Στην Κύπρο των τελευταίων ετών, το μεταναστευτικό ζήτημα έχει μετατραπεί από επείγον θέμα εθνικής ευθύνης σε πεδίο εύκολης ρητορικής. Πολλοί φωνάζουν, λίγοι όμως εξηγούν με ρεαλισμό τι πραγματικά προνοεί και επιτρέπει ο νόμος, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ποιες είναι οι πραγματικές λύσεις και τι μπορούμε επιτέλους να κάνουμε για να διαφυλάξουμε την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια των γειτονιών μας; Η συζήτηση δεν μπορεί να περιορίζεται σε γενικότητες απαιτείται σοβαρότητα και ρεαλισμό, όχι συνθήματα πολιτικής κατανάλωσης.
Η Κύπρος, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να εφαρμόζει τον νόμο. Η Οδηγία 2008/115/ΕΚ προβλέπει ρητά ότι κάθε υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει παράνομα πρέπει να επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του. Η ίδια οδηγία επιτρέπει αναγκαστικές επιστροφές, ιδίως όταν πρόκειται για άτομα που παραβιάζουν το ποινικό δίκαιο ή απειλούν τη δημόσια ασφάλεια. Ομοίως, το εθνικό δίκαιο, όπως για παράδειγμα ο Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμος (Κεφ.105), παρέχει στον Υπουργό Εσωτερικών την εξουσία να εκδώσει διατάγματα απέλασης για όσους έχουν καταδικαστεί ή θεωρούνται επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη.
Αυτό δεν είναι πολιτική επιλογή, είναι νομική υποχρέωση.
Η αλήθεια είναι απλή. Η εμπειρία της Κύπρου έχει αποδείξει ότι η επιδοματική πολιτική δεν αποτελεί λύση, στο σημείο που φτάσαμε, αλλά ίσως και να συμβάλλει στο πρόβλημα σε πολλές περιπτώσεις. Όταν η διαχείριση του μεταναστευτικού μετατρέπεται σε μηχανισμό επιδομάτων χωρίς αυστηρό έλεγχο, δημιουργεί παραοικονομία και κοινωνική ανισότητα και υπονομεύει την εμπιστοσύνη του πολίτη στο κράτος. Η κοινωνική πρέπει να διασφαλιστεί με τάξη, ασφάλεια και δίκαιη εφαρμογή του νόμου.
Θεωρώ ότι η πρακτική λύση βρίσκεται σε τρεις άξονες. Καταρχάς, την πλήρη εφαρμογή των ευρωπαϊκών οδηγιών και εθνικών διατάξεων για επιστροφές, δεύτερο τον αυστηρό έλεγχο των συνθηκών στέγασης και της διαχείρισης επιδομάτων και τρίτον την ενίσχυση της κοινοτικής αστυνόμευσης σε περιοχές πίεσης, ώστε να προστατεύεται η καθημερινότητα των πολιτών.
Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η ισορροπία στα σχολεία όχι μόνο για τη διασφάλιση της εκπαίδευσης με προπαρασκευαστικές τάξεις και ανώτατο όριο μη ελληνόφωνων μαθητών ανά τάξη, όπως εφαρμόζεται σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και τη διαφύλαξη της ασφάλειας των μαθητών από περιστατικά βίας στα οποία έχουμε γίνει μάρτυρες. Αυτό δεν είναι μέτρο αποκλεισμού όπως πολλοί θα τρέξουν να διατυμπανίσουν, αλλά μέτρο παιδείας και εθνικής συνοχής. Η ενσωμάτωση δεν μπορεί να σημαίνει αποδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος και της κοινωνίας.
Η Κύπρος πρέπει να σταθεί στη γραμμή της αυστηρής εφαρμογής των νόμων, στον έλεγχο των ροών και τον τερματισμό της κατάχρησης του ασύλου. Μια πολιτική που συνδυάζει ευθύνη και προστασία των πολιτών και όχι ανέξοδη ρητορική με αδράνεια.
Η ασφάλεια, η τάξη, οι κανόνες και η κοινωνική συνοχή είναι αλληλένδετα. Χωρίς ασφάλεια και τάξη, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, χωρίς κανόνες, δεν υπάρχει ισονομία και χωρίς κοινωνική συνοχή, δεν λειτουργεί η Κυπριακή Δημοκρατία. Η μεταναστευτική πολιτική της επόμενης μέρας πρέπει να είναι ρεαλιστική, δίκαιη και αποφασιστική με εφαρμογή του νόμου, όχι μόνο υποσχέσεις, και με ευθύνη απέναντι στους πολίτες.
*Διδάκτωρ νομικής