Η Άννα Μαραγκού και ο Γιώργος Πανταζής μας ξεναγούν σε μια διαδρομη, μέσα από 31 ιστορίες και πολλές φωτογραφίες τησ πρωτευουσασ: για να μάθουν «οι ποδά ΤΖΑΙ οι ποτζεί» πως η Λευκωσία και ο πολιτισμός της είναι ένα όλον, ομοούσιο και αδιαίρετο.
 
Μέσα από τις περιηγήσεις της στα κατεχόμενα με το Historic Cyprus, η Άννα Μαραγκού συνηθίζει να παρατηρεί τον κόσμο. Θέλει να μάθει τι απ’ όλα όσα λέει κατά τη διάρκεια της μέρας –γιατί τους μιλάει ακατάπαυστα- έχουν πιάσει τόπο. Και το συμπέρασμα που έχει βγάλει είναι πως αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον κόσμο τα τελευταία αυτά πέντε χρόνια, είναι οι ιστορίες. Γιατί αυτές «δίνουν ζωή στα μνημεία. Κι ο κόσμος σχετίζεται μ’ αυτό τον τρόπο μαζί τους».   
 
 
Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου “Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου Ποταμού”.  «Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για την πόλη μου στο σύνολό της μέσα από ιστορίες και να της αποδώσω έτσι την τιμή που της οφείλω. Και το κάνω αφαιρώντας από το μυαλό μου ότι η πόλη μου είναι κατεχόμενη, για να μπορέσω να χαρώ τον πολιτισμό της.  Έτσι περπατώ στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού, εκεί που σήμερα είναι η πράσινη γραμμή, η διαχωριστική γραμμή που κόβει με μαχαίρι την πόλη στα δυο εδώ και μισό αιώνα. Στη μνήμη του ποταμού λοιπόν και αψηφώντας τη γραμμή αναπολώ όλη την πόλη μου».
 
 
Τις ιστορίες, που την κάνουν να αγαπά τη Λευκωσία τόσο πολύ και που θέλησε να μοιραστεί με το κοινό, 31 στο σύνολο, τις έχει χωρίσει σε δυο κυπριακές λέξεις της καθημερινότητάς μας: ποδά τζαι ποτζεί, «με την ελπίδα και τη βαθιά πεποίθηση ότι και οι δυο αυτές λέξεις θα εξαφανιστούν από το λεξολογιό μου διά παντός όταν η πόλη μου ενωθεί», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου. «Γιατί η Λευκωσία και ο πολιτισμός της είναι ένα όλον ομοούσιο και αδιαίρετο». 
 
 
…«“Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού” ο τίτλος, 31 μικρές ιστορίες για τη Λευκωσία, εγώ τα κείμενα, εσύ τις φωτογραφίες. Σου στέλλω δείγμα να διαβάσεις και ξεκίνα. Πριν τα Χριστούγεννα να το έχουμε έτοιμο»…. Κάπως έτσι θυμάται ο Γιώργος Πανταζής τη συνομιλία του με την Άννα Μαραγκού όταν κάπου στο τέλος των καλοκαιρινών διακοπών του, του είχε ζητήσει να συνεργαστούν. Ο Γιώργος Πανταζής αρχιτέκτονας και φωτογράφος, Βαρωσιώτης που ζει στη Λεμεσό, γνώριζε για τη Λευκωσία τα βασικά και «πέντε δρόμους για να μη χαθεί».  Τότε ήταν που με οδηγό ένα χάρτη βρέθηκε να περπατά ξημερώματα στον Τακτακαλά και τη Χρυσαλινιώτισσα και νύκτες στην Πύλη της Αμμοχώστου και στο Ομεριέ. Στα ποδά. Απογεύματα στην Αγία Σοφία και στην Οδηγήτρια και με το σούρουπο στον Τεκκέ των Μεβλελήδων. Στα ποτζεί.
 
 
«Τις μέρες που περπάτησα στη Λευκωσία με την Άννα, οι άψυχες εικόνες μετατράπηκαν σε κινηματογραφική ταινία στο μυαλό μου. Δεν φωτογράφιζα πια τη σκηνή, αλλά την ιστορία της με φανταστικούς πρωταγωνιστές. Εργάτες να μεταφέρουν με τα γυμνά χέρια τους τον πωρόλιθο για να κατασκευαστεί το τείχος, βασιλιάδες να παίρνουν μεγαλόπρεπα τη θέση τους για τη στέψη στην Αγία Σοφία, τεχνίτες να σκαλίζουν τις πέτρες της Παναγίας της Οδηγήτριας, απλοί καθημερινοί άνθρωποι να συνωστίζονται στα χάνια της πόλης, να συναναστρέφονται στα χαμάμ….».
 
 
Το ταξίδι του Γιώργου Πανταζή και της Άννας Μαραγκού έγινε μέσα από περιπάτους στην πρωτεύουσα, διαλείμματα για καφέ, μεσημεριανά στα μαειρκά της πόλης. «Την ευχαριστώ την Άννα για τις αστείρευτες γνώσεις της που τόσο απλόχερα μου πρόσφερε. Και είμαι σίγουρος ότι ο κάθε αναγνώστης του βιβλίου θα νιώσει αυτά που ένιωσα περπατώντας μαζί της στις όχθες του ποταμού…».
Για την Άννα Μαραγκού, όλα όσα νιώθει θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε ένα ακόμα γραφόμενό της: «Εύχομαι κάποια μέρα να ξανακατέβει ο Πεδιαίος ορμητικός, όπως τότε, το 1330 όταν πλημμύρισε και τα νερά του έφτασαν μέχρι την πόρτα του Αγίου Γεωργίου των Ορνίθων. Τότε θα πάρει μαζί του βαρέλια, διαχωριστικές γραμμές, πολυβολεία, σάκους άμμου, θα καθαρίσει τη γη και θα πάρει πίσω το ταμάχι του…»
 
 
 
Με την ευχή οι λέξεις ποτζεί και ποδά να εξαφανιστούν διά παντός από το λεξιλόγιό μας, η Άννα κλείνει με κάτι που έγραψε η αδερφή της, Νίκη –την οποία αναφέρει συχνά στο βιβλίο της και που αν ζούσε θα της το αφιέρωνε: «Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα, για τη διάχυση του φωτός, την ανημποριά της αγάπη, και την παροδική ζωή μας, μη νομίζετε, φίλοι από το βαρρά, ότι αυτό που συνέβη το ‘74 δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου, κάθε μέρα…». 
 

* Το βιβλίο «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού» από τις εκδόσεις Ροδακιό, παρουσιάζεται την Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου, στο Πολιτιστικό  Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου στη Φανερωμένη, στις 19:00.

 
Φωτογραφίες από την κατεχόμενη και ελεύθερη Λευκωσία που δημοσιεύονται στην έκδοση.