«Όταν κάποιο περιστατικό, ακόμα κι αν μοιάζει ασήμαντο στους πολλούς, με «τσιμπάει» κάπου στο στέρνο, πρέπει να εκτονωθεί για να ελαφρύνει. Και καλύτερη εκτόνωση από τη γραφή, δεν έχω βρει.»
-Τι σας σπρώχνει να αρχίσετε κάθε φορά το γράψιμο; Παλιό και δηλωμένο ευθαρσώς το χούι να παρατηρώ συμπεριφορές, χαμόγελα και δυσφορίες και να θέτω, στον εαυτό μου πρώτα, ερωτήματα που δυσκολεύομαι να απαντήσω. Δημιουργώ χαρακτήρες κι αναρωτιέμαι γραπτώς τι θα έκανα εγώ φορώντας τα παπούτσια τους, ευελπιστώντας τις ίδιες, παρόμοιες ή εντελώς διαφορετικές αναρωτήσεις να τρυπώσω και στο μυαλό των αναγνωστών. Όταν κάποιο περιστατικό, ακόμα κι αν μοιάζει ασήμαντο στους πολλούς, με «τσιμπάει» κάπου στο στέρνο, πρέπει να εκτονωθεί για να ελαφρύνει. Και καλύτερη εκτόνωση από τη γραφή, δεν έχω βρει.
– Και αυτή τη φορά με το «Οι Κόρες της Ανάγκης», ποια ήταν η αφορμή; Διάβαζα μια έρευνα η οποία διαπίστωνε πως εξαλείφεται σιγά σιγά το κοινωνικό στίγμα της αναπηρίας και ότι ενισχύεται συνεχώς η δυνατότητα των ατόμων με αναπηρία να παρακολουθούν τα κοινωνικά δρώμενα, τα δημόσια πράγματα. Στην Ελλάδα του σήμερα ωστόσο, παρατηρώ ραγδαία επιδείνωση στην ποιότητα της ζωής τους, στους πόρους διαβίωσης, στην πρόσβαση στην απασχόληση, με τους Θεσμούς της Πολιτείας να καταγράφουν αρνητικό ρεκόρ απόψεων στο συγκεκριμένο ζήτημα. Εκείνη την περίοδο – άλλο δηλωμένο χούι – διάβαζα ένα βιβλίο της ψυχολόγου Μοντ Μανονί που αφορά στον πανικό του «αδύναμου» γονιού μπροστά στην αναπηρία του παιδιού του και στις βίαιες συναισθηματικές συγκρούσεις που τον ακολουθούν. Όλα αυτά, ενώθηκαν με τη ζωή μιας οικογένειας του περιβάλλοντός μου που περιείχε πολλά από τα παραπάνω στοιχεία και όλο αυτό το βίωσα τελικά σαν ένα χρέος που όφειλα να αποπληρώσω γράφοντας.
– Η αναπηρία θεωρείται ακόμα και στις μέρες μας ταμπού; Το κύριο βιοηθικό ζήτημα που θέτω στο βιβλίο είναι αν πρέπει ή όχι να γεννηθεί ένα παιδί που εκ των προτέρων είναι γνωστό πως ενδέχεται να έχει σοβαρά προβλήματα υγείας και ποιος τελικά είναι αυτός που νομιμοποιείται να πάρει μια τέτοια απόφαση. Παρότι δεν είναι είδηση – για μένα τουλάχιστον – πως οι άνθρωποι με αναπηρίες διασκεδάζουν, έχουν φίλους, παντρεύονται, έχω πολύ συχνά ακούσει τον υπότιτλο: «να του φερθείς φυσιολογικά, κρίμα είναι». Είναι λοιπόν ταμπού ή όχι; Πιστεύω πως δυστυχώς είναι.
– Από το πρώτο σας βιβλίο «Μέχρι το Πέμπτο Σκαλοπάτι» μέχρι σήμερα, ποιες διαφορές εντοπίζετε; Τι άλλαξε όσον αφορά στη γραφή, τις συνήθειες, εσάς αλλά και τι έμεινε ίδιο; Μου το λένε οι αναγνώστες, το βλέπω κι εγώ. Η γραφή μου έγινε λιγότερο δύσβατη στο δεύτερο βιβλίο. Ίσως η μικρή αποκτηθείσα εμπειρία να δημιούργησε την επιθυμία να «βασανίσω» με τα ερωτήματά μου – γλυκά και εποικοδομητικά πάντα – περισσότερους αναγνώστες. Τώρα είμαι περισσότερο δοσμένη στις γραφές μου, αφιερώνω με μεγάλη χαρά περισσότερες ώρες. Μπαίνοντας στη θέση των ηρώων μου, έμαθα να είμαι πιο υπομονετική, σπανιότερα επικριτική, ευκολότερα δοτική. Η ανάγκη μου να διαμαρτύρομαι για ό,τι «τσιμπά», έχει μείνει ακριβώς ίδια.
– Ποιο βιβλίο διαβάσατε τελευταία και σας ενθουσίασε; Και τα δύο τελευταία βιβλία με ενθουσίασαν εξίσου: «Ο Τέλειος Πόνος» του Ρικαρέλι και « Η Σκιά του Ανέμου» του Θαφόν.