Αν και μη υλοποιημένη η κατοικία, έχουν γίνει όλες οι μελέτες –αρχιτεκτονικές, στατικές και μηχανολογικές- ώστε να μην αποτελεί ουτοπική πρόταση αλλά ένα έργο έτοιμο προς υλοποίηση. Είναι η Villa V, τοποθετημένη στην Κέρκυρα με την υπογραφή του γραφείου Aristides Dallas Architects.

 Η Villa V, όπως έχει ονομαστεί λόγω του σχήματος της, δεν είναι απλά ένας αρχιτεκτονικός πειραματισμός. Εξάλλου ο Αριστείδης Ντάλας έχει δώσει παρόμοια δείγματα γραφής που δεν έμειναν στα χαρτιά. Ενδεικτικό παράδειγμα η κατοικία Lap Loop στην Τήνο, όπου είναι και η βάση του αρχιτέκτονα. Αν και εντυπωσιακή η δουλειά του, πατάει γερά στη γη.

«Η αρχιτεκτονική, λέει, ενέχει μια τεράστια ευθύνη που παραπέμπει στο ωραίο αλλά ταυτόχρονα στο σωστό. Αυτός ο συνδυασμός αισθητικής τελειότητας και εργονομικής αρτιότητας είναι κάτι που μας προβληματίζει σε κάθε έργο». Λόγω ακριβώς αυτού του συνδυασμού, η δουλειά του φιλοξενείται συχνά σε διεθνή έντυπα. Όπως και το εν λόγω έργο, το οποίο εκτός των άλλων έτυχε πρόσφατα βραβείου Grail, ενός νέου θεσμού που ξεκίνησε στην Ελλάδα με στόχο την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού εσωτερικών χώρων και φωτισμού. Στο διαγωνισμό συμμετείχαν 200 περίπου έργα και διακρίθηκαν 40. Η Villa V διακρίθηκε με το βραβείο μη υλοποιημένου έργου.

Η πρόταση αφορά εξοχική κατοικία σε μια απότομη βραχώδη πλαγιά της βορειοδυτικής Κέρκυρας. Η σύνθεση ενσωματώνει δύο αντίρροπες τάσεις. Όπως εξηγούν οι ίδιοι οι μελετητές, αναπτύσσεται παράλληλα στην υψομετρία και αγκυρώνεται ήπια στο ανάγλυφο με πέτρινους αναλληματικούς τοίχους. Προβάλλει δε από αυτό με τοπικές εξάρσεις, σαν συγκλίνουσες τεκτονικές πλάκες που αποκαλύφθηκαν και ανοίγεται προς τη θάλασσα με απρόσκοπτη θέα.

Το κτήριο αναπτύσσεται σε τρεις στάθμες, ακολουθώντας την κλίση του εδάφους, με τη μεσαία να φιλοξενεί τους κοινόχρηστους χώρους. Ένα σύστημα από δύο παχιές πλάκες υπό γωνία 45 μοιρών μεταξύ τους, που εδράζονται πάνω στους πέτρινους τοίχους, αποτελεί το κέντρο της σύνθεσης και προσανατολίζεται στην απέναντι βραχονησίδα της Κυραδικαίας. Τα δωμάτια διατάσσονται γύρω του, διατηρώντας λειτουργική και μορφολογική σύνδεση. Εκφράζονται ως διακοπές της πέτρας, έχουν διακριτική παρουσία και αφήνουν τη φύση να πλησιάσει. Οι χώροι προσεγγίζονται ως στάσεις σε μια συνεχή φιδίσια καθοδική πορεία προς τη θάλασσα που διατρέχει όλη τη σύνθεση.

Η είσοδος γίνεται μέσω μιας εξωτερικής σκάλας στο πίσω μέρος που οδηγεί στο επίπεδο των κοινόχρηστων χώρων. Από τη μεσοστάθμη της εισόδου με μεγάλο ελεύθερο ύψος, το βλέμμα φτάνει διαμέσου της κουζίνας και του καθιστικού μέχρι τη θάλασσα. Μια μικρή σκάλα οδηγεί στο καθιστικό, και στη συνέχεια στα πρώτα δωματίων. Το καθιστικό ενοποιείται με τη μεγάλη αυλή με μια ενιαία γυάλινη όψη. Εναλλακτικά, μια σκάλα ανεβάζει στο κύριο υπνοδωμάτιο, μέσω μιας μικρής εσωτερικής γέφυρας. Διασχίζοντας τους κοινόχρηστους χώρους συναντάμε την κατάβαση προς τα υπόλοιπα δωμάτια.

Το έργο αποτελεί, στην ουσία, διαμόρφωση του τοπίου με επιμέρους εξάρσεις. Ενσωματώνεται στο τοπίο όσο και αντιτίθεται προς αυτό σε μια ευαίσθητη ισορροπία.

Πιστός ο Αριστείδης Ντάλλας στο δόγμα του Le Corbusier ότι «σκοπός της κατασκευής είναι να στέκεται, ενώ της αρχιτεκτονικής να συγκινεί», έχει παρουσιάσει ανάλογα δείγματα δουλειάς σε νησιά αλλά και σε αστικές περιοχές. Τελευταία στα νησιά παρουσιάζονται όλο και πιο πολλές υπόσκαφες κατασκευές για τις οποίες εξηγεί: «Τα υπόσκαφα παραπέμπουν σε μια πρωτόλεια μορφή κατοίκησης, την σπηλιά. Εναρμονίζονται με τις ισοϋψείς καμπύλες και προσαρμόζονται στη μορφολογία του εδάφους, προσφέροντας καταφύγιο. Η διαμόρφωση του τοπίου παραπέμπει συχνά στην τέχνη της ξερολιθιάς, εργαλείο για να μετατραπεί η γη σε καλλιεργήσιμο έδαφος. Το αποτύπωμά τους στο τοπίο παραμένει ελάχιστο ακόμη κι όταν οι κατοικίες απαντούν στις σύγχρονες απαιτήσεις, διατηρώντας όμως την ανθρώπινη κλίμακα. Παίζοντας με τη σκιά, χάνονται πάνω στο τοπίο της ελληνικής υπαίθρου και γίνονται ένα με το ανάγλυφο. Το αστικό περιβάλλον από την άλλη, αποτελεί ένα πολύ πιο αυστηρό πλαίσιο ένταξης της αρχιτεκτονικής μελέτης. Εκεί η κατοικία είναι αντιμέτωπη με το αστικό, ανθρωπογενές ανάγλυφο. Την κορυφογραμμή της πόλης. Ο σχεδιασμός εδώ είναι διαφορετικός και η αρχιτεκτονική καλείται να είναι πολλές φορές εφευρετική. Οι ανάγκες παραμένουν οι ίδιες και ο χώρος είναι μικρότερος. Το παιχνίδι των όγκων λαμβάνει χώρα στο ευρύτερο μέρος της πόλης και το κτήριο συνδιαλέγεται με τα υφιστάμενα κελύφη».

3D VISUALISATION: Κατερίνα Ιακωβάκη

Ελεύθερα 17.3.2024