Μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς στην Ελλάδα, μόλις κυκλοφόρησε τις «Χίλιες ανάσες» της, δίνοντας μια καλή αφορμή για μια – έστω – δική μας.
Βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού της – 11 το πρωί της τελευταίας Τετάρτης του Οκτωβρίου με πολύ φως -σχεδόν καλοκαίρι- στο Χαλάνδρι της Αθήνας, σ’ ένα σπίτι με ωραίο κήπο, ήλιο ζεστό και φαγητό μαγειρεμένο στην κατσαρόλα. Ανοίγω το τελευταίο της βιβλίο, «Χίλιες Ανάσες» («Εκδόσεις Καστανιώτης»), στα σημειωμένα μου με κίτρινα post-it αποσπάσματα. Της διαβάζω, απ’ τη σελίδα 109, τον πιο αγαπημένο μου -απλό φαινομενικά- διάλογο – βαθύ στη μετατόπισή του:
-Έπινε;
-Όταν έπεφτε ο ήλιος.
-Γιατί;
-Γιατί έπεφτε κάποιος.
Ανάβει το πρώτο της τσιγάρο. Μιλάμε.
– Τι σημαίνει «πτώση»; Είναι ο καημός για κάτι που χάνεται. Μια στιγμή που νιώθεις ότι κάτι φεύγει. Η «πτώση» είναι αναφορά σε θάνατο και, νομίζω, πως σε όλο το βιβλίο -κι όχι μόνο σ’ αυτό, αλλά και στα προηγούμενα- κάνω πρωταγωνιστές πάντα, με κάποιο τρόπο και ορισμένους νεκρούς. Γιατί θεωρώ ότι ο θάνατος, αγαπημένου ειδικά, δεν είναι μια υπόθεση που κλείνει και πάει στο «αρχείο» – ως οριστικό γεγονός προκαλεί ανακεφαλαιώσεις, απολογισμούς και, πολλές φορές, κάτι που τελειώνει -είτε είναι άνθρωπος, είτε μια στιγμή-, είναι σαν εθελοντικά να μας δείχνει ένα καινούριο μονοπάτι για τη ζωή του βίου παρακάτω. Όπως ο ήλιος που δύει: Υπόσχεται μια νύχτα, την αναμονή μιας επόμενης μέρας και το τέλος των νεκρογεγονότων που έχουν συμβεί.
– Ο θάνατος, πράγματι, «δεν διακόπτει την αγάπη» (σελ. 168); Με τίποτα! Μπορεί μάλιστα και, με κάποιο τρόπο, να την περιφρουρεί και να τη δυναμώνει. Γιατί αυτός που μένει πίσω αναστοχάζεται στη σημασία που είχε ο άνθρωπός του για τη ζωή του. Και νομίζω πως τον φυλάει στην καρδιά και στη σκέψη του, για πάντα. Δεν μου αρέσει να ξεχνώ αγαπημένους που έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Δεν το αντέχω αυτό… Είναι μέρος μιας ολόκληρης διαδικασίας και σκέψεων που κάνω για το θέμα της μνήμης και που αφορά και σε πιο συλλογικά γεγονότα, αλλά και σε πιο προσωπικά. Όχι, δεν διακόπτεται η αγάπη!
