«Τιμή και φιλότιμο (είναι) δυο αρετές, δυο αγκωνάρια από τα πολλά που βαστούνε ορθό τον άνθρωπο», κατά τον Κρητικό λογοτέχνη Κατζουράκη. Αξίες υπέρτατες, υπερβαίνοντας ακόμη και την ίδια τη ζωή. Τόσο υπέρτατες, ώστε η τρώση τους να δικαιολογεί την εκδίκηση.

Η φράση «την σκότωσα γιατί με ντρόπιασε» συμπυκνώνει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη – τη νοοτροπία των λεγόμενων honor killings. Ο άνδρας που σκοτώνει τη γυναίκα του επειδή τον απατά, ή τον εραστή της επειδή «ατίμασε» την οικογένειά του, δεν ενεργεί – στα δικά του μάτια – ως εγκληματίας. Αντιθέτως, θεωρεί τον εαυτό του φορέα μιας υπέρτατης δικαιοσύνης, εκείνης που προϋπήρξε του κράτους: της δικαιοσύνης της εκδίκησης. Η συναισθηματική αυτή δικαιοσύνη λειτουργεί ως μηχανισμός αποκατάστασης της τιμής και κατ’ επέκταση, της κοινωνικής επιβίωσης.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη νοοτροπία ερείδεται το προαιώνιο έθιμο της φονικής αντεκδίκησης, άλλως, βεντέτα. Κάθε ατίμωση, απαιτεί επανόρθωση και ανταπόδοση, μια εξισορρόπηση που επιτυγχάνεται μόνο μέσω του άγραφου νόμου της βίας ή του αίματος. Ενσαρκώνει, έτσι, την αρχή της retributio naturae – της φυσικής ανταπόδοσης του κακού με κακό («οφθαλμός αντί οφθαλμού»), ως πράξη αποκατάστασης της διασαλευθείσας ηθικής (και όχι νομικής) τάξης.

Όσο ξένη και απόμακρη φαίνεται, η εκδίκηση (ανταπόδοση) είναι έμφυτη ακόμα και στο ίδιο Ποινικό Δίκαιο. Ο Νόμος αναλαμβάνει τον ρόλο του ουδέτερου εγγυητή της δικαιοσύνης, αντικαθιστώντας την προσωπική ανταπόδοση με θεσμική κρίση – όχι εξαλείφοντας, αλλά εξευγενίζοντας την εκδίκηση σε ποινική τιμωρία. Ακόμη και σήμερα, πίσω από τις θεωρίες περί αντεγκληματικής πολιτικής επιβιώνει το ψυχολογικό ίζημα της εκδίκησης. «Η ποινή δεν έχει σκοπό να διορθώσει τον δράστη, αλλά να εκφράσει την ηθική αγανάκτηση της κοινωνίας», όπως εύστοχα επισημαίνει ο Durkheim.

Συνεπώς, αν και αποκηρυγμένη, η εκδίκηση επιβιώνει μεταμφιεσμένη μέσα στο δίκαιο και στην ηθική, ως αθέατη κινητήρια δύναμη του ανθρώπινου αισθήματος του δικαίου. Κι εδώ ακριβώς έγκειται το οξύμωρο: το οικοδόμημα της ποινικής δικαιοσύνης θεμελιώνεται πάνω σε κάτι που η ίδια αποκηρύσσει – την εκδίκηση. Αν την αφαιρέσουμε εντελώς, ο Νόμος χάνει την ηθική του διάσταση. Αν, αντιθέτως, την αφήσουμε ανεξέλεγκτη, η κοινωνία διολισθαίνει στο χάος της αντεκδίκησης.

Κάθε ποινικό σύστημα, όσο ορθολογικό, ανθρωπιστικό ή αποκαταστατικό κι αν διακηρύσσεται, ακολουθείται πάντοτε από τη σκιά της εκδίκησης. Ο Νόμος απλώς την εκλογικεύει, την εξημερώνει, μετουσιώνοντάς την σε δίκαιη ανταπόδοση.

Προκύπτει, άρα, ότι η εκδίκηση είναι η σκοτεινή πλευρά της δικαιοσύνης, το αρχέγονο ένστικτο που προηγήθηκε του Νόμου και που, παρά την εξημέρωσή του, εξακολουθεί να κινεί τα νήματα του δικαίου.