Νέο βιβλίο των Δημήτρη Δεληολάνη και Χρήστου Μπιντούδη με τίτλο «Η 28η Οκτωβρίου του Curzio Malaparte» συγκεντρώνει τις ανταποκρίσεις του ειδικού απεσταλμένου του φασιστικού καθεστώτος.

Όταν ο Μπενίτο Μουσολίνι αποφάσιζε να επιτεθεί στην Ελλάδα, γνώριζε ότι η εισβολή χρειαζόταν αφήγημα. Δηλαδή κάτι που να δικαιολογεί την ιταλική επιθετικότητα, να μετατρέπει την Ελλάδα σε απειλή και την επίθεση σε πράξη «αυτοάμυνας». Έτσι επιστρατεύτηκε ένας από τους πιο λαμπρούς και ταυτόχρονα πιο αντιφατικούς συγγραφείς της εποχής: ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε.

Δημοσιογράφος, συγγραφέας, προβοκάτορας και μέλος του φασιστικού κόμματος, ο Μαλαπάρτε είχε ήδη κερδίσει φήμη για την οξεία γραφή του. Το φθινόπωρο του 1940, η Ρώμη τον έστειλε στην Αθήνα με αποστολή να γράψει, για λογαριασμό του καθεστώτος, ανταποκρίσεις από την Ελλάδα που θα έπειθαν την ιταλική κοινή γνώμη ότι η επικείμενη εισβολή ήταν «αναπόφευκτη».

O Κούρτσιο Μαλαπάρτε (1898-1957) το 1948.

Αυτές τις ανταποκρίσεις, δημοσιευμένες τότε στην Corriere della sera, φέρνει στο φως το βιβλίο των Δημήτρη Δεληολάνη και Χρήστου Μπιντούδη «Η 28η Οκτωβρίου του Curzio Malaparte», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρμός. Πρόκειται για ένα βιβλίο- παλίμψηστο: πίσω από τα προπαγανδιστικά επιχειρήματα, οι συγγραφείς αναδεικνύουν τα ίχνη μιας προσωπικής, σχεδόν υπόγειας αμφισβήτησης. Ο Μαλαπάρτε εκτελεί την αποστολή του, αλλά η πέννα του μοιάζει να υπονομεύει το ίδιο το μήνυμα που μεταφέρει.

Ο Χρήστος Μπιντούδης είναι αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης. Ο Δημήτρης Δεληολάνης, πολιτικός επιστήμονας και δημοσιογράφος ανταποκριτής που έζησε στη Ρώμη επί πέντε δεκαετίες είναι βαθύς γνώστης της ιταλικής πολιτικής σκηνής.

Ο δεύτερος αναφέρει, μιλώντας για το βιβλίο ότι βασικός άξονας δικαιολόγησης της εισβολής στην Ελλάδα από την ιταλική προπαγάνδα ήταν ότι δήθεν ήταν μια μεγάλη βρετανική βάση, έτοιμη να επιτεθεί στην Ιταλία. Όπως εξηγεί ο Δεληολάνης, ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε ανήκει σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που υπηρέτησαν το Partito Nazionale Fascista για να μπορούν να ζήσουν και να εργαστούν κι όχι γιατί πίστεψαν σ’ αυτό.

Στη ζωή του ο ίδιος εντάχτηκε σε πολλά κόμματα αλλά ήταν όλες επιλογές της στιγμής. Όταν ήταν πολύ νέος είχε επηρεαστεί από κάποιους αναρχοσυνδικαλιστές. Δεν κράτησε πολύ, αλλά ίσως η πολιτική του σκέψη να παρέμεινε κάπως αναρχική.

