Μιχάλης Φωτίου, Όταν οι ορίζοντες στενεύουν, εκδόσεις Α. Ανώνυμο, 2023

Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Φωτίου, εκτυλίσσοντας σε 560 ευμεγέθεις σελίδες το νήμα της πολυπρόσωπης αφηγηματικής του πλοκής, έχει ως σκηνογραφικό υπόβαθρο τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της Νεώτερης Κυπριακής Ιστορίας, όπως με πειθώ αληθοφανούς μυθοπλασίας τα βιώνουν οι χαρακτήρες της μικρής συντηρητικής κοινωνίας. Εξαίρεση οι λιγοστοί εκείνοι των προοδευτικών ιδεών, των επαναστατικών διαθέσεων και των ρομαντικών ονείρων, που ασυμβίβαστοι με τους παραδοσιακούς κανόνες ενός ασφυκτικού κλοιού οραματίζονται μια καλύτερη ζωή.

Εκτός από τον παρενθετικό σταθμό στο Αιγυπτιακό πεδίο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, τόπος δράσης είναι η Λάρνακα των φτωχογειτονιών και των τουρκομαχαλάδων, των εμπορικών δρόμων, των εκκλησιαστικών ενοριών, των σχολείων και των παραθαλάσσιων περιπάτων κατά τις κρίσιμες μεταβατικές περιόδους του περασμένου αιώνα, ήτοι από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Κομβικά σημεία στην εκδίπλωση και την ανατροπή των γεγονότων η Αγγλική αποικιοκρατία στους χαλεπούς καιρούς της τοκογλυφίας και της καταπιεστικής φορολογίας, αλλά και η στρατολόγηση εθελοντών στο Κυπριακό Σύνταγμα του Βρετανικού στρατού, οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις του Κυπριακού λαού προς εκπλήρωση των εθνικών πόθων από το Ενωτικό Δημοψήφισμα έως τον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-59 και μετά την Ανεξαρτησία η έκρυθμη κατάσταση τη Τουρκανταρσίας του 1963-1964.

Κεντρικό πρόσωπο ο Ευαγόρας, ο μικρότερος από τις τρεις αδελφές του μοναδικός γιος μιας εξαμελούς οικογένειας, που δίνει όρκο στην μάνα του πριν πεθάνει ότι θα ξέφευγε από τη φτώχια κατακτώντας μιας θέση στην κοινωνία. Ωστόσο, αναγκάζεται να διακόψει το σχολείο, ύστερα από ένα επεισόδιο σύγκρουσης με συμμαθητή του, για να δουλέψει πρώτα στο τσαγκαράδικο του πατέρα του, μετά στην εξόρυξη αλατιού και όταν κλείνει το εργοτάξιο στην Αλυκή, θα βρεθεί κοντά σε ένα μακρινό του θείο πελεκώντας πέτρες, για το κτίσιμο των πλουσιόσπιτων.  Θα συνεχίσει την ενασχόλησή του με τον πρωταθλητισμό, θα πάρει μαθήματα Αγγλικών από τη νονά του και με τη βοήθειά της θα προσληφθεί στη Δημοτική Ηλεκτρική Εταιρεία με την έναρξη της ηλεκτροδότησης στις αρχές του ’40. Απώτερος σκοπός του η μετανάστευση στην Αγγλία, όπου τα εργοστάσια και τα εστιατόρια υπόσχονταν πολύ περισσότερα χρήματα. Η κατάταξή του μαζί με τον φίλο του Ιούλιο στη ΡΑΦ δεν θ’ αργήσει μετά τη στρατιωτική εκπαίδευση στο στρατόπεδο των Πολεμιδιών και λίγο αργότερα στο Κάιρο. Από τα μετόπισθεν όμως των Βοηθητικών θα ζητήσει να μεταπηδήσει στο πεζικό και με τη μονάδα του θα βρεθεί να πολεμά στην έρημο του Ελ Αλαμέιν μέχρι τη στιγμή που θα πληγωθεί και θα τον ανακαλύψει ο Κύπριος παιδικός του φίλος, για να ειδοποιήσει να μεταφερθεί στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, και να σωθεί ύστερα από χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι, αφήνοντάς του μόνο μια αναπηρία στο πόδι. Συγκλονιστικές οι σκηνές που με παραστατικές λεπτομέρειες περιγράφονται στα πολεμικά Αφρικανικά μέτωπα.

