«Καθαροί, πια» της Σάρα Κέιν σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Δίκαιου.

Αρκετές εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα της παράστασης «Καθαροί, πια» ο ΘΟΚ δεν είχε κανένα πρόβλημα να επιτρέψει να διαρρεύσει η πληροφορία ότι θα προχωρούσε στην αφαίρεση των πλαϊνών καθισμάτων στη Νέα Σκηνή ώστε να δημιουργηθούν δύο επιπλέον διάδρομοι «διαφυγής». Κι ότι αυτό γινόταν ειδικά για να υπάρχει αυτή η επιλογή για τους «ευαίσθητους» θεατές, να μπορούν δηλαδή να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή χωρίς να ενοχλούν τους υπόλοιπους. «Και δεν παίρνετε και τα λεφτά σας πίσω», θα διευκρίνιζε ο αείμνηστος Τζίμης Πανούσης. 

Διότι ο οργανισμός φρόντισε από πριν να καταστήσει σαφές ότι απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος σε ανήλικους, ενώ ακόμη και κατά την προσέλευση των θεατών καθίστανται σαφείς σε όλους τους τόνους, μέσω γραπτής και προφορικής ανακοίνωσης, οι ιδιαίτερες συνθήκες αυτής της παραγωγής. Του συγκεκριμένου έργου για την ακρίβεια.

Γνωρίζουν φυσικά στον ΘΟΚ ότι αυτή είναι μια αλάνθαστη τακτική μάρκετινγκ κι ότι μη εξαιρετέα θέατρα ανά τον κόσμο δεν διστάζουν να γνωστοποιούν περιστατικά επεισοδιακών αποχωρήσεων από θεατές, ή ακόμη και περιπτώσεις δυσφορίας και λιποθυμίας. Αφενός, με τον τρόπο αυτό κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι προσήλθε ανυποψίαστος και αφετέρου προβοκάρονται οι τολμηροί και υποψιασμένοι για να εκτεθούν στην εμπειρία. 

Η καλύτερη προώθηση ήρθε τελικά από την παραληρηματική αντίδραση σε μια αφίσα (!), από συμπολίτες μας που –πώς να το θέσω κομψά;- μάλλον δυνητικά δεν βρίσκονται στο target group μιας τέτοιας παράστασης. Σχεδόν νομοτελειακά, η βαβούρα εκτόξευσε την προσέλευση και δώστου τα sold out. Κανονικά, ο ΘΟΚ θα έπρεπε να νοικιάσει πινακίδα ειδικά για να αναρτήσει ένα οφειλόμενο ευχαριστήριο μήνυμα προς όλους αυτούς που συνέβαλαν στο ρεκλαμάρισμα του «Καθαροί, πια». 

Οι αντιδράσεις σε μια τέτοια πρόταση, ειδικά όταν αυτή προέρχεται από το (ημι)κρατικό μας θέατρο, δεν είναι απλώς αναμενόμενες. Το παράδοξο και το ανησυχητικό θα ήταν να μην υπήρχαν. Δηλαδή, να περνούσε αυτή η παραγωγή και να μην ακούμπαγε. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, Ευριπίδης Δίκαιος, εξέφρασε δημόσια τη βεβαιότητα ότι θα υπάρχουν αντιδράσεις, προσδοκώντας ωστόσο αυτές να αφορούν το παρε- δώσε με τη θεματολογία και το υλικό του έργου. Θα συμφωνήσω μαζί του ότι ο Κύπριος θεατής -όταν θέλει- έχει γερό στομάχι, γεγονός που φάνηκε από τις ήπιες έως ανύπαρκτες αντιδράσεις που έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα εντός της αίθουσας. 

Η Σάρα Κέιν χρησιμοποιεί την εξωπραγματική βία, τον εξευτελισμό και το σοκ ως δραματουργικό όχημα σε μια πορεία κάθαρσης – εξ ου και ο τίτλος (Cleansed). Ναι, της κάθαρσης με την αριστοτελική έννοια κατά τον ορισμό της αρχαίας τραγωδίας. Και μη μου πείτε ότι όσα συμβαίνουν στα κείμενα του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη είναι λιγότερο σοκαριστικά και προκλητικά. Αν το πιστεύετε αυτό αναλογιστείτε μία προς μία τις πιο ακραίες φρικαλεότητες της ανθρώπινης κατάστασης που πραγματεύονται και μάλλον θα αλλάξετε γνώμη. 