– Ο θάνατος βάζει κι εσάς «να μετράτε τους ζωντανούς» (σελ. 105); Ναι. Στη ζωή υπάρχουν τα δίπολα: Δεν υπάρχει ζωή χωρίς το θάνατο και θάνατος χωρίς τη ζωή, δεν υπάρχουν γυναίκες δίχως άντρες, Χειμώνας δίχως καλοκαίρι. Δεν υπάρχει η μία κατηγορία ερήμην της άλλης. Πάντα γίνεται σαν «εθελοντής» ένας νεκρός που μας βάζει να υπολογίζουμε τους ανθρώπους που μένουν πίσω, να επανακαθορίσουμε σχέσεις και την αξία που έχουν στη δική μας ζωή – στη ζωή γενικότερα. Ο θάνατος είναι οριστικό γεγονός, είναι τελεσίδικο γεγονός. Και, με αυτή την έννοια, κορυφαίο! Ένας θάνατος έχει τη σκοτεινιά του άγνωστου επέκεινα, αλλά καταυγάζει σελίδες ζωής. Μπορείς να βρεις σκιασμένες εσοχές της καθημερινότητας, των σχέσεων και των ανθρώπων – και να ρίξει εκεί το φακό του, να δείξει τη σημασία του που μπορεί να μας διαφεύγει.
– Πράγματι «στον έρωτα δεν βάζεις τα συν και τα πλην σε μια κόλλα χαρτί να πάρεις σύμμαχο το ευνοϊκό αποτέλεσμα της αριθμητικής, συμφέρει δεν συμφέρει κάνει κατάληψη στην καρδιά σου και σε μερικές, όχι πολλές, περιπτώσεις δεν το κουνάει αποκεί» (σελ. 81); Στο πρώτο διάστημα με τίποτα – τότε που όλα μοιάζουν χαρμόσυνα και υποσχόμενα. Αλλά ούτε και μετά, όταν στο καταστάλαγμα ξέρεις ότι ο άλλος είναι ένας άνθρωπος που αξίζει, ένας άνθρωπος που αγάπησες και τον αγαπάς ακόμα. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε τις αρνητικές πλευρές μας, τις δύσκολες πλευρές μας, τις αμαρτίες μας, τα κρίματά μας, αλλά αν κάποιος έρθει στη ζωή σου και αξίζει να τον αγαπήσεις, νομίζω πως πρέπει να έχεις το κουράγιο και την άπλα της αγκαλιάς σου πάντα ανοιχτή.
– Ο έρωτας τι είναι τελικά; Είναι η γιορτή του παρόντος. Είναι η γιορτή της ζωής! Τότε που όλα -η φόρα του, τα χρώματά του, τα αρώματά του- παραμερίζουν προσώρας έστω τις δυσκολίες. Και νιώθει ο άνθρωπος γεμάτος, πιο δυνατός. Πιο γενναίος ίσως.
– Δεν είναι μια ψευδαίσθηση; Είναι χειροπιαστός και απτός. Καλό είναι οι άνθρωποι να πλησιάζονται, να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται, να νιώθει ο ένας το χτυποκάρδι του άλλου.
– Γιατί «σε κάποιες περιπτώσεις το παρελθόν γίνεται καραμπόλα διαρκείας στο χρόνο, με θύματα που οι πληγές τους δεν γιατρεύονται ποτέ» (σελ. 27); Γιατί υπάρχουν υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν ξεκαθαριστεί στην ώρα τους ή υποθέσεις που ο καημός και ο πόνος τους έχει μια ανθεκτικότητα στο χρόνο και στη διακύμανσή του. Και επαναφέρει διαρκώς στη ροή, στην κοίτη της καθημερινότητας, τα ρέστα… Με τη μνήμη έχω κάποια θέματα. Γιατί νομίζω ότι οι άνθρωποι δίχως μνήμη περιφέρονται ανέστιοι στο σήμερα – νιώθω πως είναι σαν ξεριζωμένοι. Αν καταργηθεί η σημασία της στη ζωή, κάνει τους ανθρώπους πιο ευάλωτους – χάνουν τις ρίζες τους.
– Είναι ρίζα η μνήμη; Είναι. Η έλλειψή της κάνει τους ανθρώπους να μη συσχετίζονται πολύ καλά με το κοινωνικό παρόν, με τον περίγυρό τους. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο που ζουν κάθε φορά.
