέτης, ηθοποιός, δάσκαλος του θεάτρου. Υπάρχει χρόνος για άλλη ζωή; Ναι, βέβαια. Υπάρχουν μέρες, όταν κοντεύουμε στην πρεμιέρα, που δεν σκέφτεσαι και δεν κάνεις τίποτα άλλο από τη δουλειά σου. Παλιότερα, η δουλειά και η ζωή ήταν ένα και το αυτό για μένα. Τώρα πια όμως προσπαθώ να τα ξεχωρίσω και να αφιερώσω αρκετές ποιοτικές ώρες στην προσωπική μου ζωή.
– Αντιμετωπίζετε θετικά την πληθώρα παραστάσεων στην Αθήνα και στην Κύπρο; Οι καλλιτέχνες έχουν ανάγκη να εκφραστούν και να μοιραστούν τις δημιουργίες τους με το κοινό. Οι νέοι δεν περιμένουν πια πότε θα προσληφθούν από τους μεγαλύτερους για να ανέβουν στη σκηνή. Ορμούν, δημιουργούν και εκφράζονται κατά βούληση. Κάτι καλό θα αφήσει όλο αυτό.
– Τι έχει να προσφέρει το θέατρο σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα; Σε κάθε περίοδο ανθρωπιστικών κρίσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας, οι τέχνες ανθούσαν και βοηθούσαν τον άνθρωπο να συνέλθει και να επαναπροσανατολιστεί.
– Θα τα καταφέρει τελικά η Ελλάδα να βγει εύκολα από αυτή τη δύσκολη κατάσταση; Οι Έλληνες έκαναν πολλά λάθη σε όλη τη σύγχρονη ιστορία τους, επιτρέποντας τον διχασμό, τη διαφθορά, τη ρεμούλα, την καπατσοσύνη και τη λαμογιά. Τώρα αρχίζουν να το συνειδητοποιούν, αλλά θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να συνέλθουν.