Σήμερα είδα στον δρόμο το κόκκινο Φίατ με τα γνωστά νούμερα στην πινακίδα του. Τετραγωνισμένο σχήμα που είχαν κάποια αυτοκίνητα της δεκαετίας του ’80, θυμίζοντας το όχημα, στα κινούμενα σχέδια, των Φρεντ και Μπάρνι, το οποίο για να βάλει μπροστά κινούσαν τα πόδια τους. Οι ήρωες βρίσκονταν στη λιθίνη εποχή, ενώ οι φίλες μου κι εγώ ήμασταν στην εποχή της εφηβείας μας. Μια εφηβεία καταπιεσμένη, χωρίς ξεσπάσματα, με απόλυτο σεβασμό στους γονείς και στους καθηγητές μας, στους θεσμούς και στα ήθη. Δεν αντιμιλούσαμε, δεν εκφραζόμασταν, οι συγκρούσεις με τους γονείς και οι αμφισβητήσεις αξιών και ιδεών γινόντουσαν μόνο εσωτερικές συγκρούσεις. Παλεύαμε με τον εαυτό μας, με το κατεστημένο, με το άδικο, μα δεν αντιδρούσαμε, η φωνή μας γινόταν μια εσώτερη σιωπή. 

Ήμασταν η γενιά που έμπαινε στην εφηβεία λίγο μετά την τουρκική εισβολή. Στον μεγάλο όλεθρο, οι συμμαθήτριες είχαν χάσει τα πάντα, ενώ εμείς που δεν είχαμε προσφυγοποιηθεί, βιώναμε τον πόλεμο και τον ξεριζωμό, εκ του ασφαλούς, από τα σπίτια μας, αλλά με βαθιές ενοχές, που δεν μπορέσαμε να προβλέψουμε ή να αποτρέψουμε το πραξικόπημα και την εισβολή. Ενοχές που οι γονείς μας, με προσωπικές στερήσεις, προσπαθούσαν να μας προσφέρουν ό,τι καλύτερο. Νιώθαμε ευγνωμοσύνη που μπορούσαμε εκείνα τα δίσεκτα χρόνια να χαιρόμαστε την οικογένειά μας, που δεν είχε διαμελιστεί όπως του συμμαθητή μας, του Ανδρέα Γιακουμή, που και οι δύο του γονείς ήταν αγνοούμενοι. Εμάς η πόλη μας ήταν η ίδια, δεν εκδιωχθήκαμε, ίδιες κι οι βεβαιότητές μας. Θα σπουδάζαμε στο εξωτερικό και θα κατακτούσαμε τον κόσμο που δεν γνωρίζαμε, πέρα από αυτόν του νησιού, τον «κλειστό όλο βουνά», μικρό και μοιρασμένο. 

Μες στο κόκκινο Φίατ του Άκη απολάμβαναμε τις βόλτες και τις εξόδους μας. Χωρούσαν όλα τα «κούτσου», έτσι μας αποκαλούσαν τα αγόρια της παρέας, που ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερα και που ήδη σπούδαζαν στο εξωτερικό. 

Τελευταίο καλοκαίρι, προτού ενηλικιωθούμε και σκορπίσουμε για σπουδές, πέρα, στους ξένους τόπους όπου, μακριά από το οικείο περιβάλλον και τα αγαπημένα πρόσωπα, θα αρχίζαμε να αμφισβητούμε, να επαναστατούμε, να περνούμε «τις κρίσεις εφηβείας» και τα ξεσπάσματα που ο μικρός μας τόπος δεν σήκωνε. Ήταν πολλά ίσως τα ψηλά βουνά και οι αιώνες σκλαβιάς. Μόλις 14 τα χρόνια ανεξαρτησίας, που πρόλαβε να ζήσει το νησί, και πάλι κατοχή. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν σαν εμάς τα «κούτσου», που πάνω που μπήκε στην εφηβεία, ήρθε η εισβολή και δεν πρόλαβε να ενηλικιωθεί. 

Μια έφηβη δημοκρατία-«κούτσου» καλείται να αναδείξει και πάλι νέο ηγέτη. Είθισται σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα να έχουμε εκλογές κάθε πενταετία. Μια δημοκρατία κουτσουρεμένη οικονομικά και ηθικά γυρεύει ηγέτη. Οι υποσχέσεις πολλές από διάφορους καθώς και οι διαφωνίες, προτού συμπράξουν με αυτούς με τους οποίους σήμερα διαφωνούν κάθετα. Θα συνάψουν συμφωνίες, θα μοιράσουν υπουργεία και οι υποσχέσεις που μας έταξαν θα ξεχαστούν. Ο άνθρωπος ξεχνά εύκολα και ακόμη ευκολότερα οι πολιτικοί. 

Το κόκκινο Φίατ του φίλου Άκη με τις εφηβικές βόλτες στην παραλία, γεμάτο κορίτσια και όνειρα, έχει πια άλλο ιδιοκτήτη, ο οποίος δεν έβγαλε ποτέ από το πίσω τζάμι το φθαρμένο πλέον αυτοκόλλητο που έγραφε ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, με κεφαλαία γράμματα. Το αρνητικό μόριο «ΔΕΝ» μόλις που διακρίνεται… 

*Ο πίνακας είναι του Ilya Kabakov