– Σας ήταν πάντα εύκολος αυτός ο συσχετισμός; Πάντα θα υπάρχουν δυσκολίες, πάντα θα υπάρχουν αυτά που επιμένουν να παραμένουν αποσιωπημένα, που δεν μπορείς να ξεκλειδώσεις ή δεν έχεις το κουράγιο. Αλλά κοιτώντας, γενικότερα, είτε σε πιο προσωπικό επίπεδο, ζωές ανθρώπων και ζωές αφανών -όπως είναι οι περισσότεροι λογοτεχνικοί ήρωες στα βιβλία μου-, είτε μείζονα γεγονότα, πιστεύω ότι η μνήμη έχει τεράστια σημασία. Για παράδειγμα, στην τελευταία ταινία που δουλέψαμε με τον Παντελή (σ.σ ο σκηνοθέτης σύζυγός της, Παντελής Βούλγαρης), το «Τελευταίο Σημείωμα», που αναφέρεται στην εκτέλεση των διακοσίων, ανήμερα της Πρωτομαγιάς του 1944, από τους Γερμανούς, στην Καισαριανή, θεωρούσα ότι αυτό είναι ένα κορυφαίο γεγονός στην Εθνική Αντίσταση που έχει οικουμενική και διαχρονική σημασία να ξέρουμε. Πόσο μάλλον σε εποχές σαν τις σημερινές, που βλέπω να κάνει επέλαση ο νεοναζισμός, τα ρατσιστικά και τα φασιστικά παντού στην Ευρώπη και όχι μόνο – είδαμε τώρα τις εκλογές στη Βραζιλία, αναμένουμε τι θα γίνει στη Σουηδία, βλέπουμε τον Τραμπ στην Αμερική…
– Αν σας ζητούσα να επαναφέρετε στη μνήμη σας, στη σκέψη σας, μία εικόνα από το παρελθόν σας, ποια θα ήταν αυτή; Επειδή μιλάω με Κύπριο, είναι ένας συμμαθητής μου στο δωδέκατο δημοτικό σχολείο Χανίων. Ο Μάριος Βολακάκης. Ένα ήσυχο ξανθογάλανο αγοράκι, που σκοτώθηκε στα γεγονότα του ’74, στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Αλησμόνητος για μένα… (συγκινείται). Αυτή τη στιγμή, το προσωπάκι του Μάριου…
– Ο χρόνος που περνά, αλλά δεν χάνεται, δεν γιατρεύει τις πληγές σας; Και να γιατρευτούν οι πληγές, καμιά φορά αφήνουν ουλές. Ο χρόνος δεν είναι πλαστικός χειρουργός. Μέσα στη σκέψη του καθενός, στην καρδιά του, στην ψυχή του, παραμένουν πληγές του παρελθόντος. Πάλι η Κύπρος μου έρχεται στο μυαλό…
– Χάρηκα που την αναφέρετε δυο τρεις φορές μέσα στο βιβλίο… Και στο Πανεπιστήμιο όταν ήμουνα, Κρητικοί και Κύπριοι κάναμε πολλή παρέα. Θυμάμαι τη Λένα τη Σαββίδη, τον Γιώργο Τσαλακό, τον Γιαννάκη Ομήρου, τον Γιώργο Μοράρη, πολλούς άλλους συμφοιτητές από άλλες σχολές, τότε που ήμασταν τα «επαρχιωτάκια», τα «βλαχαδερά» της εποχής, να το πω έτσι. Πάντα αναρωτιέμαι για την Κύπρο. Για παράδειγμα, λέω ότι, στη σημερινή εποχή, αν οι διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ότι δεν γίνεται ανεκτή η εισβολή και κατοχή ξένων εδαφών, ότι τέτοιο έγκλημα είναι διαρκές και δεν παράγει τετελεσμένα, το κύρος τους και η πολυδάπανη ύπαρξή τους μπορεί να αμφισβητείται πλέον. Αισθάνομαι πια ότι όλοι οι θεσμοί έχουν υποστεί μια φθορά – ΟΗΕ, Συμβούλιο Ασφαλείας, Διεθνή δικαστήρια, Κομισιόν, σαν να ασκούν υπερεξουσίες λιβανίζοντας τους ισχυρούς και λιανίζοντας τους αδύναμους.
