«Τον Δεκέμβριο του 1963, μετά τα τραγικά γεγονότα, οι Τουρκοκύπριοι αποφάσισαν να απόσχουν απ’ όλα τα θεσμικά όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας και να αυτοεγκλωβιστούν στους λεγόμενους θύλακες στα χωριά. Η Αστυνομία μας δεν επενέβαινε σ’ αυτούς τους θύλακες. Τον Μάρτιο του 1964 ήρθαν στην Κύπρο 10.000 στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Σε ορισμένα από αυτά τα χωριά, που έκρυβαν στα σπλάχνα τους αριστουργηματικές προϊστορικές νεκροπόλεις, γίνονταν παράνομες εκσκαφές. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων -βλέποντας τη λεηλασία των αρχαιολογικών θησαυρών και την εξαγωγή τους στο εξωτερικό- επέτρεψε σε αρχαιόφιλους συλλέκτες να τους προστατεύσουν αγοράζοντάς τους. Εκείνη την εποχή ήμασταν μόνο δυο αγοραστές: Εγώ και ο μακαριστός Χριστάκης Χατζηπροδρόμου από την Αμμόχωστο, του οποίου η μοναδική συλλογή λεηλατήθηκε με την τουρκική εισβολή. Ορισμένα κομμάτια της συλλογής του υπάρχουν στο δήθεν μουσείο έξω από την Αμμόχωστο, στον Απόστολο Βαρνάβα. Τα υπόλοιπα τα πήγαν στα Άδανα και τα πούλησαν σε Ευρωπαίους. Η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων γινόταν από διπλωμάτες, άντρες των Ηνωμένων Εθνών, από τους πάντες. Για να εξασφαλίσω κάποιες από αυτές τις αρχαιότητες, διπλασίαζα τις τιμές. Έτσι, έγινε γνωστό ότι υπάρχει ένας φανατικός συλλέκτης στην Αμμόχωστο, ο οποίος δίνει περισσότερα χρήματα. Είχα εντοπίσει τότε έναν Τουρκοκύπριο ο οποίος έγινε πληροφοριοδότης μου. 
 
»Ο πατέρας μου πέθανε το 1967. Ένα βράδυ του 1969 ήρθε στον ύπνο μου ολοζώντανος και μου είπε τη λέξη Μαρκί. Πήρα τη μητέρα μου τηλέφωνο και της το είπα, αλλά δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι σήμαινε η λέξη. Την ίδια μέρα έφθασε ο “κατάσκοπός” μου. “Κύριε Πιερίδη, βρέθηκαν πολλά αντικείμενα, κόκκινα ερυθροστιλβωτά”, μου είπε. Βάλαμε τη σημαία της Σουηδίας στο προξενικό αυτοκίνητό μου, πήραμε τον δρόμο για τον Κοτσιάτη και τελικά φτάσαμε, πού; Στο άγνωστο σε μένα Μαρκί! Ένα μικρό χωριό με 90 Τ/κ κατοίκους. Με υποδέχθηκε ο κοινοτάρχης με ένα αριστουργηματικό αγγείο, τον “Κύκλο της Ζωής”. Μου λένε, “ούτε το Λούβρο, ούτε το Βρετανικό Μουσείο έχει το ίδιο”, και ότι το πούλησαν ήδη. Εγώ διπλασίασα την τιμή και το πήρα στην αγκαλιά μου. Έγινα συχνός επισκέπτης στο Μαρκί το 1968 – 1969. Αγόραζα συνέχεια, ξόδεψα χιλιάδες λίρες. Το χωριό είχε πλινθόχτιστα σπιτάκια και ένα ετοιμόρροπο καφενείο. Την τρίτη φορά που πήγα, για μια κοσμηματοθήκη του 2.000 π.Χ., υπήρχε καινούργιο καφενείο και καινούργια σπίτια. Με υποδέχθηκαν με χειροκρότημα και μου είπαν “να σου κάνουμε άγαλμα και να το βάλουμε δίπλα στον Ατατούρκ”. Τους απάντησα “δεν θέλω άγαλμα, όταν πεθάνω, κάνετε μια προτομή να με θυμάστε”. Μετά από δυο μήνες, πηγαίνοντας στο Μαρκί, μου δείχνουν τα νέα ευρήματα και ο επικεφαλής μου λέει, “εμείς αποφασίσαμε, …περιτομή σου να κάνουμε…”. Κι αν δεν ήταν γλωσσικό λάθος; Έφυγα τρέχοντας.
 
