«Ο πατέρας μου είναι ο Ανδρέας Καριόλου – ο άνθρωπος που ανακάλυψε το ιστορικό καράβι της Κερύνειας, εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό του Νοεμβρίου του 1965, τότε που το πρωτοαντίκρισε στον βυθό, μόνος, μαζί με κάποιους από τους αμφορείς του. Ο πατέρας του πατέρα μου, ο παππούς Ματθαίος, καταγόταν από τον Καραβά, και η γιαγιά μου, η Πανιώ Μαργαρίτη, από τη Στράντζα της Ανατολικής Ρωμυλίας, βόρεια της Κωνσταντινούπολης – όπως καταλαβαίνετε, η ζωή του πατέρα μου, από γεννησιμιού του, ήταν ταυτισμένη με τη θάλασσα. Μέχρι το 1953 εργαζόταν ως βοηθός επάρχου στην επαρχιακή διοίκηση της Κερύνειας, στη συνέχεια εργάστηκε στη ΛΟΕΛ, ως μεταφορέας και διανομέας του κονιάκ “viva”, μετά άνοιξε ένα μικρό μαγαζί εμπορίας γυναικείων ειδών, αλλά πάντα κολυμπούσε, πάντοτε αγαπούσε τη θάλασσα, ως δύτης και ερασιτέχνης ψαράς, ενώ παράλληλα καλλιεργούσε και σφουγγάρια – ήταν ίσως από τους πρώτους που εισήγαγαν τις πρώτες συσκευές αυτόνομης κατάδυσης στην Κύπρο ενώ, γύρω στο 1957, δημιούργησε και την πρώτη σχολή υποβρύχιας κολύμβησης. Ήταν πάντα ένας άνθρωπος έξω καρδιά, πολύ ανοιχτόκαρδος, γλεντζές, τολμηρός, απλός, λαϊκός – ένας Κύπριος Ζορμπάς!». 
 
 
 
«Θα θυμάμαι πάντα εκείνη τη μέρα που μπήκε στο σπίτι μας, στα δυτικά της πόλης της Κερύνειας όπου μέναμε, λέγοντάς μας πως “κάτι είδε στο βυθό”. Εκεί που καλλιεργούσε τα σφουγγάρια του, στα ανοιχτά, ένα περίπου ναυτικό μίλι ανατολικά – βορειοανατολικά από το λιμανάκι της Κερύνειας, ξαφνικά πρόσεξε πως η άγκυρα του σκάφους του ξεκίνησε να παρασέρνεται στο βυθό της θάλασσας – κάπου σε βάθος 40 μέτρα. Αναγκαστικά ακολούθησε την άγκυρα. Και τότε πέρασε δίπλα από ένα βουναλάκι από αμφορείς… Κοντοστάθηκε, άγγιξε επάνω τους για να επιβεβαιώσει ότι δεν έβλεπε όνειρο, ανέβηκε στη βάρκα του και έγραψε τα σημάδια για να μπορέσει να εντοπίσει ξανά το ακριβές σημείο.
 
 

Δυστυχώς, όταν ησύχασε η θάλασσα, τις επόμενες μέρες, προσπάθησε να το ξαναβρεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Γιατί είχε καταγράψει το σημείο της ανάδυσής του, όπως τον είχε παρασύρει η πρωινή τραμουντάνα, μακριά από το ακριβές του ναυαγίου. Για ένα χρόνο περίπου, με περισσότερες από 150 καταδύσεις, προσπαθούσε να ξαναβρεί αυτό το σημείο. Επέμενε! Και, αν και καταλάβαινε πως αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό, εξακολουθούσε να μη λέει τίποτα σε κανέναν -για λόγους ασφάλειας μάλλον- και να συνεχίζει μόνος του τις προσπάθειες.
 
 

 
Ουσιαστικά, ο πρώτος στον οποίο τα εξομολογήθηκε όλα αυτά, ήταν ο Νεοπτόλεμος Μιχαηλίδης, ο αρχιτέκτονας, ο οποίος ήταν καρδιακός του φίλος. Το 1967, βρίσκοντας επιτέλους ξανά το ναυάγιο, έβαλε τα σημάδια της ακριβούς θέσεως του, με τη μέθοδο των απλών συστοιχιών που χρησιμοποιούμε στη θάλασσα. Ξαναπήγαμε μαζί. Είχα μαζί μου μάλιστα τότε την πρώτη μου ολοκαίνουργια υποβρύχια φωτογραφική μηχανή “calypso” -μόλις είχα μπει στα 16 μου, και είχα πάρει το πρώτο μου δίπλωμα κατάδυσης- και ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες από τους αμφορείς. Θυμάμαι στο τέλος τον πατέρα μου να τραβά με τα χέρια του έναν αμφορέα, να τον αγκαλιάζει και να τον ανεβάζει στην επιφάνεια. Ήταν μαγική στιγμή!»
 

