Έχει άλλα βίντεο ο Al Jazeera; Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου ευρώ πηγαινοέρχεται τις τελευταίες μέρες εκεί όπου κυκλοφορούν οι σημαντικότερες ειδήσεις και διαδίδονται τα μεγαλύτερα κουτσομπολιά.

Aπό το Προεδρικό Μέγαρο μέχρι τη Βουλή, και από γραφεία των κομμάτων μέχρι τα γραφεία των εφημερίδων και των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, η συζήτηση καταλήγει στο μείζον θέμα των διαβατηρίων και τις αποκαλύψεις του Αl Jazeera. Στο μικρό κυπριακό χωριό, που θέλει να γίνει κανονικό κράτος, οι ερωτήσεις είναι συγκεκριμένες: Πόσα άλλα βίντεο υπάρχουν; Ποιους δείχνουν; Και τι λένε; Μετά τους Συλλούρη και Τζιοβάνη ποιοι παίρνουν σειρά;

Όπως κάθε χωριό έχει τον τρελό του, τον κουτσομπόλη του, τον παντογνώστη του και τον αθυρόστομό του, έτσι και στο δικό μας, υπάρχουν πολλοί που διεκδικούν κάποιον από τους πιο πάνω ρόλους. Είναι αυτοί που τις τελευταίες μέρες διαδίδουν διάφορες πληροφορίες για τα βίντεο που υποψιάζονται ότι υπάρχουν. Είναι εκείνοι που εμφανίζονται μετά βεβαιότητας ότι τα βίντεο είναι ακόμη τέσσερα. Λένε μάλιστα και ονόματα πολιτικών και επιχειρηματιών που φαίνονται και ακούγονται. Είναι και μερικοί που εικάζουν διάφορα για διάφορους, αλλά το χέρι τους δεν το βάζουν στη φωτιά γιατί δεν γνωρίζουν με σιγουριά αλλά την ίδια ώρα δεν έχουν πρόβλημα να τα λένε αριστερά και δεξιά, προκειμένου να πλήξουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους ή γιατί έτσι υπηρετείται καλύτερα η δική τους ατζέντα.

Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι το σίριαλ θα έχει και συνέχεια και προφανώς σύντομα θα έχουμε νεότερα επεισόδια, τα οποία κανένας δεν μπορεί να προβλέψει μέχρι πού μπορεί να οδηγήσουν. Εάν κρίνουμε από την ευκολία με την οποία ο δεύτερος τη τάξει αξιωματούχος του κράτους βρέθηκε στο κενό, τότε τίποτα δεν μπορεί να μας εκπλήξει. 

Στα μάτια των πολιτών αυτό που συνέβη δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου και δικαιολογημένα η κοινωνία θλίβεται όταν γίνεται μάρτυρας γεγονότων που οδηγούν το πολιτικό σύστημα στην ανυποληψία, την ώρα μάλιστα που καλείται να διαχειριστεί μια σειρά από μείζονες προκλήσεις.

Το Βαρώσι χάνεται, η Κύπρος μικραίνει από όλες τις απόψεις, η κοινωνία ασφυκτιά, ο χρόνος παρέρχεται και μαζί του απομακρύνεται η προοπτική και η ελπίδα. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα λαό γιατί μοιραία επέρχεται η μη αναστρέψιμη αλλοτρίωση.

Συνεχίζοντας τις σκέψεις της περασμένης Κυριακής επαναλαμβάνω σε βαθμό φορτικό ότι το μόνο παρήγορο σε όλη αυτή την απίστευτη ιστορία είναι ότι οι πολίτες αντέδρασαν και μάλιστα πολύ γρήγορα. Πολύ πιο γρήγορα από το πολιτικό σύστημα, πολύ πιο έντονα από τους θεσμούς, πολύ πιο ακαριαία από εκείνους που όφειλαν να πουν «φτάνει» από τότε που έφθασαν οι πρώτες πληροφορίες ότι κάτι σάπιο υπάρχει.

Από τα πολλά σχόλια που διάβασα, ξεχώρισα την ανάρτηση που έκανε μια κοπέλα, η οποία έθιξε ακριβώς το θέμα της αλλοτρίωσης, της απομάκρυνσης από τις αξίες που υπηρετούσαν οι άνθρωποι, τότε που η ευτυχία δεν αποτιμάτο σε χρήμα. Ήταν η φωτογραφία μιας ταπεινής ξηρής νεροκολοκυθιάς, που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες μας για να αντλούν και να πίνουν νερό και κρασί. Στη βάση του δοχείου υπήρχε και η χειρόγραφη αφιέρωση του παππού της κοπέλας: «Για να θυμάστε πώς ζούσαμε». Μια άλλη εξίσου συγκινητική ανάρτηση είναι η εξής: «Η δική μου Κύπρος είναι η γιαγιά που περνώντας περπατητή και σκυφτή από τα χρόνια, έξω από το πεδίο βολής στο οποίο ήμουν σκοπός στα 18 μου, ένα χιλιόμετρο μακριά, άνοιξε το μαντίλι της και μου έδωσε σύκα και χαλούμι λέγοντάς μου: Τες ευτζιές μου να έσιεις γιε μου». 

Όλες αυτές οι πηγαίες αντιδράσεις είναι ένα νοερό αποκούμπι από τους ανθρώπους που αισθάνθηκαν θιγμένοι στη θέα πολιτικών που ξεπουλούν όση απέμεινε από τη γη που είναι ποτισμένη με το αίμα και τον ιδρώτα των παππούδων μας.  Η Κύπρος μικραίνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και θα μικραίνει ακόμη πιο πολύ σε όλα τα επίπεδα, ενόσω κυρίαρχο αξιακό κριτήριο δεν είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός αλλά ένας νοσηρός θαυμασμός για τους έχοντες, χρήμα και εξουσία, ανεξαρτήτως του τρόπου που τα απέκτησαν. 

Φιλελεύθερα, 25.10.2020.