– «…Πηγούλα, με έζωνε φόβος γιατί δεν φαινόταν στεριά, σαν μην υπήρχε στεριά πουθενά, κατέληξε αδέξια και η άλλη σχολίασε ξερά πως η νύχτα κάνει την πιο βρώμικη δουλειά…» (σελ. 69). Οι νύχτες σας είναι πιο δημιουργικές από τις μέρες σας; Σε τελείως πρακτικό επίπεδο, δουλεύω πολλές ώρες και συνήθως 3:30 το πρωί, τέσσερις παρά τέταρτο, αρχίζω να δουλεύω που είναι ακόμα νύχτα – είναι ώρες που δεν χτυπάνε τα τηλέφωνα και που νομίζω πως έχω πιο καθαρό μυαλό για να εισβάλουν τα χιλιάδες ερωτήματα και να με παιδεύουν. Η νύχτα, για πολλούς ανθρώπους, δεν είναι ο μακάριος ύπνος και τα πολύ όμορφα όνειρα – αφήστε που, πολλές φορές, οι άνθρωποι, επειδή φοβούνται τους εφιάλτες, αρνούνται και να ονειρευτούν. Η νύχτα επαναφέρει, στη σκοτεινή της πραγματικότητα, χρεωστούμενα και δυσκολίες της μέρας – είσαι οριζοντιωμένος και δεν μπορείς να αντισταθείς όταν έρχονται όλα αυτά μπροστά σου.
– Είναι πολλά τα «χρεωστούμενά» σας; Είμαι ένας άνθρωπος ενοχικός. Νομίζω πως φαίνεται και απ’ τα βιβλία, κατά κάποιο τρόπο. Αλλά δεν μπορώ και αυτούς που είναι υπέρ ενός φεστιβάλ απενεχοποίησης – πολλές φορές, έχουμε πράγματα για τα οποία δεν είμαστε περήφανοι, που πρέπει να τα διορθώσουμε, έχοντας κριτική και αυτοκριτική ματιά. Κάπως έτσι πρέπει να πηγαίνουμε στη ζωή. Όσο μπορούμε.
– Φοβηθήκατε ποτέ το «σκοτάδι»; Τι νομίζετε, ότι είμαι καμιά γενναία; Ζούμε, άλλωστε, σε μία εποχή σκοτεινή. Που δεν υπόσχεται. Δεν είναι τυχαίο που, σε παγκόσμιο επίπεδο, ίσως είναι η πρώτη φάση της ανθρωπότητας που οι περισσότεροι δεν ονειρεύονται πια αυτό το περίφημο «καλύτερο μέλλον». Διάβαζα, τις προάλλες, μια μελέτη του «Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας» που λέει πως, σε παγκόσμιο επίπεδο, η τρίτη αιτία θανάτου των νέων, σε ποσοστό 21%, είναι οι αυτοκτονίες. Μπορεί να υπάρχουν ψυχοπαθολογικοί παράγοντες, πολύ προσωπικοί λόγοι, αλλά και στη γενικότερη ατμόσφαιρα δεν υπάρχει ένα αντίβαρο, ένα αντίβαρο που να λέει ότι μπορείς να ελπίζεις. Για πολλούς ανθρώπους είναι σαν μην παλεύεται πια αυτό το πράγμα. Γι’ αυτό και στο βιβλίο κάνω έναν αγώνα για να βρω τις ζωντανές φλέβες. Δεν θέλω να παραδοθούμε στο ανίσχυρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί πιστεύω ότι μπορούν, όλοι οι άνθρωποι, να κάνουν κάτι για τη ζωή τους και για τη ζωή του διπλανού τους.