Η ανάθεση του 1940 ήταν λοιπόν για τον Μαλαπάρτε μια δοκιμασία: πώς να γράψει για έναν πόλεμο που δεν πίστευε, υπηρετώντας ένα καθεστώς που δεν υποστήριζε. Μια ανταπόκρισή του, που δημοσιεύτηκε στις 29 Οκτωβρίου 1940, φέρει τον εύγλωττο τίτλο «Ελληνικό μίσος εναντίον της Ιταλίας» και συμπυκνώνει τη ρητορική του Μουσολίνι, παρουσιάζοντας την Ελλάδα ως όργανο της Βρετανίας, έτοιμο να επιτεθεί στο «αθώο» φασιστικό κράτος.

Κι όμως, πίσω από το προσωπείο του προπαγανδιστή, διακρίνεται ένας σαρκαστικός παρατηρητής: ο Μαλαπάρτε ρεζιλεύει και ειρωνεύεται λεπτά τον Μεταξά, χλευάζει τον Υφυπουργό Δημοσίας Ασφαλείας Μανιαδάκη και, όπως παρατηρεί ο Δεληολάνης, στέλνει «κρυφά μηνύματα στον Ιταλό αναγνώστη ότι και οι δικοί του φασίστες ίδιοι είναι».

Στο βιβλίο οι ανταποκρίσεις λειτουργούν σχεδόν ως λογοτεχνικά τεκμήρια ενός πολέμου που γράφτηκε και ξαναγράφτηκε μέσα από την πέννα των προπαγανδιστών.

Ο Δημήτρης Δεληολάνης.

Η προπαγάνδα απέτυχε

Η προπαγάνδα του 1940 θα αποδειχθεί τόσο ανεπαρκής όσο και ο ιταλικός στρατός. «Η φασιστική προπαγάνδα του 1940 ήταν γελοία και αποτυχημένη ακόμη και για την εποχή της» παρατηρεί ο Δ. Δεληολάνης. «Σήμερα τα fake news τα επεξεργάζονται και τα διαδίδουν μεγάλα επιτελεία επαγγελματιών διαφημιστών, προπαγανδιστών και κοινωνιολόγων» σε αντίθεση με τότε που ήταν μια κακότεχνη παράσταση δύναμης.

Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο Μαλαπάρτε επισκέφθηκε την Ελλάδα. Ο εκ των συγγραφέων του βιβλίου εκφράζει την πεποίθηση ότι αν αγνοήσουμε τις κατά παραγγελία φασιστικές κραυγές περί δήθεν «απελευθέρωσής» της από τους Βρετανούς «θα έλεγα πως ο Μαλαπάρτε αγαπούσε και εκτιμούσε και την Ελλάδα και τους Έλληνες».

Θεωρεί επίσης μάλλον απίθανο να πείστηκε η ιταλική κοινή γνώμη από τα επιχειρήματα του καθεστώτος και τα κείμενα του Μαλαπάρτε. «Ποτέ τους δεν θεωρούσαν εχθρούς τους Έλληνες ενώ πολλοί Ιταλοί του Νότου υπερηφανεύονταν για την αρχαία ελληνική καταγωγή τους και σε κάποια χωριά μιλούν ακόμη κάποια διάλεκτο αρχαίας ελληνικής προέλευσης. Αν κρίνουμε, όμως, από τη γρήγορη ήττα των Ιταλών στον πόλεμο, θα έλεγα πως ο Ιταλός στρατιώτης  δεν πολέμησε με θάρρος και πρωτίστως φρόντισε να σώσει το τομάρι του» τονίζει χαρακτηριστικά.

Σήμερα, ο Μαλαπάρτε επιστρέφει ως μάρτυρας της πολυπλοκότητας της ιστορίας. Η 28η Οκτωβρίου είναι εδώ για να μας θυμίζει όχι μόνο την αντίσταση ενός λαού, αλλά και την αντίσταση της γλώσσας απέναντι στη διαστροφή της.

Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της ανταπόκρισής του, που παραμένει σοκαριστικά επίκαιρη στη ρητορική της, αλλά κυρίως και στην αποκάλυψη της παράνοιας κάθε προπαγάνδας:

Ελληνικό μίσος εναντίον της Ιταλίας

Του ειδικού απεσταλμένου μας

Αθήνα, Οκτώβριος

Εδώ και μερικές ημέρες η Ελλάδα ζει κάποιες από τις σημαντικότερες ημέρες της ιστορίας της. Ο καθένας αισθάνεται πως πλησιάζει η ώρα που πριν από τέσσερα χρόνια η Κυβέρνηση του Μεταξά υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό. Η ώρα κατά την οποία ο κάθε Έλληνας επί τέλους θα έχει τη δυνατότητα να βγάλει το υποκριτικό προσωπείο της ουδετερότητας για να αφήσει να ξεσπάσει όλο το μίσος του ενάντια σε κάθε τι το ιταλικό. Είναι ημέρες μεγάλης νευρικότητας, αγχωτικής αβεβαιότητας για όσους κατανοούν (και, δυστυχώς, δεν είναι πολλοί) τους μοιραίους κινδύνους στους οποίους η πολιτική μίσους εναντίον της Ιταλίας μπορεί να οδηγήσει αυτή τη δύστυχη χώρα. Οι πολλές χιλιάδες Ιταλοί εργάτες –σχεδόν όλοι από την Απουλία– που ζουν εδώ και πολλά χρόνια στις συνοικίες του λιμανιού της Πάτρας και αποτελούν ένα από τα κυριότερα στοιχεία που συνεισφέρουν στην οικονομική ευημερία αυτής της πόλης· οι πολλές χιλιάδες Ιταλοί εργάτες της Πάτρας, οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, βιώνουν στιγμές άγχους. Ποιος θα τους προστατεύσει όταν, με ένα νεύμα από το Λονδίνο, θα ξεσπάσει το αιμοδιψές και άγριο μίσος εναντίον της Ιταλίας από τη μανία του όχλου και των ελλήνων μπάτσων; Η αστυνομία; Η αστυνομική μηχανή που οργάνωσε ο κύριος Μανιαδάκης, υφυπουργός Δημόσιας Ασφάλειας, όχι μόνον ως εργαλείο εσωτερικής πολιτικής του Μεταξά, αλλά και ως εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής του Τσώρτσιλ; Όταν θα έρθει εκείνη η στιγμή, οι Ιταλοί της Ελλάδας θα πρέπει να φοβούνται αυτήν ακριβώς την ελληνική αστυνομία.

«Ιταλός! Ιταλός!» 

Εδώ και μερικές ημέρες βαραίνει επάνω στην Αθήνα ένα κοκκινωπό νέφος σιρόκου που καθιστά πιο θλιβερή, πιο αδιαφανή, πιο απειλητική την όψη των λαϊκών γειτονιών της Ομόνοιας, της Νέας Σμύρνης, το Μοναστηράκι. Στα καφενεία, στα εστιατόρια, μόλις κάνει την είσοδο του ένας Ιταλός και το πλήθος τον αναγνωρίζει από τη γλώσσα, πέφτει ξαφνικά σε όσους κάθονται στα τραπέζια μια ζοφερή σιωπή, γεμάτη απειλές. Στο τραμ, στα λεωφορεία, στους δρόμους, μόλις ακουστεί μια ιταλική λέξη, όλοι στρέφουν το βλέμμα τους και βηματίζουν πιο αργά. Οι λάμψεις στα βλοσυρά βλέμματα εκφράζουν ακατάσχετο μίσος, συνειδητό αλλά και ασυναίσθητο. Σε κάποια περίχωρα της Αθήνας, στις κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας, εκείνα που είναι σκαρφαλωμένα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, του Παρνασσού, του Ταϋγέτου, της Πίνδου, σε οποιοδήποτε χωριό της Θεσσαλίας ή της Λακωνίας, της Φωκίδας ή της Ακαρνανίας, παντού στην Ελλάδα δηλαδή, το πρώτο πράγμα που ο Έλληνας ρωτά τον ξένο είναι σε ποιο έθνος ανήκει. Αν απαντήσεις πως είσαι «Άγγλος» (όπως απάντησε δυο βήματα μπροστά από μένα ένας Άγγλος φοιτητής αρχαιολογίας σε έναν φύλακα του μουσείου των Δελφών) η απάντησή σου γίνεται αποδεκτή με ένα ευγενικό και φιλικό χαμόγελο. Αν απαντήσεις πως είσαι Ιταλός, αμέσως ένα σκοτεινό φως θαμπώνει τα μάτια του Έλληνα. Σε κοιτά επίμονα και ψιθυρίζει με μοχθηρό χαμόγελο: «Α! Ιταλός! Ιταλός!», σηκώνει το πιγούνι του και περνά τα δάχτυλα στο λαιμό του, ώστε να καταλάβεις πως το μόνο που επιθυμεί εκείνη τη στιγμή είναι να σου κόψει το λαιμό. Είναι μια χειρονομία που οι Έλληνες διδάχτηκαν από τους Τούρκους και η οποία αποκαλύπτει την άβυσσο βαναυσότητας, δειλίας, προδοσίας, ύπουλης σφαγής και φρικαλεοτήτων δίχως τέλος.

