Το δράμα των αγνοουμένων και των συγγενών τους με συγκλόνιζε από τότε που μαθήτρια του δημοτικού και αργότερα του γυμνασίου έβλεπα στην τηλεόραση τις μαυροφορεμένες μανάδες με φωτογραφίες στα χέρια να στέκονται καθημερινά και για χρόνια στα οδοφράγματα, αναζητώντας πληροφορίες για την τύχη των παιδιών ή των συζύγων τους σαν «Καρυάτιδες, που φέρουν για μας φορτία ζωής…» (Μιχάλης Πέτρου).

Ταυτόχρονα με είχε σημαδέψει η άμεση σχέση με τον συμμαθητή μου Αντρέα Γιακουμή, του οποίου και οι δύο γονείς ήταν αγνοούμενοι και μεγάλωνε στην απουσία τους σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με τους παππούδες του. Μικροί και μεγάλοι ζούσαμε με τον μύθο ή το αφήγημα που μας «πουλούσαν» οι εκάστοτε πολιτικοί, «να εξακριβωθούν οι τύχες των αγνοουμένων και να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στις πατρογονικές τους εστίες». Στα αυτοκίνητα και στις σχολικές μας τσάντες κολλούσαμε αυτοκόλλητα με το σλόγκαν «Τα σύνορα μας στην Κερύνεια» και το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» με κεφαλαία γράμματα.

Όλα τα σενάρια για την τύχη των αγνοουμένων φάνταζαν εφιαλτικά, είτε αυτοί πιθανόν να κρατούνταν σε τουρκικές φυλακές, είτε βρίσκονταν ξεκομμένοι στα βάθη της Ανατολίας ή είχαν δολοφονηθεί. Η απώλειά τους συνιστούσε πάντα μια οδυνηρή απουσία για τους οικείους τους. Όσων αγνοουμένων ταυτοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια τα οστά, παραδόθηκαν στους συγγενείς τους σ’ ένα μικροσκοπικό φέρετρο-κασσόνι σκεπασμένο με την ελληνική σημαία, για να τους κηδεύσουν. Πώς να χωρέσουν εκεί μέσα οι γονείς, οι στρατιώτες και οι τόσες δεκαετίες προσμονής και απουσίας; Οι γονείς και οι παππούδες είχαν φύγει πια από τη ζωή χωρίς να μάθουν ποτέ για την τύχη των παιδιών τους και ο Αντρέας ήταν πια στην ηλικία των νεκρών του γονιών όταν μπόρεσε επιτέλους να τους κηδεύσει.

Φέτος κλείνουν 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή και από τα τηλεοπτικά κανάλια παρακολουθούμε ακόμη τις νεκρώσιμες ακολουθίες των αγνοουμένων μας, όπου παρίστανται εκπρόσωποι της πολιτείας, διαβάζοντας τον επικήδειο. «Η ανάκτηση των οστών και ο πανηγυρικός ενταφιασμός τους ιεροποιούν ακόμη περισσότερο τον ήδη ιερό αγνοούμενο, καθιστώντας το πένθος του αδύνατο, όπως ακριβώς αρμόζει σε άγιο ή σε εθνομάρτυρα».

Με τα πιο πάνω λόγια από το βιβλίο «Σπαράγματα της Γλυκείας Χώρας, Πένθος: Άτομο-Κοινωνία-Πολιτική» ο συγγραφέας Μιχάλης Α. Πέτρου, κλινικός ψυχολόγος και κοινωνικός ανθρωπολόγος, διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχοπαθολογίας, παραθέτει μαρτυρίες από έρευνες που ξεκίνησε το 1989, καταγράφοντας και συνοψίζοντας το δράμα των συγγενών των αγνοουμένων αλλά και το πένθος, τόσο το ατομικό όσο και το συλλογικό που οι εκάστοτε κυβερνήσεις αρνήθηκαν στους συγγενείς των αγνοουμένων, αποσιωπώντας και αποφεύγοντας τις έρευνες για εξεύρεση και ταυτοποίηση των οστών. Κατά κάποιο τρόπο οι γυναίκες, οι μάνες και οι σύζυγοι τους τάχθηκαν να «διεκδικούν χωρίς να το επιλέγουν ένα πολιτικό στόχο».

