Ένα από τα καλά που μας άφησε η πανδημία του κορωνοϊού ήταν η τηλεργασία. Την περασμένη Πέμπτη η Ολομέλεια της Βουλής, μετά από συζητήσεις που κράτησαν μήνες, ενέκρινε ομόφωνα το νομοσχέδιο που ρυθμίζει την τηλεργασία σε ιδιωτικό και ημιδημόσιο τομέα, παρόλο που ήδη κάποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις αλλά και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου εφαρμόζουν το μέτρο.

Κάποιες επιχειρήσεις που υιοθέτησαν το μέτρο έχουν δει κάποια μείωση στα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας και βελτίωση – διευκόλυνση της παραγωγικότητας, ενώ υπάρχουν και κάποιες άλλες που θεωρούν πως οι εργαζόμενοι δεν αποδίδουν από το σπίτι στον βαθμό που αποδίδουν όταν εργάζονται στο γραφείο.

Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, η τηλεργασία θα είναι εθελοντική και θα πρέπει να συμφωνείται μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου, είτε κατά την πρόσληψη, είτε με τροποποίηση της σύμβασης εργασίας, είτε με συλλογική σύμβαση.

Εισάγεται και η υποχρέωση του εργοδότη, πριν από την εφαρμογή οποιωνδήποτε συστημάτων ή εργαλείων για την εποπτεία των εργοδοτουμένων του, να διενεργεί εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί σχετικά με την Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Παράλληλα, υπάρχει και ρητή απαγόρευση στον εργοδότη να μην προβαίνει σε συνεχή παρακολούθηση μέσω της χρήσης κάμερας ή άλλης ανάλογης εφαρμογής παρεμβατικού χαρακτήρα, για τον έλεγχο της απόδοσης του εργαζομένου.

Στα χαρτιά η νομοθεσία φαίνεται ιδιαίτερα καλή, αλλά την πράξη θα φανεί εάν θα μπορούν να την αποδεχθούν οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι. Στα θετικά της εξ αποστάσεως εργασίας για τους εργαζόμενους είναι η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, ενώ όσοι την εφαρμόζουν ήδη δηλώνουν πως είναι πιο παραγωγικοί και η δουλειά τους είναι πιο ποιοτική. Επίσης, με την τηλεργασία οι εργαζόμενοι δεν χάνουν χρόνο μέσα στους δρόμους για να μεταβούν στην δουλειά τους, εξοικονομώντας χρήματα από το κόστος των καυσίμων και όχι μόνο.

Στα αρνητικά είναι η απομάκρυνση από τους συναδέλφους τους, αλλά και η δημιουργία ζητημάτων κοινωνικοποίησης.

Από την άλλη, κερδισμένος βγαίνει και ο εργοδότης, καθώς σε περίπτωση που εφαρμόσει την τηλεργασία στους περισσότερους ή σε πολλούς εργαζόμενους, αυτόματα μειώνονται οι λειτουργικές του δαπάνες, όπως είναι το κόστος σε ηλεκτρισμό, καύσιμα, γραφική ύλη, καθώς και  άλλα έξοδα.

Στη νομοθεσία που εγκρίθηκε την Πέμπτη περιλαμβάνεται πρόνοια σύμφωνα με την οποία το κόστος της τηλεργασίας που προκαλείται στον εργοδοτούμενο θα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και θα καταβάλλεται από τον εργοδότη. Ακόμη δεν έχει ληφθεί η σχετική απόφαση, ωστόσο, με τη δημοσίευση του νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα θα πρέπει να ξεκαθαρίσει και το συγκεκριμένο ζήτημα. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το ποσό που καταβάλλεται από τον εργοδότη έχει καθοριστεί στα 28 ευρώ τον μήνα, το οποίο διαμορφώνεται ανάλογα με τις μέρες που ένας εργαζόμενος θα κάνει τηλεργασία.

Και επειδή στην Κύπρο ακολουθούμε συνήθως τις πρακτικές της Ελλάδας, ίσως το ποσό να κυμανθεί περίπου στα ίδια επίπεδα. Αφού, πλέον, η Κύπρος κατάφερε να θεσμοθετήσει τους εργασιακούς όρους που θα διέπουν την τηλεργασία, θα πρέπει οι αρμόδιες αρχές σε ένα εξάμηνο να εξετάσουν κατά πόσο το μέτρο είναι αποδοτικό.

 Παράλληλα, θα πρέπει να προχωρούν στους απαιτούμενους ελέγχους για να διαπιστωθεί κατά πόσο εφαρμόζεται σωστά η νομοθεσία. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να εξετάσουν κατά πόσο έχουν διαφοροποιηθεί οι μισθολογικές απολαβές των εργαζόμενων, δηλαδή αν θα μειωθούν.

Στα λόγια και στα χαρτιά ο νόμος ακούγεται πολύ καλός, στην πράξη όμως θα φανεί κατά πόσο μπορεί να αποδώσει χωρίς να επηρεαστούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των δύο πλευρών, δηλαδή εργοδότη και εργαζόμενου.