Το «Καθαροί, πια» παρασταίνει μεταξύ άλλων (spoiler alert) θανατηφόρα ένεση στο μάτι τοξικομανούς, αποκοπή γλώσσας, ακρωτηριασμό άκρων, ηλεκτροπληξία, βίαιη εισχώρηση ράβδου στο ορθόν, υποχρεωτική σίτιση και μερικά ακόμη βασανιστήρια, (μεταφυσική) αιμομικτική συνουσία, χειρουργική αλλαγή φύλου κ.ο.κ. Είναι λες και θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές και την προσήλωση του σκηνοθέτη και των ηθοποιών. Δεν είναι δυνατόν να παρασταθούν όλα αυτά. Με τον τρόπο αυτό η ίδια αφήνει ουσιαστικά να εννοηθεί ότι ΔΕΝ μπορείς να ακολουθήσεις τις οδηγίες της κυριολεκτικά και κατά γράμμα. Πώς (και γιατί) να παραστήσεις δηλαδή στη σκηνή έναν αρουραίο να τρέχει μ’ ένα κομμένο ανθρώπινο μέλος στο στόμα; Είναι μάταιο και εν μέρει ανούσιο. 

Το λυρικά δυστοπικό μικροσύμπαν μπορεί να εμπεριέχει ευθείες αναφορές στον Όργουελ, τον Χάξλεϊ, τον Αρτώ ή και τον Μπίχνερ, αλλά χωρίς να έχει ως προτεραιότητα το ευθύ πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Είναι μια σπαρακτική, καθηλωτική σκηνική αναπαράσταση ακραίων αισθημάτων που στόχο έχει να αποκαθάρει. Η Σάρα Κέιν αντιπαραθέτει με μετα-ποιητικό, τελετουργικό τρόπο τον πόνο με τον έρωτα, εκθέτοντας τους εμπλεκόμενους στην απόλυτη δοκιμασία των ορίων της αγάπης.

Υπογραμμίζει την καταδυνάστευση του ανθρώπου από τον ολοκληρωτικό έρωτα και την προοπτική της προδοσίας. Οι χαρακτήρες είναι τρόφιμοι- πειραματόζωα σ’ ένα αδιευκρίνιστο μέρος που μοιάζει με πανεπιστήμιο, εργαστήρι, ψυχιατρείο, ή σωφρονιστήριο, εκτεθειμένοι στο έλεος του σαδιστικά και ηδονοβλεπτικά αδίστακτου γιατρού Τίνκερ. Ο οποίος στην πορεία αποδεικνύεται η πιο τραγική και αυτεπιβούλευτη φιγούρα απ’ όλες. 

Η «ποιητιγκόρ» (δικός του ο όρος) πρόταση του Ευριπίδη Δίκαιου και της απόλυτα πειθαρχημένης ομάδας του ορισμένες φορές αγκομαχά όταν συγκρούεται με την κυριολεξία σε βάρος της ελλειπτικής διάστασης του κειμένου. Καλά τα εφέ και τα σκηνικά ευρήματα που κάνουν τους ασφόδελους να φυτρώνουν στο πάτωμα, αρκεί να μη φρενάρουν την αφήγηση. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, αυτή η θαρραλέα επιλογή του ΘΟΚ δικαιώνεται.  

Η σκληρή μελέτη και η σχεδόν ασκητική αφοσίωση όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών στον στόχο φέρνει καρπούς, καθώς το δρώμενο παίζει με τις απογυμνωμένες λέξεις και τις οριακές καταστάσεις. Ο ρεμβασμός στο ονειρικό τοπίο αποκαλύπτει συλλογιστικές περιδινήσεις πάνω στη φύση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, χωρίς να προδίδει ποιότητες του κειμένου που εκτείνονται από την εξεγερτική, λυτρωτική σκληρότητα μέχρι τον ζοφώδη σαρκασμό και αυτοσαρκασμό. 

Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν αφήνει να περάσει απαρατήρητο το υπέρτατο μήνυμα που στέλνει η ιδανική αυτόχειρας συγγραφέας και αφορά τη μόνη συνθήκη στην οποία πάντα δικαιώνεται ο έρωτας: το «εδώ και τώρα». Δηλαδή, αυτή τη συγκεκριμένη μοναδική στιγμή που υπερφαλαγγίζει την αιωνιότητα. Αυτό δεν είναι μόνο πιο ειλικρινές, πιο βροντερό και πιο παρηγορητικό αλλά και πολύ πιο δυναμικό από εκείνο το κούφιο και ανεδαφικό «θα σ’ αγαπώ για πάντα».

Ελεύθερα, 11.2.2024