Θα επαναπατριζόταν πλέον ως ανάπηρος πολέμου, που θα του στερούσε τις προπονήσεις και τις αλλοτινές αθλητικές του επιδόσεις. Επιστρέφοντας στο στρατόπεδο, θα του ανέθεταν καθήκοντα δεκανέα για δυο χρόνια, ενώ ο Ιούλιος θα μεταφερθεί ως οδηγός καμιονιού στη νότια και κεντρική Ιταλία μέχρι το τέλος του πολέμου και τον δικό του επαναπατρισμό.

Στα επόμενα χρόνια ο Ευαγόρας θα ζήσει μαζί με τις οδυνηρές εμπειρίες της αρρώστιας και της απώλειας της μητέρας του, την επανασύνδεση με τους δικούς του, συμπαραστέκοντας στον πατέρα του και ενισχύοντας οικονομικά την οικογένεια της αδελφής του Μαρίας, μιας και η μεγαλύτερη αδελφή του Όλγα ήταν παντρεμένη με τμηματάρχη στο Διοικητήριο Λάρνακας, μεγαλώνοντας την κόρη του από τον προηγούμενο γάμο του. Ιδιαίτερα αισθήματα έτρεφε για τη μικρότερη αδελφή του Χλόη, που με τη σύμφωνη γνώμη του θα παντρευτεί τον Ιούλιο, παρά τις αντιδράσεις του πατέρα της λόγω διαφορετικών φρονημάτων με τον μελλοντικό γαμπρό του και τη διαφορά μεταξύ ενός εκλεπτυσμένου ψυχισμού και ενός ακαλλιέργητου αγροίκου χαρακτήρα. Αν και όμως έτρεφε κρυφό έρωτα για τη Χλόη, οι κατοπινές υποψίες της νοσηρής ζήλειας και της ανασφάλειάς του τον οδηγούν στην κακοποίησή της μέχρι να της επιφέρει το θανάσιμο πλήγμα, που τον στέλλει στη φυλακή αφήνοντας ορφανό το παιδί τους. Ο μικρός Ευαγόρας θα μεγαλώσει στα στοργικά χέρια της Νίνας, της γυναίκας του νονού και θείου του Ευαγόρα, έχοντας παρέα την κόρη τους και ξαδελφούλα του Θέκλα-Βασιλική με τα δυο ονόματα των μανάδων τους που σημάδεψαν τη ζωή τους.   

Τα πηγαία εντούτοις αισθήματα αγάπης της Νίνας για τον Ευαγόρα, όπως και ο θαυμασμός του ιδίου για τον άδολο και δυναμικό χαρακτήρα της, δεν θα μπορέσουν να κρατήσουν μια ευτυχισμένη συζυγική ζωή. Όχι μόνο ο θάνατος της αγαπημένης του αδελφής αλλά και η επίγνωση ότι ο γάμος στένευε τους ορίζοντες των ανεκπλήρωτων νεανικών του αναζητήσεων θα τον έκανε να νοιώθει ανίκανος μπροστά στη ματαίωση των ονείρων της ζωής του, όπως και δειλός μετά την αποτυχημένη απόπειρα αυτοχειρίας να την εγκαταλείψει. Ο αναστεναγμός «Αχ, Θεέ μου» στον επίλογο του μυθιστορήματος ίσως υποδηλοί την επίκληση μεταμέλειας για τη ζωή που του χαρίστηκε στον Πόλεμο έως και τη συμμετοχή του στον Αγώνα της ΕΟΚΑ, αλλά και για τη γυναίκα που πραγματικά τον αγάπησε. Και συνειρμικά θα ανακαλούσε μέσα από μιαν ανάμνηση του βίου του: «Θείο δώρο ήταν η ζωή κι εκείνος το είχε πετάξει. Είχε, κυριολεκτικά, αρνηθεί το δώρο του Θεού.».