»Ένα χρόνο μετά, το 1970, ήρθε ο “κατάσκοπός” μου και μου είπε ότι βρήκαν χαλκολιθικά στο χωριό Σιουσκιού στην Πάφο. Στο φυλάκιο έξω από το χωριό με σταμάτησε ένας αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς. “Πού πάτε κύριε πρόξενε;”, μου λέει, “το χωριό έχει 80 κατοίκους και είναι επικίνδυνο. Θα πάτε ιδίω κινδύνω γιατί η σημαία σας μοιάζει με την Ελληνική”.  Δεν τον άκουσα φυσικά και ανεβαίνοντας στο χωριό, με σταμάτησαν άντρες του αποσπάσματος της Δανίας. Μου είπαν και αυτοί ότι υπάρχει κίνδυνος. Τους πρότεινα να μου δώσουν συνοδεία για να πάω. Εντέλει, οι κάτοικοι, με πήγαν σε ένα κούφωμα βράχου, όπου μου έδειξαν ένα ειδώλιο γυμνής ανδρικής μορφής, ένα αριστούργημα. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Το Εθνικό Πανεπιστήμιο των Αθηνών εκτιμά ότι είναι της εποχής 5.000-4.000 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι είναι το μεγαλύτερο και αρχαιότερο ειδώλιο που βρέθηκε σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Το πήρα στην αγκαλιά μου, μαζί με άλλα σταυρόσχημα ειδώλια και κάποια αγγεία. Όταν μου είπαν το ποσό, τους απάντησα ότι μαζί μου είχα μόνο 4.000 λίρες μετρητά που δεν έφθαναν. Έτσι συμπλήρωσα την επόμενη μέρα. 
 
»Σε μια άλλη περίπτωση, με ειδοποίησαν για δυο αριστουργηματικά επιτύμβια αγάλματα της Κλασικής Εποχής του 400 π.Χ. που βρέθηκαν ακέραια στο αρχαίο Μάριον, στην Πόλη της Χρυσοχούς. Τα είχαν σε κουτιά που έγραφαν απ’ έξω “Brooklyn Museum – New York”. Τους είπα να τους δώσω τα διπλάσια λεφτά απ’ ό,τι τους πρόσφεραν, αλλά ήταν ανένδοτοι. Τότε, ένας από αυτούς μου είπε, “αν μας φέρετε ώς το απόγευμα δύο καινούργια διπλοκάμπινα, να τα πάρετε”. Αυτό ήταν το ιαπωνέζικο αντίτιμο για να μείνουν αυτά τα αριστουργήματα στην Κύπρο. Γινόταν ένα απίστευτο λαθρεμπόριο εκείνη την εποχή. Από τα σπλάχνα της Κύπρου έχουν εξαχθεί σπάνιοι θησαυροί. Εκείνη την περίοδο, 1964 με 1974, κατάφερα να συλλέξω 620 αριστουργήματα που προστέθηκαν στα 2.500 αντικείμενα της συλλογής μας. Μιας συλλογής πέντε γενεών. Το 2019 θα γιορτάσουμε την επέτειο τον 180 χρόνων της».  

Ο Δημήτρης Πιερίδης είναι πρόεδρος του Ιδρύματος Πιερίδη και ιδρυτής εννέα πολιτιστικών πυρήνων σε Κύπρο και Ελλάδα.