Καθημερινά τις τελευταίες ημέρες στα τηλεοπτικά μέσα και ημερήσιο τύπο, διατυπώνονται γνώμες και απόψεις για το κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, μπορούν να καταχωρήσουν αίτηση για απόλυση του Γενικού Ελεγκτή και τι συνιστά «ανάρμοστη συμπεριφορά».

Αμφότερα τα θέματα έχουν επιλυθεί από τη νομολογία. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Τρύφωνος Ανδρέας -και- Γενικού Εισαγγελέα (2017) 3 ΑΑΔ 21 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 7) (2015) 3 ΑΑΔ 484 αντίστοιχα.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, Άρθρο 115, ο Γενικός Ελεγκτής δεν απολύεται εκ της θέσεως του «… ειμή υφ’ όρους και καθ’ ον τρόπον οι δικασταί του Ανώτατου Δικαστηρίου». Ως γνωστό, οι Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου δύνανται να απολυθούν μόνο για «λόγους ανάρμοστης συμπεριφοράς» (βλ. Άρθρο 153.7 του Συντάγματος).

Πριν την Δέκατη Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος που επήλθε με τον Ν. 103(Ι)/2022 και την Τροποποίηση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Προσωρινές Διατάξεις) με τον Ν. 145(Ι)/2022, αρμόδιο όργανο για την εκδίκαση αιτήσεως όπως την φημολογούμενη να καταχωρηθεί για παύση του Γενικού Ελεγκτή ήτο το Συμβούλιο δυνάμει των Άρθρων 133.8 και 153.8 του Συντάγματος και του Άρθρου 9(Β) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο Αρ. 33/1964. Το Συμβούλιο συγκροτείτο από τους 13 Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Το Συμβούλιο είχε αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί παντός θέματος, αναφερομένου, μεταξύ άλλων, και στην απόλυση των Δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου και κατά προέκταση και όσων από τους ανεξάρτητους Αξιωματούχους του Κράτους προβλέπεται στο Σύνταγμα η απόλυσή τους «… ειμή υφ’ όρους και καθ’ ον τρόπον οι δικασταί του Ανώτατου Δικαστηρίου». Τέτοιοι Αξιωματούχοι είναι ο Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 112.4), ο Γενικός Ελεγκτής και ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτή (Άρθρο 115.3), ο Διοικητής και Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας (Άρθρο 118.4) και ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Άρθρα 124.5).

Με τη Δέκατη Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος και τον Νόμο 145(Ι)/2022 που ακολούθησε λειτουργούν πλέον δύο Συμβούλια. Αυτό του Άρθρου 133.8 του Συντάγματος και αυτό του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος.

Το Συμβούλιο του 133.8 συγκροτείται από τον Πρόεδρο και όλους τους Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου (σύνολο 7) και, μεταξύ άλλων, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί παντός αναφερομένου, μεταξύ άλλων, στην απόλυση του Προέδρου και Δικαστών του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Το Συμβούλιο του 153.8 συγκροτείται από τον Πρόεδρο και όλους τους Δικαστές του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου (σύνολο 9) και έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί παντός θέματος αναφερομένου, μεταξύ άλλων, στην απόλυση της Προέδρου των Δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Η διαδικασία ενώπιον των δύο Συμβούλων είναι διαδικασία δικαστικής φύσης, ο δε Δικαστής υπό κρίση δικαιούται να ακουσθεί και να υποστηρίξει την υπόθεσή του ενώπιον του Συμβουλίου. Ουσιαστικά διεξάγεται δίκη.

Το ερώτημα ποιος δικαιούται να υποβάλει αίτηση στο Συμβούλιο όπως προϋπήρχε πριν την Δέκατη Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος, απαντήθηκε από το ίδιο το Συμβούλιο στην υπόθεση Τρύφωνος (2017) 3 ΑΑΔ 21. Στην υπόθεση αυτή, ιδιώτης καταχώρησε αίτηση για απόλυση του Γενικού Εισαγγελέα λόγω ισχυριζόμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς και ανικανότητάς του να κατέχει τη θέση. Ο αιτητής καταλόγισε στον Γενικό Εισαγγελέα, μεταξύ άλλων, νομική ανεπάρκεια, συμφεροντολογικές εκ μέρους του ενέργειες και αποφάσεις που όζουν άνισης μεταχείρισης και δυσμενούς διάκρισης προς όφελος του κεφαλαίου και των Τραπεζών γενικά.