– «Εμπειρία, ο θεμέλιος λίθος της απαισιοδοξίας» (σελ. 217); Λέμε καμιά φορά ότι οι πεπειραμένοι έχουν πάρει τα μαθήματα της ζωής… Αυτό δεν συμβαίνει – ούτε σε συλλογικό-κοινωνικό, ούτε σε ατομικό επίπεδο. Κάθε φορά νομίζω πως μια καινούρια περιπέτεια, μια καινούρια αναποδιά, ένα στραπάτσο, πάλι μας βρίσκει ευάλωτους. Συσσωρεύοντας εμπειρίες συμβιβασμών και μιας προσαρμοστικότητας εντέλει, καταλήγουμε και σε μία ηττοπάθεια. Πολλές φορές.
– Πώς ορίζετε την αισιοδοξία; Να ‘χεις σφοδρή επιθυμία για το αύριο. Προσμένοντας ότι σίγουρα θα ‘ρθουν καλύτερες μέρες.
Την έχετε; Παίζω θέατρο ότι είμαι όρθια. Πότε έτσι πότε αλλιώς. Προσπαθώ, μέσα από τα βιβλία, να ξεφύγω με πιο ελεύθερες ανάσες, να αναζητήσω, αν όχι χίλιες, εκατό, δέκα… Και δυο τρεις καλό θα ήταν.
– Σας αρκούν δυο τρεις; Πάντα ήμουν ολιγαρκής. Αλλά και μια γερή ανάσα σου καθαρίζει τα πνευμόνια και σε προετοιμάζει για τη δεύτερη, την τρίτη…
– Τα βλέμματα, τα μάτια, λένε πάντα την αλήθεια; Νομίζω πως είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς, αν προσέξει το βάθος του βλέμματος, απ’ την αλήθεια τους. Πολλές φορές, έχω πιάσει κι εγώ τον εαυτό μου να λέει κάτι ενώ το βλέμμα μου λέει κάτι άλλο. Αν είναι παρατηρητικός ο απέναντι, θα μ’ έχει πιάσει στη φάκα. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι, αντί να τα λένε διά ζώσης, καταφεύγουν πια στα τηλεφωνήματα…
– «Δεν ζω δίχως άπιαστα όνειρα, βάζω το παρελθόν στη ναφθαλίνη και τις μαύρες σκέψεις στη χλωρίνη, ο ουρανός ποτέ δεν είναι στενός…» (σελ. 121). Ωραία πρόταση… Λόγια της μικρής Αμαλίας… Εγώ έκλεισα τα 66 μου χρόνια τον προηγούμενο μήνα. Δεν μπορώ καν να θυμηθώ πώς είναι να είσαι 25 χρονών – ούτε θέλω να υποκλέψω νιάτα -είναι αδύνατον-, ούτε θέλω να είμαι δασκαλίστικη. Αλλά δεν μπορώ να ασχολούμαι μονοθεματικά με τα προβλήματα των ανθρώπων της ηλικίας της δικιάς μου, γιατί πιστεύω ότι η υπόσχεση για το αύριο είναι οι νεότεροι άνθρωποι.
– Κάνετε ακόμη άπιαστα όνειρα; Αχ, τι ερωτήσεις μου κάνετε… Κάνω άπιαστα όνειρα. Ναι. Τι να πω! Είναι μια εποχή που πάει να θεωρητικοποιηθεί το εφικτό και το επιτρεπτό και εγώ επιμένω, έστω και κλεφτά όνειρα να κάνω για κάτι πραγματικά καλύτερο.