 
«Μαζί με τον Νεοπτόλεμο που είχε πρόσβαση στο προεδρικό, πήγαν κατευθείαν στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, δείχνοντάς του παράλληλα και τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει εγώ. Εκείνος κάλεσε στο προεδρικό τον διευθυντή του αρχαιολογικού Μουσείου, τον δρα Βάσο Καραγιώργη, ο οποίος αποφάνθηκε αμέσως πως ο αμφορέας μάλλον θα ήταν ρόδιος, χρονολογημένος γύρω στο 300 με 400 π.Χ – έκπληκτος κι ο ίδιος με τη σπουδαιότητα των ευρημάτων. Επρόκειτο, βεβαίως, για μία σπουδαία ανακάλυψη, μοναδική όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά και παγκόσμια!».  
 
 

 
«Ο πατέρας μου ήθελε όλες οι μελέτες, έρευνες και προσπάθειες ανέλκυσης του καραβιού να γίνουν από Κύπριους αρχαιολόγους, όμως αυτό δεν ήταν εφικτό. Τελικά, το όλο εγχείρημα ανέλαβε το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ με τον καθηγητή Michael Katzev, και σε αυτό συμμετείχα και εγώ, ως νεαρός δύτης-εργάτης τότε. Για την προστασία μάλιστα των ευρημάτων από τυχόν κλοπές είχε διαταχθεί η απαγόρευση των καταδύσεων στην περιοχή ρητά “από Κύπριους πολίτες” – κάτι με το οποίο επίσης είχε διαφωνήσει ο πατέρας μου. Όμως ήταν αναγκαίο. Ήμουν, θυμάμαι, 16-17 χρονών και μόλις είχα περάσει πολύ δύσκολες “εξετάσεις” για να δικαιούμαι να καταδύομαι. Για μένα, ήταν μια μαγευτική συγκυρία και εμπειρία, αλλά προπάντων ένα “πανεπιστήμιο”.
 
 

 
Οι αρχαιολόγοι ήξεραν ότι ήμουν “ο γιος του Αρρρή” -έτσι φώναζαν οι Κερυνειώτες τον πατέρα μου: “Ο Αρρρής – με τρία “ρ”, από το Αndre, Ανρή, Αρρρή” που του είχαν “κολλήσει” στην “Αγγλική Σχολή Λευκωσίας”- και προσπαθούσαν να μου εξηγήσουν κάθε λεπτομέρεια τις διαδικασίες, τις λεπτομέρειες κάθε μηχανήματος που έβλεπα, κάθε μέθοδο, συνεπαρμένος από μια άγνωστη για τα κυπριακά δεδομένα υπερ-σχολαστική επιστημονική κουλτούρα, με έμφαση στη λεπτομέρεια, που εμένα με “σκλάβωνε”. Θα θυμάμαι πάντα την κάθε μέρα από αυτές: Τη συγκίνηση όταν φτάσαμε στα μαδέρια και στους σκαρμούς, στο ξύλο του καραβιού, την περιέργεια και τον θαυμασμό μου για τις στερεο-φωτογραφίες, για την ακριβή συναρμολόγησή του στη συνέχεια, τη συγκέντρωση των αμφορέων, αλλά και των υπόλοιπων ευρημάτων, την ακριβή μελέτη των Αμερικανών, τη μεθοδικότητά τους και τη λεπτομέρεια, εν είδει ημερολογίου, που ήθελαν να κρατήσουν για το καθετί. Με τη μέθοδο της Καρβουνογραφίας 14 (άνθρακα 14, carbon-14), η αμερικανική αρχαιολογική αποστολή καθόρισε στη συνέχεια την ηλικία του ξύλου του σκάφους γύρω στα 389 π.Χ, ενώ τα χιλιάδες αμύγδαλα και κουκούτσια σύκων και φακής φαίνεται να είχαν κοπεί γύρω στα 288 π.Χ. Ζούσα μία ιστορική στιγμή για τον τόπο μου, αφού ερχόταν, για πρώτη φορά στο φως, το αρχαιότερο και παγκοσμίως πιο καλά διατηρημένο ελληνικό σκάφος, το οποίο έπλεε στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, περνώντας από τις ακτές της Κερύνειας, πολύ κοντά στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν μετά διάβασα τα άρθρα για το καράβι της Κερύνειας σε δύο και τρία, τότε, τεύχη του “National Geographic Magazine”, κατάλαβα το παγκόσμιο μέγεθος της ανακάλυψης του πατέρα μου».
 