Με την κωλυσιεργία της πολιτείας, την ενοχική σιωπή και συγκάλυψη αδιάσειστων στοιχείων για την ύπαρξη ομαδικών τάφων με ανώνυμους νεκρούς, παίχτηκε ένα δράμα εις βάρος των συγγενών αλλά και των ίδιων των 1619 αγνοουμένων που παρέμειναν απόντες, ακήδευτοι, άφαντοι για μισό αιώνα. Οι οικείοι τους δεν είναι σε θέση να αναλάβουν μόνοι τους την οδύνη και το ασήκωτο φορτίο της αποδοχής της οριστικής απώλειας τους, αφού κάτι τέτοιο θα συνεπάγετο την εγκατάλειψη της πίστης και της ελπίδας για επιστροφή τους.

Η ιεροτελεστία της ταφής γράφει ο Μιχάλης Πέτρου «συνιστά και μια “δημόσια αναγνώριση” και μια ένταξη του πένθους στην κοινωνία… επέρχεται η συνειδητοποίηση του ανέφικτου αλλά και η ώθηση προς τη συνέχιση της ζωής παρά την απουσία του αγαπημένου προσώπου, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η πρωτόγονη ανάγκη να είναι κανείς ενώπιον των λειψάνων… Στην περίπτωση των αγνοουμένων οι συγγενείς είναι διχοτομημένοι εφόσον είναι καταδικασμένοι σε “άλαστον πένθος” (Όμηρος)».

Τόσο στην αρχαία Ελλάδα όσο και σε άλλους λαούς και θρησκείες η στέρηση της ταφής του νεκρού ισοδυναμούσε με ύβρη και χωρίς την κηδεία και την ταφή του σώματος του νεκρού η ολοκλήρωση του πένθους ήταν και είναι αδύνατη όπως και η συνειδητοποίηση και η αποδοχή πως το αγαπημένο πρόσωπο δεν ανήκει πλέον στο κόσμο των ζωντανών. «Το πένθος δεν σημαίνει λήθη αλλά μνήμη».

Η πολιτεία αλλά και η εκκλησία που αποθάρρυνε μνημόσυνες τελετές, επαναλαμβάνοντας τις δεήσεις για επιστροφή των αγνοουμένων, με σκοπό να συνεχιστούν οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις, έπαιξαν ένα «κόντρα ρόλο», αφού οι αγνοούμενοι δεν βρίσκονταν ούτε με τους ζωντανούς, αλλά ούτε και με τους νεκρούς. Αυτό καθιστούσε το πένθος αδύνατο από τους οικείους τους. Το ατομικό και συλλογικό τραύμα της εισβολής και κατοχής πέρα από την προσφυγιά, την απώλεια ανθρώπων, περιουσιών και της γενέθλιας γης καθώς και το θέμα των αγνοουμένων θα χρειαστεί πολλές γενιές για να επουλωθεί.

Η παρουσίαση του βιβλίου «Σπαράγματα της Γλυκείας Χώρας, Πένθος: Άτομο-Κοινωνία-Πολιτική» του Μιχάλη Α. Πέτρου θα γίνει την Παρασκευή 5 Απριλίου 2024, στις 6.30 μ.μ. στη Δημοτική Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη Λεμεσού, από την ποιήτρια και συγγραφέα Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου και τους κλινικούς ψυχολόγους, ψυχαναλυτικούς ψυχοθεραπευτές Μαρίνα Βασιλείου και Παντελή Παντελή.

*Στη Λευκωσία θα λάβει χώρα την Παρασκευή 12 Απριλίου, στις 7.00 μ.μ., στο Αμφιθέατρο UNESCO του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

[email protected]