«Α πόσο θα ήθελα να σου κόψω το λαιμό!», λένε τα μάτια του Έλληνα, καθώς κοιτούν έναν Ιταλό. Και όχι μόνον τα μάτια. Συχνά το λένε και τα χείλη του σε έναν άγριο τόνο ανήμπορου μίσους (ψιθυριστά, για να μην είσαι βέβαιος αν άκουσες καλά: οι Έλληνες, ακόμη και οι πιο θαρραλέοι, είναι πάντα προσεκτικοί). Αλλά εγώ τελικά βρήκα τον τρόπο να τους αναγκάζω να κατεβάζουν το βλέμμα και τα σφραγίζουν τα χείλη τους: μόλις ένας Έλληνας με ρωτά από ποια χώρα είμαι, του απαντώ απότομα «Ιταλός»· και αμέσως, πριν προλάβει εκείνος, του κάνω τη χειρονομία πως του κόβω το λαιμό. Μπορώ να εγγυηθώ πως είναι εξαιρετικό σύστημα: του Έλληνα του κακοφαίνεται, ψελλίζει κάτι σιγανά και φεύγει.

Γράφω βιαστικά αυτά τα σημειώματα, χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα καταφέρω να τα στείλω εγκαίρως στην Ιταλία. Από την περασμένη Πέμπτη ανεστάλη η γραμμή της Ala Littoria (σ.σ. Η ιταλική αεροπορική εταιρεία) από το Μπρίντιζι στην Αθήνα. Ένα φυσιολογικό προληπτικό μέτρο αυτές τις στιγμές, όπου όλα δείχνουν πως το Λονδίνο ετοιμάζεται να πάρει την απόφαση να μετατρέψει τη φιλελληνική ουδετερότητα της Κυβέρνησης του Μεταξά σε ενεργό εργαλείο της αγγλικής πολεμικής πολιτικής. Ίσως να έχει παραμείνει ανοιχτός ο δρόμος Θεσσαλονίκη- Βελιγράδι. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν καταφέρω να κάνω το ιταλικό κοινό να διαβάσει αυτές τις σημειώσεις, έχω το καθήκον να τις καταγράψω, ώστε να παραμείνουν ως μαρτυρία των μυστικών αιτιών και των ευθυνών για τα σοβαρά γεγονότα που αναμφίβολα ετοιμάζονται. […]

[Το κείμενο του Μαλαπάρτε δημοσιεύτηκε στην Corriere della sera, στις 29.10.1940. Από το νέο βιβλίο των  Δ. Δεληολάνη και Χρ. Μπιντούδη, Η 28η Οκτωβρίου 1940 του Curzio Malaparte, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2025, σ. 85-93. Αναζητήστε το βιβλίο σε όλα τα βιβλιοπωλεία.]