 

 
«Το καράβι της Κερύνειας -και μαζί ο πατέρας μου- έγιναν τρόπον τινά οι φορείς του συμβόλου της πόλης της Κερύνειας, γι’ αυτό και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συγκίνησή του όταν για πρώτη φορά είδε το καράβι, όπως ήταν συναρμολογημένο, μέσα στο κάστρο – είχε μήκος περίπου 14,3 μέτρα, πλάτος 4,4 μέτρα, ενώ βρέθηκαν επίσης μέσα σ’ αυτό 5 μπρούντζινα νομίσματα -δύο απ’ αυτά είχαν κοπεί το 306 π.Χ από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή-, 4 κεραμικά κύπελλα, 4 κουτάλια ξύλινα, 4 κεραμικά πιάτα, μεταλλικές αιχμές δοράτων, και άλλα πολλά ευρήματα. Φανταστείτε πώς νιώθω εγώ, που είδα αυτές τις εικόνες -από τους πρώτους ανθρώπους που το αντίκρισαν, δυόμισι χιλιάδες περίπου χρόνια μετά το ναυάγιό του, στο μαγικό βυθό της Κερύνειας μας- που βοήθησα και εργάστηκα για την ανέλκυσή του, να αναγκάζομαι, όταν πρόκειται να οδηγήσω κάποιους ανθρώπους σήμερα στο κάστρο και να τους μιλήσω για την ιστορία, να πληρώνω εισιτήριο για να μπω μέσα να το δω, γνωρίζοντας ότι τίποτα από τα έσοδα δεν χρησιμοποιείται για τη συντήρηση του Κάστρου της Κερύνειας. Είναι σαν να μου σκίζουν τα σωθικά, σαν να με σκοτώνουν -αυτό το -για άλλους- “τυπικό πράγμα”, εμένα με διαλύει!». 
 

 
«Κατά την εισβολή, ο πατέρας μου είχε βρει καταφύγιο, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, στο “Catsellis Dome Hotel” και προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει παγιδευμένους στα περίχωρα της Κερύνειας στέλνοντας την ομάδα του Major Gill (Gill-Force) των Ηνωμένων Εθνών σε παγιδευμένους συμπολίτες του, σε σπίτια, μέσα στην πόλη της Κερύνειας και στις παρυφές της. Δεν ήθελε να φύγουν οι Κερυνειώτες από την Κερύνεια και απογοητεύτηκε πλήρως όταν ο πρόεδρος Κληρίδης εξαναγκάστηκε από τα γεγονότα τότε να προβεί στην “ανταλλαγή πληθυσμού”. Αυτό ήταν η χαριστική βολή! Έτσι, μετά από ένα χρόνο εγκλωβισμένος στο “Dome”, μαζί με άλλους 600 Κερυνειώτες, αναγκάστηκε να στείλει πρώτα τον αδελφό μου, τον Σεπτέμβριο του 1974, για να μη χάσει τη σχολική χρονιά του, στο Γυμνάσιο Ακροπόλεως, και μετά να πάρει και ο ίδιος τον σκληρό και αδυσώπητο δρόμο της προσφυγιάς, ακολουθώντας τ’ αχνάρια της μάνας και της γιαγιάς του. Μαζί με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου και άλλους συγγενείς και φίλους, πήγε πρώτα στη Λευκωσία και μετά στη Λάρνακα, το 1975».
 
 

 
«Ο πατέρας μου θυσίασε τη δική του ζωή -κυριολεκτικά- το 1977, σε ηλικία 53 ετών, στην προσπάθειά του να σώσει έναν Καναδό ειρηνευτή, που έκανε καταδύσεις στην περιοχή της Δεκέλειας. Η μητέρα μου μας έλεγε πως ο πατέρας μου, συχνά, μεταξύ σοβαρού και αστείου, της έλεγε “όταν πεθάνω, δέστε μου 5-6 πέτρες και ρίξτε με στα βαθιά να με φάνε οι ροφοί κάποια μέρα, όπως τους τρώω εγώ κάθε μέρα που τους ψαρεύω!”. Ακουγόταν ανατριχιαστικό και μακάβριο, αλλά ήταν σαν να διαισθανόταν πως θα άφηνε την ψυχή του εκεί από όπου “καταγόταν”, εκεί από όπου πήρε χαρές, εκεί από όπου έκανε τον κάθε Κύπριο υπερήφανο για την ιστορική συνέχεια της πόλης της Κερύνειας: Στη θάλασσα του νησιού του…».