– «Ενώ δεν έχομε κινηματογράφο, παίρνομε τη ζωή σαν μια ταινία στην αίθουσα, σ’ αρέσει, μένεις ώς το τέλος, δεν σ’ αρέσει, φεύγεις στη μέση, εξήγησε η Πέπη και ακολούθησε το βλέμμα του Χατζηζαμάνη έξω, σε ένα ειρηνικό θέαμα» (σελ. 59. Φύγατε ποτέ από τη μέση της «ταινίας» της ζωής σας που μέχρι τότε ζούσατε, για να ζήσετε μια άλλη ζωή; …Αχ, αυτές οι ερωτήσεις… Μου ‘χει συμβεί. Ναι. Πότε συνειδητά πότε ασυνείδητα να λοξοδρομήσω, να αναζητήσω κάτι άλλο. Αλλά, σε γενικές γραμμές, μπορώ να πω ότι έχω την τάση να λέω «Ιωάννα, μετάααβολή!» και να γυρίζω προς τα πίσω. Γιατί υπάρχει «πίσω» που αξίζει να μην το φάει η σκόνη του χρόνου.
– «… Νιώθοντας σωματικά και ψυχικά ξεχαρβαλωμένη…» (σελ. 96)… Τι λέξη υπέροχη αυτό το «ξεχαρβαλωμένη»… Το αισθάνεστε συχνά; Δεν είμαι και η μόνη. Νομίζω πως πολύς κόσμος, με στοιχειώδεις ευαισθησίες και ενσυνείδητη γνώση του τι παίζεται κάθε φορά σε πιο κλειστό περιβάλλον, αλλά και στο γενικότερο, μπορεί να νιώθει και αυτό που λέει κάπου η Πηγή «δεν ξέρω πού να είμαι». Κι εγώ αισθάνομαι, πολλές φορές, ότι δεν ξέρω πού να είμαι και πως θέλει πολύ μεγάλο κόπο για να ξανασυναρμολογήσω το κουράγιο μου.
– Το καταφέρνετε; Πότε ναι, πότε όχι. Πότε μπορούμε, πότε δεν μπορούμε. Πότε σηκώνουμε τα χέρια ψηλά, πότε πέφτουμε κάτω. Πότε ξαναβγαίνουμε στον αφρό, πότε όχι…
– «Της έδινε και ένα νόημα, να μένει αλύγιστη, να επιμένει αγέρωχη, να πηγαίνει κόντρα στα εύκολα, να ξαφνιάζει με την πίστη της τον ίδιο της τον εαυτό…» (σελ. 97). Πότε χάνετε την πίστη στον εαυτό σας; Πολλές φορές. Συχνά. Οι λόγοι είναι πολλοί. Υπάρχει κανείς που να είναι πάντα τόσο ακλόνητος στις πεποιθήσεις του, στη στάση ζωής του; Νομίζω πως, κάθε άνθρωπος, που στοιχειωδώς σκέφτεται τα πράγματα πιο βαθιά, έχει λόγους να αμφιβάλλει και για τον ίδιο του τον εαυτό.
– Θέλει κόπο για να ξαναβρείτε την πίστη σας; Στη ζωή, μάλλον είναι λιγότερες οι φορές που επιζητούμε το «άγνωστος μεταξύ άγνωστων» και πολύ περισσότερες αυτές που λαχταρούμε την οικειότητα του γνωστού, τη σχετική σιγουριά τού να γνωρίζουμε ποιος είναι ποιος. Και αυτό είναι μια γνώση που η αντανάκλασή της φωτίζει πλευρές και της δικής μας της ύπαρξης, τις συσχετίζει καλύτερα στο συγκεκριμένο πλαίσιο – η γκρίνια, για παράδειγμα, την αποπροσανατολίζει. Μικραίνοντας τον περίγυρο και φτιάχνοντας τον σαν μια μικρογραφία, εκεί βρίσκω τα ουσιώδη της ζωής. Την πίστη μου. Για να μπορέσω κι εγώ να επαναπροσανατολιστώ και να ξαναπάρω μπρος.
– Τα ουσιώδη σήμερα στη ζωή σας ποια είναι; Με αποθαρρύνει ένα γενικότερο κλίμα ευκολίας στο «κράξιμο». Που θα βγει να κρατάμε όλοι «φτυάρι»; Σαν άνθρωπος έχω αποφασίσει, εδώ και κάποια χρόνια, ότι έχω ανάγκη να αγαπώ, να σέβομαι, να ευγνωμονώ, παρά να αφρίζω. Καλύτερα να αγαπώ κι ας χαζοφέρνω. Ας νιώθω ξεπερασμένη ή vintage.
– «… Αν και είχε αναρωτηθεί μερικές φορές, έτσι στο γενικό, πόσοι άνθρωποι κάνουν στ’ αλήθεια ό,τι επιθυμούν, πόσοι ιεραρχούν σωστά τις επιθυμίες τους, μήπως δεν επιθυμούν κάτι πολύ ώστε να αξίζει να το παλέψουν, μήπως δεν ξέρουν καν να επιθυμούν…» (σελ. 95). Εκπληρώσατε τις περισσότερες από τις επιθυμίες σας στη ζωή; Δεν είχα βάλει ποτέ μεγαλεπήβολους στόχους στη ζωή μου. Οπότε δεν κρατάω μια μεζούρα και μια ζυγαριά για να μετράω. Συνεχίζω όπως μπορώ. Και συνεχίζω όπως μπορώ, και μέσα απ’ το γράψιμο.
– Τελεία πού βάζετε; Δεν υπάρχει τελεία. Ούτε στην επιστήμη, ούτε στη ζωή, ούτε στην Τέχνη. Τελεία δεν υπάρχει.
– «… Μαθημένη. Κοντρολάρω και τα σκοτάδια…» (σελ. 149). Κοντρολάρονται; Άλλοι μπορούν, άλλοι όχι. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις τον έλεγχο, ξαφνικά σε πλησιάζει ένα πολύ πιο πυκνό σκοτάδι… Έρχονται, παρέρχονται, επανέρχονται.
– «Η Πηγή συλλογιζόταν την κόρη της, πόσο πρόθυμη ήταν για βάσανα, πόσο εύθραυστη μπορούσε να αποδειχτεί…» (σελ. 137). Το ίδιο εύθραυστη είστε κι εσείς; Α, νομίζω ναι. Επειδή είμαι κάπως φλογερή σαν άνθρωπος, δίνοντας λαβή για παρεξήγηση, μπορεί να νομίζουν ότι είμαι δυνατή σαν προσωπικότητα. Μπα, δεν είμαι. Δεν είμαι δυνατή. Προσπαθώ, όμως, μαζί με τους άλλους ανθρώπους, να πηγαίνω παρακάτω.
– Δεν είναι μειονέκτημα η ευαισθησία σ’ αυτό τον κόσμο; Κάνετε λάθος. Η ευαισθησία είναι πλεονέκτημα! Χορτάσαμε από παχύδερμα, από άθραυστους κι απροσπέλαστους. Χορτάσαμε.
– Αναρωτιέμαι πώς είναι συνήθως οι Κυριακές σας – Κυριακή κυκλοφορεί και το «φιλgood». Είναι «αργόσυρτες, διλημματικές κι αναποφάσιστες» (σελ. 158); Με γράψιμο, με τις δουλειές του σπιτιού, με φίλους – και θα μαγειρέψω και θα πλύνω και θα σιδερώσω. Μεροδούλι μεροφάι, αγωνίας και εκκρεμοτήτων. Αλλά και πείσματος. Και την Κυριακή και κάθε μέρα.
– Είστε, λοιπόν, κι εσείς μία «επίμονη κηπουρός της μνήμης», κυρία Καρυστιάνη (σελ. 245); Καμιά φορά είναι βασανιστικό. Αλλά, ναι. Επιμένω.
* Το τελευταίο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη «Χίλιες Ανάσες», κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις Καστανιώτη».