Αγνοημένη από τον κόσμο της τέχνης μέχρι τα 80 της, η αφηρημένη καλλιτέχνης Κάρμεν Χερέρα πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου σε ηλικία 106 ετών.

Η γεννημένη στην Κούβα εικαστικός ήταν γνωστή για τα ακριβή, λαμπερά γεωμετρικά της έργα με επίκεντρο «ευκρινείς γραμμές και χρωματικά επίπεδα σε αντίθεση», όπως αναφέρει η γκαλερί Lisson που εκπροσωπούσε την καλλιτέχνιδα από το 2010 και επιβεβαίωσε τον θάνατό της.

Πέθανε ειρηνικά στον ύπνο της στο διαμέρισμά της και στο στούντιο της στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσε και εργαζόταν, το μεγαλύτερο διάστημα με τον σύζυγό της Τζέσι Λούβενθαλ, ο οποίος πέθανε το 2000. Με τον Άγγλο δάσκαλο ήταν παντρεμένη από το 1939 όταν εκείνος επισκέφτηκε την Αβάνα. Μετά τον γάμο τους, εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το ζευγάρι μετακόμισε για ένα διάστημα στο Παρίσι. Επέστρεψαν το 1954. 

«Δεν υπάρχει τίποτα που αγαπώ περισσότερο από το να κάνω μια ευθεία γραμμή. Πώς μπορώ να το εξηγήσω; Είναι πραγματικά η αρχή όλων των δομών» είπε κάποτε. Παρατηρούσε μάλιστα ότι είναι η «ομορφιά της ευθείας γραμμής» που την κρατούσε στη ζωή. 

Γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1915 στην Αβάνα κι είχε ακόμη έξι αδέρφια. Οι γονείς της αποτελούσαν μέρος του πνευματικού κύκλου της κουβανικής πρωτεύουσας. O πατέρας της ίδρυσε την εφημερίδα El Mundo και η μητέρα της ήταν δημοσιογράφος και ιδρύτρια μιας φεμινιστικής ομάδας. Παρακολούθησε τα πρώτα της μαθήματα κατ’ οίκον από τα οκτώ της χρόνια.  

Στάλθηκε σε σχολείο στη Γαλλία, προτού επιστρέψει στην Κούβα για να πάρει πτυχίο στην αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας το 1938. 

Το πώς παραγνωρίστηκε η Ερέρα μέχρι πολύ αργά στη ζωή της αναφέρεται συχνά σε αναλύσεις της ιστορίας της ζωής της, όπου τονίζεται πώς ο πατριαρχικός κόσμος της τέχνης παραγκωνίζει τις ταλαντούχες γυναίκες καλλιτέχνες. Το έργο της παρουσιάστηκε σε μια έρευνα το 1984 στο Εναλλακτικό Μουσείο, έναν χώρο που διοικείται από καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη. Το προφίλ της ενισχύθηκε το 1998 όταν το Museo del Barrio στη Νέα Υόρκη φιλοξένησε την έκθεση «The Black and White paintings 1951 -89». Άλλες σημαντικές εκθέσεις πραγματοποιήθηκαν στην Ikon Gallery στο Μπέρμιγχαμ της Βρετανίας (2009) και στο Whitney Museum of American Art στη Νέα Υόρκη (2016).

Η έκθεσή στο Ikon το 2009 αποτελούσε παράδειγμα μιας σοβαρής δέσμευσης για την αυστηρή αφαίρεση, η οποία εκτιμήθηκε ανεπαρκώς τα προηγούμενα χρόνια» λέει ο διευθυντής της Ikon Τζόναθαν Γουάτκινς στην The Art Newspaper. «Οι υπέροχοι πίνακες και τα γλυπτά της, που γέμισαν ολόκληρο το κτήριο μας, ήταν μια αναζωογονητική αποκάλυψη, φέρνοντας το εξαιρετικό ταλέντο αυτής της καλλιτέχνιδας στην προσοχή ενός ευρύτερου κοινού. Ήμασταν τυχεροί που συνεργαστήκαμε με μια δημιουργό που ήταν ταυτόχρονα αισθητικά ασυμβίβαστη και τόσο γενναιόδωρη».  

 

Η καριέρα και η εμπορική αξία των έργων της εκτοξεύτηκαν στα 89 της χρόνια, το 2004, όταν το έργο της παρουσιάστηκε σε έκθεση στη Latin Collector Gallery στην Τραϊμπέκα. Οι κριτικοί βρήκαν στη δουλειά της σημεία επαφής με τον Μοντριάν, τον Έλσγουορθ Κέλι και την Op Art. 

Σε συνέντευξη στον Guardian το 2016, η Χερέρα περιέγραψε περαιτέρω πώς οι γυναίκες αποκλείστηκαν από την καλλιτεχνική σκηνή «επειδή τα πάντα ελέγχονταν από άνδρες, όχι μόνο η τέχνη. Ήξερα [τον ζωγράφο] Ad Reinhardt και είχε τρομερή εμμονή με τη Τζόρτζια Ο’ Κιφ και την επιτυχία της. Τη μισούσε. Τη μισούσε! Η Τζόρτζια ήταν ισχυρή, και οι πίνακές της εκτέθηκαν παντού, και ζήλευε».

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Χερέρα έλαβε την αναγνώριση που είχε καθυστερήσει εδώ και καιρό. Τα έργα της βρίσκονται τώρα σε πολλές μόνιμες συλλογές μουσείων, όπως το Guggenheim του Άμπου Ντάμπι, το Hirshhorn, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης, το MoMA, η Tate κ.ά. 

Τον Ιούλιο του 2019, διοργανώθηκε από το Public Art Fund στο City Hall Park της Νέας Υόρκης η έκθεση των έργων της «Estructuras Monumentales», η οποία στη συνέχεια ταξίδεψε στο  Χιούστον.

Έλαβε επίσης πολλά βραβεία και διακρίσεις τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία. 

Επιλέχθηκε για δύο μεγάλες παραγγελίες τοιχογραφίας τα τελευταία δύο χρόνια, για το Μουσείο Τέχνης Blanton στο Ώστιν του Τέξας και το Manhattan East School of Arts στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης.

«Ακόμη και το 2022, βρισκόταν στη διαδικασία σχεδιασμού για μελλοντικά έργα, ανάμεσά τους ένα μπαλέτο στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου και δύο εκθέσεις στην Lisson Gallery στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες.