Μετά από τρία πεζά έργα, ο Κύπριος λογοτέχνης Κωνσταντίνος Μακρής εκδίδει την ανθολογία «Πεντάδρομος», η οποία συμπτύσσει ποιήματα μιας εικοσαετούς συγγραφής. Τα ποιήματα διακρίνονται για την εκφραστική τους λιτότητα και τον αυστηρά συγκροτημένο τους λόγο, με λέξεις σκληρές που φτάνουν μέχρι και την ποιητική πεζογραφία. Με σημείο εκκίνησης τον Πεντάδρομο στη γενέτειρά του τη Λεμεσό, εξετάζει τους περίπλοκους δρόμους που συνθέτουν τον βίο, σε μια θέαση εκ των άνωθεν των ενδοτέρων. Οι πέντε δρόμοι είναι οι εξής: Βουτιές στα βάθη, Υγρά εγκαύματα, Μην τα πεις αυτά στον τουρίστα & Μνήμες Μέδουσας.

– Ποια είναι η δύναμη που ενεργοποιεί την πένα σου; Είναι ορμέμφυτη η δύναμη αυτή. Είναι η ίδια δύναμη που ωθεί το σώμα μου ν’ αναπνέει. Είναι η μεταρσιωμένη εκείνη λιβιδώ που σπρώχνει σε πνευματική δημιουργία. Ερεθίσματα υπάρχουν πολλά για να την ενεργοποιήσουν. Είναι βιώματα είτε διαβάσματα που εντυπώνονται και μου προκαλούν αίσθηση με το παράδοξό τους, την τραγικότητά τους ή με το μεγαλείο τους. Προπαντώς ανάβει σα σπίθα, σαν ένας πίδακας που ζητάει να λευτερωθεί απ’ του νου τα βάθη.

– Ποιον ρόλο διαδραματίζει στην ποιητική σου ο «Πεντάδρομος» του τίτλου; Ο Πεντάδρομος αποτελεί ένα πανόραμα. Μια θέαση εκ των άνωθεν των ενδοτέρων. Είναι η διακλάδωση των περίπλοκων εκείνων δρόμων που συνθέτουν τον βίο. Είναι παράλληλα τόπος. Τόπος της γενέθλιας πόλης και τόπος αναμνήσεων. Είναι μια ανοιχτή πληγή συνάμα◦ ανοιχτή πληγή για κείνα που χαθήκαν ανεπιστρεπτί. Οι δρόμοι που ανοίγονται και ξεχειλίζουν, οδηγώντας σε παράταιρες διαδρομές, σε διαδρομές οικίες κι ανοίκιες. Όλα είναι δρόμος στη ζωή, κι οι δρόμοι που διαλέγουμε να πάρουμε, μας καθορίζουν. Έτσι κι ο Πεντάδρομος.

– Σ’ ενδιαφέρει περισσότερο η αποστασιοποιημένη αφήγηση παρά η εξομολόγηση; Μ’ ενδιαφέρει η αλήθεια. Τόσο με την έννοια της α-λήθης, της μνήμης δηλαδή, όσο και με την έννοια της αυθεντικότητας και της απογύμνωσης μέσα στο σκληρό φως. Η απόσταση από τα πράγματα μπορεί να προσφέρει ένα πιο καθαρό βλέμμα. Η εξομολόγηση από την άλλη μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Δεν είναι πάντα μια φανερή ομολογία, χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν είναι εκ βαθέων. Οπότε, συνοψίζοντας, θα πω πως με ενδιαφέρουν και τα δύο αλλά προπάντων, η ανάμιξή τους, τόσο που να μην ξεχωρίζει τι είναι εξομολόγηση και τι αφήγηση εξ αποστάσεως.

– Δεν είναι στόχος της ποίησης η συγκίνηση; Φυσικά και είναι. Η συγκίνηση όμως, έχει διάφορα επίπεδα. Έχει τα επιδερμικά, τα της εύκολης συγκίνησης. Της συγκίνησης που τραβάει απ’ το γιακά με το μελόδραμα, κι έχει κι άλλα επίπεδα, πιο βαθιά, πιο εκλεπτισμένα. Περιέχει τα επίπεδα εκείνα όπου η υψηλή σύλληψη, κεραυνώνει το πνεύμα και μένει σημάδι ανεξίτηλο. Προφανώς και δεν με απασχολεί, μηδέ και με ενδιαφέρει η πρώτη. Το να ρίχνεις μπουνιά στο στομάχι, το να τσιμπάς σαν αλογόμυγα το πνεύμα, είναι χίλιες φορές προτιμότερο, παρά να κλαίς και να οδύρεσαι προκαλώντας τη λύπηση.

– Ο ποιητής χρειάζεται άλλοθι για να γράψει; Ποιο είναι το δικό σου; Η ίδια η ζωή δίνει το άλλοθι. Το να επικυρώσεις το βίωμα, το να άδεις την αλήθεια και τα όσα δεν θέλουν, ή δεν είναι ευχάριστο να ακούν, είναι ένας άθλος μοναχικός που καλείσαι να τον επιτελέσεις μέχρι τέλους, αν θέλεις να λέγεσαι δημιουργός και άνθρωπος που διανοείται. Οφείλω να καυτηριάζω και να ταρακουνώ. Το κοιμώμενο άλογο πρέπει να το ξυπνάμε, αν δεν θέλουμε να μας ρίξει στον γκρεμό. Εκείνο που έκανε διαχρονικά τον Έλληνα να ξεχωρίζει είναι η αγωνιστικότητα, το πνεύμα της αυτονομίας. Ιδού η μέγιστή μας αρετή που πάμε να απολέσουμε, αν δεν την έχουμε ήδη απωλέσει. Καιρός να την ξαναβρούμε πριν γίνουμε εντελώς πολτός στην εποχή του μαζοάνθρωπου και της υστερικής πανσπερμίας που πάει να γίνει θεσμός.