Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε λάθος αιώνα. Ή σε λάθος κοινοβούλιο. Ή σε κάποιο επεισόδιο πολιτικής κωμωδίας χαμηλού προϋπολογισμού, όπου το σενάριο το έγραψε κάποιος με νοσταλγία στα ’50s, ’60s, ακόμη και στα ’30s της Ευρώπης. Η συζήτηση στη Βουλή για την έκδοση της κυπριακής συμμετοχής στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, που αποσύρθηκε εν μέσω σάλου, μετατράπηκε σε αγώνα δρόμου προς το… παρελθόν.
Αν η κυπριακή Βουλή ήταν σκηνή θεάτρου, η χθεσινή συνεδρίαση θα μπορούσε να τιτλοφορείται: «Μπιενάλε παρελθόντος: Από τον Χίτλερ και τον Στάλιν, στον Μακάριο και τον Γρίβα». Πρωταγωνιστές βουλευτές όλων των αποχρώσεων, με ρόλους από το φρικιαστικό ’40 και τον αντιαποικιακό αγώνα του ’55 μέχρι την Κόκκινη Πλατεία. Κομπάρσοι η λογική, ο διάλογος και το… 2025.
Αφορμή η απόσυρση έκδοσης που συνόδευε την κυπριακή συμμετοχή στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής. Το περιεχόμενο της οποίας κρίθηκε ότι ενίσχυε τουρκικές θέσεις. Αντί να εστιάσουν επί της ουσίας -γιατί αποσύρθηκε, ποιος την ενέκρινε, τι έλεγε- έκαναν βουτιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Από τη μια οι του ΑΚΕΛ με αναφορά στον Γρίβα. Ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους άστραψε και βρόντηξε. Ο Ζαχαρίας Κουλίας, πάντα έτοιμος να ενώσει Μακάριο και Γρίβα σε ενιαίο πακέτο, μας ενημέρωσε πως καθόμαστε σε καρέκλες χάρη στην ΕΟΚΑ.
Μετά ανέλαβε το ΕΛΑΜ. Ο Σωτήρης Ιωάννου κατήγγειλε πως η επίμαχη έκδοση εξυπηρετεί τουρκικές θέσεις και πως όσοι τη στηρίζουν, επίσης. Εκεί, ο Λουκαΐδης θεώρησε (μάλλον δικαίως) πως τον είπαν προδότη. Κι επειδή τέτοια λόγια από «φασίστες και ναζιστές» δεν τα δέχεται, απάντησε. Ο Ιωάννου του ανταπέδωσε με το κλασικό κυπριακό «όποιος έχει μούγια, μουγιάζεται». Επιχείρημα που σπάει κόκαλα και πλέον, διδάσκεται και στο Χάρβαρντ!
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Παύλος Μυλωνάς, μάταια ζητούσε να αποσυρθούν οι χαρακτηρισμοί και να επέλθει η τάξη. Η συζήτηση είχε προλάβει να πετάξει από τη Μπιενάλε. Και να βρεθεί κάπου ανάμεσα στην Αγία Πετρούπολη του ’45 και την Κερύνεια του ’74.
Για να μην μείνει κανείς παραπονεμένος, η Αλεξάνδρα Ατταλίδου αποφάσισε να ρίξει την πολιτιστική της φωτοβολίδα: «Μόνο ο Χίτλερ και ο Στάλιν απέσυραν και έκαιγαν βιβλία». Η Βασιλική Κασσιανίδου –που πιθανόν να ένιωσε πως μόλις την είχαν ντύσει με στολή SS– αντέδρασε: «Δεν κάψαμε βιβλία, κυρία Ατταλίδου. Αυτό είναι προσωπική προσβολή!».
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το επίπεδο της συζήτησης. Είναι ότι φρόντισαν να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας αλλού από την πραγματική συζήτηση. Ενώ υπήρχε θέμα σοβαρό. Έκδοση για διεθνή αρχιτεκτονική διοργάνωση, που κατέληξε να αποσυρθεί από το Υφυπουργείο. Αντί να συζητήσουν το ρόλο των εποπτικών αρχών, τα κριτήρια, τους μηχανισμούς έγκρισης, τις ευθύνες, διαγωνίστηκαν ποιος θυμάται καλύτερα το ’55 και ποιος έχει τη… μούγια.
Η κυνική πραγματικότητα είναι πως μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο. Και σε τέτοιες περιόδους, οι βουλευτές μας θεωρούν ότι αντί να απευθύνονται σε πολίτες, πρέπει να μαντρώνουν ακροατήρια. Οι δεξιοί με τον Γρίβα, οι αριστεροί με τους φασίστες, οι λοιποί με ό,τι περισσεύει. Καμιά έγνοια για το παρόν. Καμιά σκέψη για το μέλλον.
Είναι αυτό επίπεδο κοινοβουλευτικού διαλόγου το 2025; Είναι δυνατόν να γίνεται συζήτηση για μια έκδοση και να επιστρατεύονται πρόσωπα του προηγούμενου αιώνα; Για να στηρίξουν ποια ακριβώς επιχειρηματολογία; Γιατί αν δεν μπορείς να υπερασπιστείς τις θέσεις σου χωρίς να ξεθάψεις το όνομα του Μακαρίου ή τη σκιά του Στάλιν, τότε το πρόβλημα δεν είναι η έκδοση. Είναι η αδυναμία σου να σταθείς στο σήμερα.
Η επίκληση είτε εμβληματικών, είτε αμφιλεγόμενων μορφών του παρελθόντος για σημερινά, εντελώς άσχετα θέματα, δεν είναι απλώς ανούσια. Είναι επικίνδυνη. Από τη μια, είναι προσπάθεια να πολωθεί το εκλογικό ακροατήριο με όρους εμφυλιοπολεμικής λογικής. Από την άλλη, είναι κατάντια να μετατρέπεται η Βουλή σε αρένα ιστορικής μονομανίας και ιδεολογικού αυτομαστιγώματος, αντί σε χώρο παραγωγής πολιτικής για το παρόν και το μέλλον.
Το μόνο που καταφέρνουν τέτοιες σκηνές είναι να ενισχύουν τον κυνισμό των πολιτών. Να κάνουν τον κόσμο να γυρίζει την πλάτη. Κυρίως, να γελοιοποιούν τον ίδιο τον θεσμό. Γιατί αν ένα κοινοβούλιο δεν μπορεί να διαχειριστεί μια έκδοση για την Μπιενάλε χωρίς να παρελάσουν μπροστά μας ο Γρίβας, ο Μακάριος, ο Χίτλερ και ο Στάλιν, τότε το πρόβλημα είναι θεσμικό. Και μάλιστα πολύ βαθύ.
Η εικόνα είναι απολύτως απογοητευτική. Ένα, υποτίθεται, σύγχρονο κοινοβούλιο, αντί να συζητά με σοβαρότητα, σκιαμαχεί με φαντάσματα. Αυτό δεν είναι ούτε γραφικό ούτε αστείο. Είναι ντροπή. Γιατί, όσο οι βουλευτές μας βρίζονται με αναφορές σε ναζί και προδότες, τα πραγματικά προβλήματα της χώρας μένουν άλυτα. Και οι πολίτες μένουν με την πίκρα ότι αυτοί που ψηφίστηκαν για να κοιτάζουν μπροστά, είναι καθηλωμένοι στο χθες. Εγκληματικά απαράδεκτο!