Η πλειοψηφία του Συμβουλίου έκρινε ότι «η ενεργοποίηση του Άρθρου 153.8 του Συντάγματος εγείρει ζήτημα Ύψιστου Δημοσίου Συμφέροντος πολιτειακής σημασίας και είναι εξαιρετικής φύσεως διαδικασία και συνεπώς δεν μπορεί να λαμβάνει τη μορφή της «actio popularis»». Ως αποτέλεσμα απέρριψε την αίτηση καθότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση και προώθηση της αίτησής του. (Σημ. actio popularis σημαίνει λαϊκή αγωγή, ήτοι αγωγή του δημοσίου, των πολιτών). Το Συμβούλιο έκρινε ότι ο αιτητής δεν είχε θεσμοθετημένο πολιτειακό συμφέρον ώστε να νομιμοποιείται σε καταχώρηση της αίτησης. Συναφώς, το κριτήριο είναι η ύπαρξη στον αιτητή θεσμοθετημένου πολιτειακού συμφέροντος ώστε να νομιμοποιείται στην καταχώρηση αίτησης συμφώνως των Άρθρων 133.8 και 153.8. Ο Γενικός Εισαγγελέας κρίθηκε ότι έχει συμφέρον.

Όσον αφορά σε ποιο Συμβούλιο θα πρέπει να καταχωρηθεί η φημολογούμενη αίτηση, είμαι της γνώμης ότι αυτή θα πρέπει να καταχωρηθεί στο Συμβούλιο του Άρθρου 153.8 και το οποίο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και Δικαστές του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των Άρθρων 115.3 και 153.7(4).8(2)(β) όπου αναφέρεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής απολύεται υφ’ όρους και καθ’ ον τρόπον οι Δικαστές του Ανώτατου. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 153.8, οι Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου απολύονται από το Συμβούλιο που καθιδρύεται από τον Πρόεδρο και Δικαστές του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Παραμένει ο λόγος απόλυσης Δικαστή Ανώτατου Δικαστηρίου. Όπως προαναφέρω, ο μόνος λόγος που μπορεί να απολυθεί Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι η περίπτωση που κρίνεται ένοχος «ανάρμοστης συμπεριφοράς». Το τι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά κρίθηκε από την ολομέλεια στη γνωστή υπόθεση που αφορούσε την απόλυση του τότε Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρ.Ε. (2015) 3 ΑΑΔ 484. Στην υπόθεση αυτή ερμηνεύτηκε ότι ο όρος «ανάρμοστη συμπεριφορά» στο Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος σημαίνει «… συμπεριφορά τόσο κακή, τόσο μεμπτή δηλαδή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο για αυτήν, ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του ή να δημιουργεί ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντας, ως προς την καταλληλόλητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το όποιον αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί».

Αξίζει επίσης να λεχθεί ότι το Συμβούλιο πρόσθεσε περαιτέρω «ότι σε κάθε περίπτωση, κριτής της μεμπτής συμπεριφοράς ή της δημιουργίας εύλογων αμφιβολιών σε τρίτους παραμένει το Συμβούλιο» και ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, ως ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και της νομιμότητας, έχει έννομο συμφέρον και δικαιούται να καταχωρήσει αίτηση για απόλυση, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Η απόφαση δε του Συμβουλίου είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η διαφαινόμενη κρίση θα οδηγήσει σε αχαρτογράφητα νερά με οδυνηρές συνέπειες λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είναι προασπιστές του δημόσιου συμφέροντος και της νομιμότητας αλλά, από την άλλη, ο Γενικός Ελεγκτής χαίρει εκτίμησης μεταξύ της κοινωνίας για το έργο του και το λαϊκό αίσθημα είναι με το μέρος του, ως φαίνεται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κτλ.

Πιστεύω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως Αρχηγός του Κράτους θα πρέπει να επέμβει για το καλό του Δημόσιου Συμφέροντος και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι σίγουρο ότι εάν καταχωρηθεί τελικά αίτηση και αναπόφευκτα οδηγηθεί σε ακρόαση, θα λεχθούν πολλά (χωρίς να κρίνω την βασιμότητά τους) τα οποία μόνο ζημιά θα προκαλέσουν στους πρωταγωνιστές και στο Κράτος, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτοί εκπροσωπούν θεσμούς του.

*Δικηγόρος – Πρώην Δικαστής
Ανώτατου Δικαστηρίου – Λουκάς
και Βίας Λ. Παρπαρινος και
Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε